Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άμαξα [ámaksa] η,
- ① carriage, horse cab, coach (syn αμάξι 1, καρότσα):
- ανοιχτή (κλειστή) ~ |
- ~ με δύο άλογα a carriage & pair |
- ~ περιπάτου |
- μια ~ του παλατιού (syn ανακτορική ~) |
- η βασιλική ~, e.g. folkt ευθύς εκείνη διάταξε να ετοιμαστεί η βασιλική ~ (Megas) |
- πολλές άμαξες ακολουθούσανε την κηδεία |
- κάποια ~ έκλεινε το δρόμο |
- διατηρούν αμαξοστάσια για τις άμαξες |
- (ο ποιητής μας) ξαναφέρνει στον πατημένο, μα και για τούτο στερεά στρωμένο δρόμο την άμαξά του, δίνοντας το παράδειγμα του δουλεμού του στίχου (Palam) |
- poem τ' όνομά σου |
- ο ηνίοχος στην ~ του ήλιου (Vrettakos) |
- οι ταχυδρόμοι σφαλίσαν τους σάκκους τους κ' έφυγαν | καλπάζοντας οι άμαξες (id.)
- ⓐ expression τα εξ αμάξης (L) unrestrained abuse (syn λοιδορίες, σκώμματα, ύβρεις, χυδαιολογίες):
- του 'πε or του έσυρε or του έψαλε τα εξ αμάξης (syn τον επέπληξε or τον ύβρισε χυδαία, του 'ψαλε όσα σούρνει η σκούπα) [fr AG λόγοι ἐξ êμάξης, τa êμαξιαÖα (r)ήματα]
- ② cart (syn καροτσάκι):
- χειροκίνητη ~ (L) handcart (syn χειροκίνητο αμάξι)
- ③ (L) railw car, Br carriage (syn βαγόνι):
- σιδηροδρομική ~ (syn βαγόνι) |
- ~ αποσκευών baggage car (syn αποσκευή)
- ④ astron Άμαξα η, constellation of the Big Bear (syn Aμάξι, s. αμάξι 3, Mεγάλη Άρκτος)
[fr K (early & late) ἃμαξα ← AG]
- ① carriage, horse cab, coach (syn αμάξι 1, καρότσα):
- αμαξάδα1 [amaksá∂a] η,
- ① carriage drive, carriage ride (syn περίπατος με άμαξα, καροτσάδα):
- μια ωραία ~ στο Φάληρο |
- βάλαμε στοίχημα μια ~ |
- μετά τη θρησκευτική λοιπόν ~ αποτραβήχτηκε (Papantoniou) |
- rembetiko που εγλεντούσα με βιολιά κι όλο με ~ (IPetrop) |
- poem ... και τα σαλιγκάρια | ύστερα απ' τη βροχή πηγαίνουν ~ πασχαλιάτικη (Papatsonis)
[der of άμαξα or αμάξι & suff -άδα2, q.v.]
- ① carriage drive, carriage ride (syn περίπατος με άμαξα, καροτσάδα):
- αμαξάδα2 [amaksá∂a] adv
- by carriage (syn με αμάξι, καροτσάδα adv):
- πήγαμε ~ στα Mεσόγεια |
- folkt πέρασε ~ από το δάσος |
- θ' ακλουθήσει αυτόνα εδώ· και μάλιστα ~ (Karagatsis).
- by carriage (syn με αμάξι, καροτσάδα adv):
- αμαξάδικο [amaksá∂iko] το,
- ① coach factory, carriage factory (syn αμαξοποιείο, αμαξουργείο)
- ② coach house (syn αμαξοστάσιο)
[substantiv. n of αμαξάδικος]
- αμαξάδικος, -η, -ο [amaksá∂ikos]
- ① of or pertaining to a carriage or coach:
- άλογα αμαξάδικα |
- αμαξάδικη ταπετσαρία
- ② of or pertaining to a coachman:
- αμαξάδικα φερσίματα |
- λόγια αμαξάδικα |
- παλιοκουβέντες αμαξάδικες
[der of άμαξα but for meaning 2 fr stem of pl αμαξάδες of αμαξάς; cf K ἁμαξικός 'relating to a carriage']
- ① of or pertaining to a carriage or coach:
- αμαξάκι [amaksáci] το,
- ① small carriage, small coach, buggy, wagonette (syn μόνιππο, σούστα):
- δίτροχο ~ |
- θα πάρουμε ένα ~ για να πάμε στη μοδίστρα |
- πήρα ένα ~ για να σπεύσω |
- οι διαδρομές και ο γύρος του νησιού γίνονται και με αμαξάκια και ζώα (Varelas) |
- με το γοργό ~ πηγαίνει στα κτήματα (Papantoniou) |
- υπάρχουν μερικά αμαξάκια της Kέρκυρας με τις άσπρες τέντες, τα ζωηρά αλογάκια τους (Panagiotop) |
- της έδωσε το χέρι του, για να κατέβει από το ~ (Skouzes) |
- τον κρότο από τις ρόδες δεν τον άκουγα· μου φαινόταν πως το ~ μας ταξίδευε στον Παράδεισο (Prevelakis)
- ⓐ baby carriage, baby buggy, perambulator, pram, stroller (syn καροτσάκι):
- ~ για βρέφη (or νήπια) |
- παιδικό ~ |
- κυλά μπροστά της ένα ωραίο ~ και μέσα είναι ο Nτιντής (Myriv) |
- συναντούσε τίποτε παραμάνες με τα μωρά τους στ' αμαξάκια τους (Ouranis)
- ⓑ wheelchair, bath chair:
- τον κυλούσανε με ~
- ② hand-moved freight cart, pushcart (syn δίτροχο καροτσάκι):
- αμαξάκια μικροπωλητών |
- ~ μονότροχο wheelbarrow
- ⓒ dogcart:
- μικροσκοπικά αμαξάκια, τόσα δα, φορτωμένα λαχανικά ή ντενεκεδένια δοχεία με γάλα, που τα έσερναν χοντρά σκυλιά με τη γλώσσα έξω (Ouranis)
- ③ carrier attached to motorcycle, sidecar
- ④ children's toy, as wagon, go-cart, doll carriage etc:
- poem στα Διάσια | σου αγόρασα ~ (Stavrou Ar; rendering AG αμαξίς)
[fr LMG αμαξάκι (Du Cange), der of αμάξι w. suff -άκι]
- ① small carriage, small coach, buggy, wagonette (syn μόνιππο, σούστα):
- αμαξάλογο [amaksáloγo] το,
- carriage horse
[cpd of αμάξι & άλογο]
- αμαξάρα [amaksára] η,
- large carriage (syn μεγάλο αμάξι)
[der of αμάξι or άμαξα w. suff -άρα]
- αμαξάς [amaksás] ο,
- ① coachman, cabdriver, driver, teamster (syn αμαξηλάτης, καροτσέρης):
- ανέβηκα στην άμαξα και ο ~ χτύπησε τ' άλογο |
- ο πολιτικός οφείλει ν' ακολουθεί την κοινή γνώμη ακριβώς όπως ο ~ ακολουθεί τ' άλογά του, κρατώντας στερεά τα χαλινάρια και οδηγώντας τα (Vrettakos) |
- ήτανε μια γενιά λεβέντηδων αμαξάδων, πρώτων στην πιάτσα, τ' αμάξια τους άστραφταν, τ' άλογά τους τα καμάρωνε ο τόπος και οι ίδιοι ήταν άσοι στα γκέμια (Melas) |
- rembetiko η άμαξα μες στη βροχή· | τράβα, αμαξά μη μου βραχεί | το κορίτσι που 'ναι μέσα |
- poem εε! εε! τραντάζοντας διαβαίνουν οι αμαξάδες (Elytis)
- ② coach builder, carriage maker (syn L αμαξοπηγός, αμαξοποιός, αμαξουργός)
[der of MG αμάξιν w. suff -άς]
- ① coachman, cabdriver, driver, teamster (syn αμαξηλάτης, καροτσέρης):



