"Institute of Educational Policy" Books
AΣ ΘΥΜΗΘΟΥΜΕ TI ΜΑΘΑΜΕ Σ' ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ
- Τα δύο είδη της γλωσσικής επικοινωνίας είναι ……………… και ………………
…………………………………………………………………………………………… λόγος - Είναι πιο άμεσος και αυθόρμητος. - Έχει διακοπές, επαναλήψεις, διορθώσεις. - Εμπλουτίζεται από στοιχεία, όπως χειρονομίες, εκφράσεις προσώπου κτλ.
…………………………. λόγος - Υπάρχει χρόνος να προετοιμαστεί προσεκτικά, να οργανωθεί και να διορθωθεί. - Χρησιμοποιείται συνήθως όταν πομπός και δέκτης βρίσκονται μακριά ο ένας από τον άλλο.
- Χαρακτηριστικό της παραγράφου είναι ότι αποτελεί κείμενο ενιαίο και σχετικά ………………, αλλά ταυτόχρονα ……………… με τις προηγούμενες και τις επόμενες παραγράφους.
Περνούσαν τα χρόνια, ερχόντουσαν ωραία, χαρισματικά, ανάμεσα στα άλλα, παιδιά, συχνά (πώς όχι;) δεν μπορούσα να απαντήσω σε κάποια ερώτηση, έμαθα ωριμάζοντας να λέω "θα το κοιτάξω και θα σου απαντήσω αύριο, δεν το ξέρω, δεν το έχω σκεφτεί, δε χρειάστηκε ως τα τώρα να το αναζητήσω" κτλ., αλλά ο πανικός κάθε χρόνο εκεί. Προσπαθώντας λογικά να εξηγήσω αυτό το άγχος, έβρισκα πως ίσως, επειδή υπήρξα προκλητικός μαθητής, σχεδόν αλαζόνας και συχνά προσπαθούσα να φέρω σε δύσκολη θέση τους δασκάλους μου θέτοντας απίθανες ερωτήσεις, φοβόμουν, όταν πια έγινα εγώ δάσκαλος, ότι θα βρισκόταν κάποιο ζιζάνιο να μου ανταποδώσει τις προκλήσεις.
Ήταν πασίγνωστη στα νιάτα της, όταν τραβήχτηκε -θεωρητικά- αυτή η φωτογραφία. Είχε γίνει αρκετά διάσημη ως diseuse και εμφανιζόταν τακτικά σε μικρές επιθεωρήσεις μέχρι που πέρασε η μόδα τους. Ο κόσμος διασκέδαζε βλέποντας μια γυναίκα τόσο εμφανώς αριστοκρατική να καταδέχεται να ψυχαγωγεί το κοινό με τέτοιον τρόπο. Αυτό το στοιχείο καταδεκτικότητας στις εμφανίσεις της επέβαλλε το σεβασμό, αλλά όχι παντού: όταν προσπάθησε να ψυχαγωγήσει γυναίκες σε εργοστάσια στα χρόνια του πολέμου, τη θεώρησαν πολύ σνομπ για τα λαϊκά γούστα. Φαινόταν εκτός εποχής με τα μακριά της φορέματα, το αραχνοΰφαντο μαντίλι δεμένο στο μικρό δαχτυλάκι του αριστερού της χεριού.
Μόλις κλείσει τα δεκατέσσερα, η μάνα θα τον ξυπνήσει πρωί πρωί και θα τον περάσει στην απέναντι όχθη του ποταμού Ουμγκούζα. Ο ποταμός κυλά πάνω από τις πέτρες και τους αγκαθόθαμνους. Νωρίς το πρωί, και πιο πέρα βλέπουν τον καπνό να σκαρφαλώνει πάνω από το κέντρο της πόλης και ακούνε την βοή των επίμονων τρένων. Στον μεγάλο τους περίπατο η μάνα δεν λέει τίποτα. Στο τέλος, σταματάει, κρατώντας τον από το χέρι, κάτω από ένα μεγάλο δέντρο που εκείνος δεν έχει δει ποτέ και λέει: "Φουμπαθα…". Η φωνή της ένας ψίθυρος. Ο Φουμπάθα δεν ξέρει αν πρέπει να απαντήσει ή αν φωνάζει κάποιον που είναι απών, μια ανάμνηση στα χέρια της. "Φουμπάθα…" Ψάχνει τον αέρα με τη φωνή της και γυρίζει γύρω γύρω από το δέντρο.
- Κάθε παράγραφος πρέπει να ξεχωρίζει από την άλλη. Γι' αυτό …………………..