"Institute of Educational Policy" Books
III Ενδεικτική σύνθεση των αποτελεσμάτων των δραστηριοτήτων του άξονα 3
Οι περιορισμοί του κλίματος Νομαδική κτηνοτροφία
Οργάνωση της νομαδικής κτηνοτροφίας Εμφάνιση και χαρακτήρας του τσελιγκάτου
Στάνες και βοσκούς συναντάμε στα ελληνικά κείμενα από την εποχή του Ομήρου ως τις μέρες μας, ενώ συνένωση διαφορετικών οικογενειών προκειμένου να οργανώσουν την απασχόληση τους τεκμηριώνεται στον ελληνικό χώρο την εποχή του Βυζαντίου και της οθωμανικής κυριαρχίας. Από το Μεσαίωνα ήδη παρατηρούμε να αναπτύσσεται ένα συντεχνιακό πνεύμα σε ορισμένες επαγγελματικές ομάδες που άρχισαν να δημιουργούν ενώσεις και να συνεταιρίζονται, κατά κάποιο τρόπο, για να προστατέψουν την εργασία τους από την ανασφάλεια και τον ανταγωνισμό.
«Η συντεχνιακή οργάνωση συνεχίζει μια ευρύτερη παράδοση, στην οποία εγγράφηκαν τόσο η βυζαντινή όσο και η οθωμανική κοινωνία. Οι συντεχνίες είναι ενώσεις που καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα από λειτουργίες σχετικά με την προστασία και την προαγωγή του επαγγέλματος και του συμφέροντος των μελών τόσο απέναντι σε τρίτους ανταγωνιστές, όσο και απέναντι στις κρατικές και κοινοτικές αρχές. Η συνεταιρική, συνεργατική ή συντροφική, όπως ονομαζόταν, οργάνωση αποτέλεσε ένα γενικό φαινόμενο στον ελληνικό πολιτισμικό χώρο της Τουρκοκρατίας […]. Οι λόγοι που επέβαλαν τη συμμετοχική αυτή σχέση ήταν η στενότητα του κεφαλαίου και η ανάγκη πρόσθετης εργασίας, η οποία όμως δεν προσφερόταν κάτω από τις συνθήκες της προαστικής κοινωνίας της εποχής εκείνης με βάση μισθωτική. Γι' αυτό και αποτέλεσε ένα καθολικό φαινόμενο στην περίοδο της Τουρκοκρατίας που κάλυψε με διάφορες μορφές τόσο την καλλιέργεια της γης, λ.χ. το τσιφλίκι και την κτηνοτροφία (τσελιγκάτα), όσο και τις εμπορικές, ναυτικές και βιοτεχνικές δραστηριότητες. Τέτοιες συντροφικές ενώσεις ήταν: Οι τεκτονικές ενώσεις (χτίστες - μαραγκοί), τα καραβάνια (αγωγιάτες), οι ενώσεις των κτηνοτρόφων, των ψαράδων της Μαύρης Θάλασσας, οι ναυτικές συντροφιές Ύδρας, Σπετσών, Πόρου, οι μεγάλες συνεταιρικές ενώσεις τύπου Αμπελακίων, ορυχείων Χαλκιδικής». Ειδικότερα οι κτηνοτρόφοι δημιούργησαν από παλιά ένα είδος άτυπου συνεταιρισμού, το τσελιγκάτο, όπως επικράτησε να λέγεται, οργάνωση που διακρίθηκε για το δυναμισμό και την αντοχή της σχεδόν μέχρι την εποχή μας. Στη γέννηση του τσελιγκάτου συνέβαλε, μεταξύ άλλων, η ανάγκη των ποιμένων για κοινή χρήση μεγάλων εκτάσεων βοσκοτόπων, η ανασφάλεια που επικρατούσε στην ύπαιθρο, αλλά και η ανυπαρξία πιστωτικών οργανισμών για την εξυπηρέτηση του μεμονωμένου κτηνοτρόφου.
«Ήθελα νάμουν τσέλιγκας, νάμουν κι ένας σκουτέρης, νάχω κοπάδια πρόβατα, νάχω κοπάδια γίδια κι έναν σωρό μαντρόσκυλα, νάχω και βοσκοτόπια το καλοκαίρι στα βουνά και τον χειμώ στους κάμπους. Νάχω από πάλιουραν βορό και στρούγκα από ροδάμι, νάχω και σε ψηλήν κορφήν καλύβα από ρουπάκια, […]» Κ. Κρυστάλλης, «Ήθελα νάμουν τσέλιγκας», Άπαντα, Μέρμηγκας, σ. 255.
Συγκρότηση και λειτουργία του τσελιγκάτου Στο πλαίσιο της αντιμετώπισης των αναγκών της κτηνοτροφικής δραστηριότητας, αρκετές οικογένειες «σμίγουν» τα κοπάδια τους σ' ένα ποίμνιο κοινό. Το «σμίξιμο» αφορά συνεργασία για την από κοινού συντήρηση των ζώων και την παραγωγή κτηνοτροφικών ειδών. Η συνεργασία διαρκεί όσο θέλουν τα μέλη του τσελιγκάτου και διαλύεται, επίσης, όταν θέλουν αυτά, κατά κανόνα την άνοιξη ή το φθινόπωρο. Κάθε κτηνοτροφική οικογένεια που μετέχει σε τσελιγκάτο, διατηρεί όλα τα δικαιώματα ιδιοκτησίας στα πρόβατα της, τα οποία τα ξεχωρίζει από τα άλλα και τα «σημαδεύει» με μαχαίρι στο αυτί. Π.χ. μια οικογένεια κάνει κοψιά στο αριστερό αυτί, άλλη στο δεξιό, άλλη από το έξω μέρος, άλλη από το μέσα, έτσι που κάθε οικογένεια να έχει δικό της καθιερωμένο «σήμα», το «σημάδι» της, όπως λέγεται. Ο αριθμός προβάτων του τσελιγκάτου ποικίλλει από δύο μέχρι πέντε χιλιάδες ή και περισσότερα κεφάλια.
Οι ιδιοκτήτες κοπαδιών του τσελιγκάτου ανήκουν σε τρεις κατηγορίες, ανάλογα με τον αριθμό των προβάτων τους. Όποιος είχε τα περισσότερα, συνήθως πάνω από πεντακόσια, κατά κανόνα γινόταν «τσέλιγκας». Μερικές όμως φορές το κριτήριο αυτό δεν ίσχυε και τσέλιγκας γινόταν κάποιος που διέθετε ιδιαίτερες ικανότητες ή και με άλλες διαδικασίες. Κάποιος, π.χ., αγόραζε ή ενοικίαζε ένα λιβάδι και, επωφελούμενος από την ανάγκη άλλων για βοσκότοπους, τους προσκαλούσε και συγκροτούσαν τσελιγκάτο, με επικεφαλής τον ίδιο. Όσοι κτηνοτρόφοι είχαν περισσότερα από τριακόσια πρόβατα χαρακτηρίζονταν «σμίχτες». Συνήθως σε κάθε τσελιγκάτο υπήρχαν τρεις ή και περισσότεροι σμίχτες. Οι υπόλοιποι, που είχαν γύρω στα εκατό πρόβατα, ήταν οι βοσκοί, οι «τσοπάνοι».
Η κατηγοριοποίηση αυτή δε δημιουργεί διακρίσεις ή ιδιαίτερα δικαιώματα. Όλοι, εξίσου, μετέχουν σε όλες τις δουλειές: στη φύλαξη του κοπαδιού, τη βόσκηση, το άρμεγμα, την τυροκομία, το κούρεμα και την περιποίηση των ζώων. Επιπλέον, στις εργασίες αυτές βοηθητικά, χωρίς αμοιβή, μετέχουν και τα μέλη των οικογενειών τους, τα παιδιά τους και οι γυναίκες τους, οι οποίες τις γνωρίζουν εξίσου καλά με τους άνδρες.
Ο τσέλιγκας εκπροσωπεί τους υπόλοιπους σμίχτες στην αγορά, μεταβαίνει σε πόλεις ή χωριά, όπου διαπραγματεύεται την ενοικίαση βοσκοτόπων, την προμήθεια ζωοτροφών, την πώληση αρνιών, μαλλιών, τυριού και άλλων προϊόντων για λογαριασμό όλου του τσελιγκάτου. Μπορεί να αποφασίζει μόνος του σε ό,τι αφορά το τσελιγκάτο' όμως συνήθως συζητά με τα άλλα μέλη της ομάδας και αποφασίζουν από κοινού. Οι περισσότερες συμφωνίες στηρίζονταν παλαιότερα στο λόγο. Γι' αυτό ο τσέλιγκας έπρεπε να είναι φερέγγυος, να έχει «μπέσα»' αν την έχανε, ξέπεφτε από τη θέση του. Κάθε οργανωμένο τσελιγκάτο είχε το απαραίτητο προσωπικό: πρωταρχικά τους βοσκούς (τσοπαναραίους) για το φύλαγμα των κοπαδιών, τον αγωγιάτη, υπεύθυνο για τις μεταφορές των προϊόντων και των εφοδίων της στάνης, και το γαλατά. Οι Σαρακατσαναίοι «σκηνίτες» είχαν σε κάθε στάνη δάσκαλο για τη μόρφωση των παιδιών τους και παπά για τις θρησκευτικές τους ανάγκες. Ο τσέλιγκας είχε την ευθύνη της ομάδας και της στάνης. Ως εκπρόσωπος των συνεταίρων απέναντι στην αγορά και στο κράτος, έπρεπε να συνδυάζει φυσικά, ηθικά και πνευματικά προσόντα' να είναι ευπαρουσίαστος, καθαρός και φροντισμένος στο ντύσιμο, να χαρακτηρίζεται από πνεύμα δικαιοσύνης, τιμιότητα, αξιοπρέπεια, μετριοπάθεια και διαλλακτικότητα. Έπρεπε, επίσης, να ξέρει λίγα γράμματα για τους λογαριασμούς και να τον διακρίνει διαπραγματευτική ικανότητα. Την επιβλητική εικόνα του τσέλιγκα συμπλήρωνε το άλογο με τη στολισμένη σέλα και τα χαλινάρια. Ήταν ο άρχοντας που τον φοβούνταν και τον σέβονταν όσοι απάρτιζαν τη στάνη, μικροί και μεγάλοι. Οι κτηνοτρόφοι των Τζουμέρκων, οργανωμένοι, συχνά, σε ομάδες που απαρτίζονταν από περισσότερες οικογένειες, το τσελιγκάτο, ζούσαν νομαδικά. Το χειμώνα, όταν τα πρόβατα έβοσκαν στις πεδιάδες, έμενε κοντά τους και η ομάδα. Το καλοκαίρι, επειδή τα πρόβατα δεν αντέχουν στους κάμπους με τις ζέστες, οδηγούνταν στα βουνά. Μαζί τους μετακινούνταν και όλες οι οικογένειες με το νοικοκυριό τους. Έτσι, κάθε κτηνοτροφική ομάδα μετακινείται δύο φορές το χρόνο. Μία στα τέλη Μαΐου, από τους κάμπους προς τα ψηλώματα, και μία στα τέλη Οκτωβρίου, αντίστροφα, από τα βουνά στα χαμηλώματα. Κάθε μετακίνηση παλαιότερα διαρκούσε κάπου ένα μήνα, σήμερα τα πράγματα έχουν γίνει ευκολότερα. Αρχικά οι νομάδες αυτοί δεν είχαν μόνιμη κατοικία. Σταδιακά όμως ορισμένοι, επειδή τους άρεσαν τα «ξεκαλοκαιριά» της περιοχής των Τζουμέρκων, έχτισαν σπίτια κοντά σ' αυτά και με το πέρασμα του χρόνου, αφού κατασκεύασαν μόνιμους συνοικισμούς θερινής διαμονής, εξελίχθηκαν σε ημινομάδες. Οι Σαρακατσάνοι δε διέκοψαν τη νομαδική ζωή και συνέχισαν στα Τζουμέρκα μια παράδοση που ανάγεται στην αρχαιότητα. Η νομαδική ζωή και η ανάγκη της εύκολης μετακίνησης επέβαλλε σε κτηνοτρόφους, όπως οι «φερέοικοι» Σαρακατσάνοι, να αποφεύγουν να δημιουργούν πραγματικό νοικοκυριό. Τους επέβαλλε, επίσης, να μη χτίζουν μόνιμες κατοικίες, αλλά να μένουν σε τετράπλευρες ή κυκλικές καλύβες που κατασκεύαζαν με ξύλα πλεγμένα με κλαδιά, πασαλειμμένες εσωτερικά με λάσπη, για μόνωση από βροχές και κρύο. Κάθε σαρακατσάνικη ομάδα κατασκεύαζε τις καλύβες της κοντά στους βοσκότοπους, σε αρκετή απόσταση από τα μαντριά και από τους στάβλους, για λόγους υγιεινής. Έτσι, κάθε ομάδα αποτελούσε με τις καλύβες της μια ξεχωριστή μικροκοινωνία που ζούσε μακριά από κατοικημένους τόπους, τουλάχιστον ως τη δεκαετία του '50. Οι καλύβες συγκροτούσαν ένα μικρό συνοικισμό, όπου κάθε οικογένεια είχε το «κονάκι» της, ένα συγκρότημα από την κύρια καλύβα-κατοικία, και άλλες μικρότερες, που χρησίμευαν ως βοηθητικοί χώροι.
«Νομάδες από πανάρχαια μήτρα κτηνοτρόφων, τσελιγκάδες, τσοπάνοι, προβαταραίοι, χωρίς δική τους γη και μόνιμη κατοικία, περπατάρηδες και κόσμος από λόγγα, αυτοί είναι οι Σαρακατσάνοι. Υποταγμένοι από το επάγγελμα τους στο κλίμα, στη φύση και στις αντιθέσεις της που προκαλούν το νομαδισμό, ζούνε στους κάμπους το χειμώνα και ανεβαίνουν στα βουνά το καλοκαίρι. Κάνουν πάντα την ίδια ζωή χάρις στα κοπάδια τους, τη μοναδική τους περιουσία. Σ' αυτά χρωστάνε την ύπαρξη τους κι αποζούν αποκλειστικά από τα προϊόντα των κοπαδιών τους». Αγγελική Χατζημιχάλη, Οι Σαρακατσάνοι, Αθήνα 1957.
Ξεκαλοκαίριασμα στα βουνά Το καλοκαίρι ήταν ευχάριστο για τους κτηνοτρόφους των Τζουμέρκων, επειδή βρίσκονταν ανάμεσα στα αγαπημένα τους βουνά. Εκεί γίνονταν οι παραδοσιακές γιορτές, τα πανηγύρια, γλέντια και προξενιά. Οι οικογένειες ζούσαν χωριστά, γιατί τα βοσκοτόπια ήταν πολύ μακριά από το χωριό και οι βοσκοί ακολουθούσαν τα πρόβατα. Από το βουνό κατέβαιναν σε αραιά χρονικά διαστήματα για τις απαραίτητες προμήθειες. Ο τσέλιγκας πηγαινοερχόταν με το άλογο του, αλλά συνήθως έμενε στο χωριό. Τα περισσότερα κοπάδια των νομάδων των Τζουμέρκων ξεκαλοκαίριαζαν στην Πίνδο, σε υψόμετρο πάνω από 2.000 μέτρα, όπου δεν υπάρχουν δέντρα' γι' αυτό οι κτηνοτρόφοι έχτιζαν τις καλύβες και τις στρούγκες με πέτρες' τις καλύβες τις έφτιαχναν τετράγωνες στη βάση και τους τοίχους με ξερολιθιά' κοντά στην πόρτα τοποθετούσαν γερό ελατίσιο κορμό ύψους 2μ. περίπου και στέριωναν σ' αυτό τον «καβαλάρη», ένα οριζόντιο δοκάρι από έλατο' πάνω στον καβαλάρη κάρφωναν πελεκημένα κλωνάρια ελατίσια, κέδρινα ή από οξιά, που έφταναν στους πλαϊνούς τοίχους, σχηματίζοντας στέγη σαμαρωτή στο σχήμα της τέντας των βλαχόφωνων νομάδων. Η στέγαση γινόταν με μεγάλους σχιστόλιθους της περιοχής. Την πλευρά απέναντι από την πόρτα την έκλειναν με πέτρες. Οι καλύβες αυτές χωρούσαν για ύπνο 5 έως 7 άτομα. Για στρώματα έριχναν κλωνάρια και σκούπες ελατίσιες και, για να μην τους τρυπούν τα αγκάθια, έστρωναν πάνω σ' αυτά μάλλινα στρωσίδια και φλοκάτες.
Το τυροκόμισμα Μετά το άρμεγμα, ο τυροκόμος στράγγιζε το γάλα στο μεγάλο καζάνι και το έπηζε με την πυτιά. Στη συνέχεια το σκέπαζε με κομμάτια από χοντρό ύφασμα για να διατηρηθεί η θερμοκρασία που είχε κατά το άρμεγμα (το γάλα διατηρούσε τη θερμοκρασία του σώματος του ζώου). Τη θερμοκρασία την υπολόγιζε με το δάχτυλο. Το πήξιμο στην κατάλληλη στιγμή είχε σημασία για την ποιότητα του τυριού. Το καλοκαίρι το γάλα έπηζε σε μιάμιση ώρα περίπου και, όταν «γινόταν», έβγαζε στην επιφάνεια υγρό' με ξύλινη ξύστρα το τεμάχιζε σε μικρά κομμάτια και το άφηνε να «τυρογαλιάσει»· στη συνέχεια έριχνε το φρεσκοπηγμένο τυρί μέσα σε μάλλινες «τσαντίλες», βουτηγμένες σε νερό, για να μην κολλάει. Οι «τσαντίλες» στη συνέχεια έπρεπε να κρεμαστούν σε ψηλό σημείο, αφενός για λόγους υγιεινής και αφετέρου για να στραγγίξουν τα υγρά από τον πολτό. Έπειτα από τρεις τέσσερις ώρες, όταν τα υγρά είχαν φύγει και το τυρί είχε γίνει σκληρό, το έβγαζε από τις τσαντίλες και το τοποθετούσε πάνω σε λείες ξύλινες σανίδες. Εκεί το έκοβε σε φέτες, το αλάτιζε και το άφηνε περίπου δώδεκα ώρες' στη συνέχεια το αναποδογύριζε και έριχνε ξανά αλάτι. Το τυρί έμενε τρεις ή τέσσερις ημέρες πάνω στις σανίδες. Έπειτα το τοποθετούσε σε δοχεία, πρόσθετε την αλμύρα, δηλαδή τα υγρά που μάζευε από το στράγγισμα. Ύστερα από σαράντα ημέρες, το τυρί ήταν έτοιμο για κατανάλωση.
Στο δρόμο για τα χειμαδιά Η εποχή του φθινοπώρου «ήταν η αρχή του δυσκολότερου εξαμήνου για τους κτηνοτρόφους, γιατί δεν ήταν μόνο οι σκληρές καιρικές συνθήκες, αλλά και οι πολλές δουλειές της στάνης. Το κατέβασμα των κοπαδιών από τα βουνά, οι ετοιμασίες για την αναχώρηση, η πορεία για τα χειμαδιά, το μάζεμα των απαραίτητων υλικών για τα καλύβια και τα μαντριά' οι βαριές αγροτικές εργασίες, ο σκάρος, ο γέννας των προβάτων, το απόκομμα των αρνιών, το άρμεγμα, το φράξιμο των σπαρτών και των συνόρων, το στρώσιμο των μαντριών». Για τους νομάδες κτηνοτρόφους τα τέλη Οκτωβρίου, η γιορτή του Αγίου Δημητρίου, ήταν ο χρόνος που έπρεπε να κατεβάσουν τα κοπάδια τους από τα βουνά στα χειμαδιά. Η παρουσία ενός αγίου που πήγαινε κι αυτός καβάλα σε άλογο και που η εκκλησιαστική μνήμη του συνέπιπτε με τη δύσκολη αυτή περίοδο τους εξόπλιζε με το κουράγιο και την εμπιστοσύνη που χρειάζονταν για το δρόμο τους.
«Χειμώνιασε. Χιόνια πολλά στα κορφοβούνια πέφτουν, ρεύουν τα φύλλα των κλαριών, ξεσκιώνουν τα λογγάρια, θολώνουν οι νεροσυρμές, οι βρύσες κρουσταλλιάζουν κι' οι τσελιγκάδες κουβαλούν στους κάμπους τα κοπάδια. Ο Μάμαλης απ' τ' Άγραφα στη Λεπενού τα πήγε, ο Θάνος τ' Ασπροπόταμου, του Μαλακάση ο Μπάρδας κατέβηκαν για χειμαδιό στον κάμπο του Τρικκάλου, την Αλασσώνα εδιάλεξε του Σμόλκα ο Χατζημπύρος ο Κάγκαλος του Ζαγορίου στο Λούρο ξεχειμάζει του Κουρμουλιάσα ο τσέλιγκας, ο Γάκης ο Ψαλίδας της Βαλαώρας τα ζερβά τα βοσκοτόπια πήρε». Κ. Κρυστάλλης, «Ο Γέννος», Άπαντα, Μέρμηγκας, σ. 249.
Οι κτηνοτρόφοι των Τζουμέρκων συνήθιζαν να κινούνται από το Βορρά προς το Νότο, ακολουθώντας την κατεύθυνση των ποταμών που είχαν τις πηγές τους στα βουνά, όπου ξεκαλοκαίριαζαν. Ακολουθούσαν λοιπόν την πορεία του Άραχθου και του Ασπροπόταμου και ξεχείμαζαν στις πεδιάδες της Άρτας και του Ξηρόμερου· οι Συρρακιώτες ακολουθούσαν το Λούρο και ξεχειμώνιαζαν στην περιοχή της Πρέβεζας. Εξαίρεση αποτέλεσαν οι νομάδες των Καλαρρυτών που αναζητούσαν χειμαδιά στο θεσσαλικό κάμπο. Μόλις οι κτηνοτρόφοι έφταναν στον προορισμό τους, ξεφόρτωναν, έστηναν τα καλύβια τους και ρίχνονταν στη δουλειά. Το ξεχειμώνιασμα ήταν ιδιαίτερα δύσκολο, με τις βαριές καθημερινές εργασίες, τις αντίξοες συνθήκες ζωής στο κονάκι και τους κινδύνους που καραδοκούσαν για τα ζώα.
Ξεκίνημα για τα βουνά
«Τζουμέρκα μου περήφανα, βουνά μου ξακουσμένα, λιώστε τα χιόνια γλήγορα, σκορπιστέ τις αντάρες, να λάμψει ο ήλιος στις κορφές και να 'βγει νηο χορτάρι. Να ξεκινήσουν τα νερά στις δροσερές βρυσούλες, να βγουν οι βλάχοι στα ψηλά, να βγουν κι οι βλαχοπούλες, να βγουν κοπάδια πρόβατα μ' ολόλαμπρα κουδούνια». Δημοτικό τραγούδι
Την άνοιξη, κοντά στη γιορτή του Αγίου Γεωργίου, το τσελιγκάτο μάζευε τα πράγματα του και ξεκινούσε για το βουνό. Ο δεσμός των ανθρώπων αυτών με τα ορεινά χωριά τους και η βαθιά ριζωμένη αίσθηση πως, αν μείνουν στον κάμπο, θα εκφυλιστούν, θα «χαθούν», εκφράζονται ανάγλυφα στους παρακάτω στίχους του δημοτικού τραγουδιού: «μάνα με κακοπάντρεψες και μ' έδωκες στους κάμπους εγώ το κάμα δε βαστώ, ζεστό νερό δεν πίνω το πίνω και θερμαίνομαι, το πίνω κι αρρωσταίνω εδώ τρυγόνα δε λαλεί, ο κούκος δεν το λέει…».
Πριν από την αναχώρηση, ο τσέλιγκας έκλεινε τις οικονομικές εκκρεμότητες με τους ιδιοκτήτες των βοσκότοπων και προμηθευόταν τα απαραίτητα εφόδια για το βουνό: παπούτσια, αλεύρι, λάδι, όσπρια, καφέ, ζάχαρη κ.ά. Οι άντρες φρόντιζαν τα κοπάδια, τα άλογα και τα μουλάρια, οι γυναίκες ετοίμαζαν τα σύνεργα για το άρμεγμα. Σε λίγο άρχιζε η πορεία της επιστροφής, το ίδιο δύσκολη, όπως αυτή του φθινοπώρου. Οδηγούσαν οι αγωγιάτες και ακολουθούσαν οι βοσκοί με τα πρόβατα και τα τσοπανόσκυλα. Πίο πίσω οι γυναίκες και τα παιδιά. Τα μουλάρια και τα άλογα κουβαλούσαν τα σύνεργα και τα νοικοκυριά. Οι γυναίκες, φορτωμένες και αυτές με πράγματα, κρατούσαν υπό μάλης τη ρόκα τους και έγνεθαν. Τα μωρά τα έβαζαν στη «σαρμανίτσα», την ξύλινη σκαλιστή κούνια, και τα μετέφεραν στην πλάτη, ενώ τα μικρά παιδιά κάθονταν πάνω στα πράγματα που κουβαλούσαν τα άλογα. Ο σταδιακός περιορισμός των βοσκότοπων, η περίφραξη των κτημάτων, οι μεταβολές στο ιδιοκτησιακό καθεστώς των βοσκότοπων, χρόνο με το χρόνο προκαλούσαν όλο και περισσότερα προβλήματα. Οι αντιθέσεις μεταξύ κτηνοτρόφων και γαιοκτημόνων αυξάνονταν. Ο ρόλος των βοσκότοπων ως ζωτικού χώρου στην αγροτική οικονομία του ευρύτερου χώρου της Άρτας σταδιακά μειώνεται. Μια εικόνα για τα προβλήματα αυτά παρέχουν τα δικαστικά αρχεία, από τα οποία διαπιστώνουμε ότι μετά την απελευθέρωση της Άρτας, το 1881, πολλαπλασιάστηκαν οι διενέξεις ανάμεσα στους κτηνοτρόφους και τους νέους κτηματίες, τις κοινότητες, αλλά και κτηνοτρόφους άλλων περιοχών.
ΠΗΓΕΣ - ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΙΓΟΠΡΟΒΑΤΩΝ ΤΩΝ ΧΩΡΙΩΝ ΤΩΝ ΤΖΟΥΜΕΡΚΩΝ ΟΝΟΜΑ ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΚΑΤΑ ΑΠΟΓΡΑΦΗ ΑΡΙΘΜΟΣ ΝΟΜΑΔΙΚΩΝ ΑΙΓΟΠΡΟΒΑΤΩΝ 1881 1920 1940 1961 1981 2001 επί Τουρκοκρατίας ως τα προπολεμικά χρόνια σήμερα 1. Άγναντα 1.220 1.246 1.616 1.806 1.213 886 3.000 3.000 1.660 2. Αθαμάνιο 705 1.076 1.660 1.890 1.740 967 15.000 10.000 4.000 3. Βαθόπεδο 372 315 114 62 106 6.000 4.500 1.500 4. Βουργαρέλι 1.152 1.395 1.843 957 1.056 792 2.000 4.000 5.370 5. Θεοδώριανα 935 353 1.476 269 442 994 10.000 16.000 16.500 6. Καλαρρύτες 1.450 709 1.049 357 231 221 15.000 17.000 14.652 7. Καταρράχτης 1.079 779 1.230 1.118 906 682 10.000 12.000 4.020 8. Ματσούκι 334 364 739 310 354 540 3.000 20.000 11.000 9. Μελισσουργοί 1.710 168 414 158 1.011 671 50.000 40.000 6.870 10. Πράμαντα 2.328 2.649 3.021 1.760 1.585 1.850 20.000 30.000 17.000 11. Συρράκο 215 1.388 18 77 273 40.000 40.000 2.600 ΣΥΝΟΛΟ 174.000 196.500 85.172
Η Συνέντευξη Νίκου Καραβασίλη, 79 ετών Ερ.: Κ. Καραβασίλη, η οικογένεια σας ήταν ποιμενική, από τους Μελισσουργούς. Ξέρουμε ότι, όταν ήσασταν νέος, η οικογένεια σας εκινείτο από το βουνό στο χειμαδιό. Θα μπορούσατε να μας περιγράψετε τις συνθήκες της μετακίνησης σας μεταξύ χειμαδιών και χωριού; Απ.: Μου έχουν μείνει πολλές μνήμες. Θα σας πω για μια διαδρομή για τα ξεκαλοκαιριά, που τη θυμάμαι σαν να 'ταν χτες. Από κείνο το απομεσήμερο που αντάμα με άλλες φαμιλιές του χωριού κινήσαμαν και 'μεις κοντά, για τα Μελισσουργιώτικα. Ερ.: Τι ηλικία είχατε τότε; Απ.: Ήμουν μικρός, 12-13 χρονώ. Ερ.: Πως γινόταν η προετοιμασία της επιστροφής;
Aπ.: Το σκηνικό, ίδιο κι απαράλλαχτο όπως κάθε χρόνο. Μπροστά τα μουλαράκια, η Ματ με τη Σίβα, φορτωμένες της φαμελιάς τα πράγματα και πανωσάμαρα σιγουρεμένα, ανάμεσα σε καραμελωτές μαντανίες, τα δυο μου τ' αδερφάκια, που, σαν μαξούμια που ήτανε τότε, δεν το λέγανε τα ποδαράκια τους ακόμα να ακολουθηθούνε το καραβάνι. Αδεκεί, στην πίσω μεριά κοτσιασμένες και οι κοτούλες μας, η Λαθήρω και η Ζαρκολαίμω, και στ' άλλο το φόρτωμα, για να μη μαλώνουν συνατί τους, η γατούλα μας η Αργυρώ, αναπόσπαστο κι αυτή κομμάτι της φαμελιάς μας. Εγώ, σαν τρανύτερος κάπως, θα ήτανε ντροπή πια να σεργιανάω καβάλα.
Ερ.: Πως αισθανόσαστε που επιστρέφατε στο χωριό σας; Απ.: Σκεφτόμουν τους γονείς μου, πόσο πολύ κουράζονται για το ψωμί της φαμελιάς. Αλλά σαν παιδί, εκεί, δίπλα στον αγωγιάτη, που είχε την έγνοια του καραβανιού και της φαμελιάς, ακολούθαγα ρωτώντας πού και πότε για τα χίλια δυο παράξενα που έβλεπαν τα μάτια μου. Ερ.: Φυσικά, δεν ήταν μόνο η δική σας οικογένεια που επέστρεφε. Απ.: Ήμασταν πολλοί και, καθώς νύχτωνε και η πολιτεία πίσω μας χανόταν, παρέκεια παρέκεια η φάλαγγα μεγάλωσε. Άλλους που έρχονταν πέρα από τόπο αλαργινό, από το Ξηρόμερο να ειπούμε, και ήταν πλιότερο αποσταμένοι, τους φτάναμαν. Άλλοι αγωγιάτες, που είχαν αλαφρά φορτώματα και δεν είχαν φαμιλιές, ανάγκαζαν το καραβάνι τους για να κάψουνε δρόμο και μας φτάνανε, γίναμαν όλοι αντάμα ένα καραβάνι. Και σαν όλοι, χρόνια απάνω κάτω στον ίδιο δρόμο κι από τον ίδιο τόπο, μιας και τα χωριά στα Τζουμέρκα είναι συγκροτούμενα, και με το «πώς περάσαταν στα χειμαδιά;» και με το «πού ξεχειμάζαταν φέτος», και με το «μην είδαταν τον τάδε ή μην ακούσαταν για το δείνα;» ξεχνιόμασταν κι ο δρόμος έφευγε κάτω από τα ποδάρια μας, ώσπου η μέρα χάθηκε… Ερ.: Πόσο κουραστική ήταν η πορεία της επιστροφής; Απ.: Πολύ. Σε ώρα, άλλοι σαν να αποστάσανε από την πεζοπορία, άλλοι σαν να βαρέθηκαν από το κουβεντολόι, σωπάσανε. Τα μικρά που ήτανε καβάλα, άλλο από το σκούξιμο, άλλο από το κούνα και ματακούνα του μουλαριού αποκοιμήθηκαν αδεκεί και μόνο των αλόγων τα πέταλα που πατούσανε ρυθμικά το ντερβένι δένανε σε μια παράξενη μουσική συμφωνία με τον αχό από τα κυπροκούδουνα και τα τσιοκάνια που είχανε κρεμασμένα στο λαιμό τους. Κάπου εκεί θυμάμαι, σαν βαριεστημένος από της πεζοπορίας την αποσταμάρα, κοντοστάθηκα. Κοντοστάθηκα και χασμουρήθηκα βαριεστημένος κάμποσες βολές κι αδεκεί η μανούλα μου θυμάμαι έσκυψε και μου είπε· «άιντε παιδάκι μου, κάμε λίγο κουράγιο ακόμα και φτάσαμαν στο χάνι. Να… σα διαβούμε ετούτη την κοδέλα του δρόμου, τη μεγάλη κι απέ την άλλη τη μικρή, φτάνουμε, καληώρα σου παιδί μου, στο Πλατανόρεμα. Εκεί στο χάνι του Τσίρου έχουμε κουβέντα να μας καρτερεί και η βαβούλα σου με την κανούτα μας που έφυγαν μπροστά πριν από το γιόμα, για να κάψουνε δρόμο». Γκάρδιωσα για λίγο με τα λόγια της, μα τι να σας πω, ατέλειωτες μου φάνηκαν εκείνες οι κοδέλες και το χάνι, λες και βάλθηκε κι αυτό να παίξει με την αποσταμάρα μας, έφευγε, αλάργευε από τον τόπο του, για να μην το φτάσουμε. Και το χειρότερο, σαν φτάσαμε εκεί, οι αγωγιάτες κουβεντιάστηκαν συνατή στους και δεν στάθηκαν. Σαλάγησαν και τράβηξαν παραπανούλια στο ανάραχο πέντε δέκα ανάσες τόπο ακόμα. Εκεί, σε κάτι λακκούλες δίπλα στη δημοσιά, είχαν ξεπεζέψει κι άλλες φαμιλιές από γρηγορότερα, και ο τόπος στην αστροφεγγιά φάνταζε υπαίθριο παζάρι. Εκεί, απάνω σ' εκείνο το ξεπέταμα, κάνανε την άνοιξη πρώτο κονάκι οι διαβατικοί, γιατί είχε γύρα ο τόπος αμαλαϊές. Είχε φρεσκοθερισμένα χωράφια, με μπόλικο χορτάρι στις παραβολές, και βοσκάνε τ' αλογομούλαρα ανενόχλητα όλη τη νύχτα και οι αγωγιάτες γλυτώνανε την πληρωμή στο χάνι. Κάπου εκεί, ανάμεσα στους άλλους, ξεφορτώσαμαν κι εμείς. Ερ.: Περιγράψτε μας τον τρόπο διανυκτέρευσης. Απ.: Κάναμαν ένα γυροβόλι με τις μεριές, έστρωσε ανάμεσα η μάνα ένα τσιολάκι, σιγούρεψε σ' ένα αγκωνάρι τα απανογόμια, καθώς τα 'λεγαν, τρουβάδια με φαγητά κι άλλα ξαλαφρώματα κι αδεκεί και το δείπνο. Από 'να δυο θελάκια ριζόπιτα στο χέρι και στη συνέχεια αράδα αράδα όλοι στρωματσάδα κάτω από το χεράμι. Όσο για προσκέφαλο, καθένας τα παπουτσάκια του κι απάνω το σακάκι του για να τα 'χει σίγουρα και πρόχειρα με το φευγιό. Η μάνα από την πέρα μεριά, δίπλα στη μικρή αδελφή, για να της κάνει κουράγιο τη νύχτα που σκιάζονταν δίχως φέξη και το πλιότερο να τη σκεπάζει, γιατί άθελα της κλώτσαγε το σκέπασμα και θα μανούρωνε ξέσκεπη ως την αυγή. Απ' εδώ μεριά από μένα η βάβω μου και παραδίπλα δεμένα στη θηλιά από το σακί για σιγουριά η γάτα, οι κότες και η γιδούλα μας. Κατά πρώτον, από τα καλωσορίσματα των ταξιδιωτών που ξανασμίγανε, από το κουβεντολόι των μεγάλων με τους αγωγιάτες όπου δειπνήσανε κάπως ξέχωρα διπλοπόδι μπροστά στο τεψί με κάπως πλιότερο και καλύτερο φαΐ, και από τη δροσιά της εξοχής και την αστροφεγγιά ξαγρυπνήσαμαν κάπως. Όμως, από την άλλη μεριά, η αποσταμάρα από τον ποδαρόδρομο με τις ώρες και η έγνοια του πρωινού ξυπνήματος για το μεγάλο και δύσκολο που μας καρτερούσε δρόμο έδωνε τόπο στο χασμουρητό, τα μάτια σφαλίζανε μοναχά τους κι από ένας ένας παραδίνονταν άθελα του στην αγκαλιά του ύπνου. Εμένα, καθώς θυμάμαι, εκείνο το βράδυ άργησε κάπως να με πάρει ο ύπνος.
Ερ.: Πως βλέπετε αυτές τις καταστάσεις τώρα; Απ.: Περάσανε χρόνια, και χρόνια δίσεκτα, θυμάμαι, από τα τότε και δώθε, και πολλά αλλάξανε σε τούτον τον κόσμο. Ήρθανε πόλεμοι, σκοτωμοί, έγνοιες παράξενες, χαλασμοί, προσφυγιές, πείνα και κακομοιριά, και η μοίρα δεν το ματάφερε να ξαναπεράσω από κείνον το δρόμο, από κείνον τον τόπο. Η βάβω η καψαρή, όπου παιδόπουλο την είχα πρώτο ρώτημα, χάθηκε κι αυτή, μα έμεινε στο νου και την ψυχή μου τυπωμένη η εικόνα εκείνης της διαδρομής για τα ξεκαλοκαιριά. Ερ.: Γιατί, κατά τη γνώμη σας, έσβησε αυτή η παράδοση; Απ.: Μέχρι πριν τον πόλεμο, ήτανε πολλοί οι τσελιγκάδες χωριανοί μας και άσωτα τα κοπάδια τους. Όμως χρόνο με το χρόνο λιγοστεύανε κι εκείνα. Τα βοσκοτόπια στα χειμαδιά, στους κάμπους δεσμεύτηκαν, μοιράστηκαν στους ακτήμονες και καλλιεργήθηκαν. Δεσμεύτηκε ο τόπος και τα χειμερινά λιβάδια λιγοστεύανε για τους κτηνοτρόφους. Έτσι, μαζί με τα τόσα άλλα, αρχίσανε σιγά σιγά να φεύγουνε από τη ζωή και τα τσελιγκάτα. Ο καινούριος τρόπος ζωής προβλημάτισε και του δικού μας χωριού κάποιους σεβάσμιους τσελιγκάδες. Κάποιους νοικοκυραίους με χιλιάδες γιδοπρόβατα, κάποιους τους προβλημάτισε πολύ και κάποια μέρα συνάχτηκαν στον οντά ενός αρχοντικού στο χωριό και το κουβεντιάσανε το πρόβλημα τους, μα σαν δε βρίσκανε άκρη στης παρακμής τον κατήφορο, καταλήξανε σε αποφάσεις σωστές και αμετάκλητες. Περιορίσανε σε αριθμό τα κοπάδια, πήρανε τις φαμίλιες από τα αχερένια βλαχοκόνακα της στάνης και τις εγκαταστήσανε στην πολιτεία, αγοράζοντας αρχοντοκόνακα οχτρών που φύγανε αποδιωγμένοι και το βασικότερο απ' όλα και για το οποίο κανένας τους δεν είχε αντίρρηση ήτανε το πώς έστω και από ένα δυο παιδιά τους έπρεπε να τα αποκόψουνε από το τσελιγκάτο και να τα στείλουνε στα γράμματα και στις σπουδές. Προς τη μόρφωση και την επιστήμη, προς τον πολιτισμό και την καλοπέραση, προς τα εκεί που η ζωή άνοιγε καινούριους δρόμους κι έταζε προκοπή και χαμόγελα. Και το λόγο τον κάμανε απόφαση και την απόφαση πράξη. Ερ.: Ποία ήταν τα αποτελέσματα αυτής της απόφασης; Απ.: Θετικά και αρνητικά. Σε κάποια χρόνια είχε γιατρούς δικούς του το χωριό, είχε δασκάλους και σχολειό, είχε δικούς του δικηγόρους. Είχε και έχει επιστήμονες και γραμματισμένους. Όμως εκείνο που πια δεν έχει είναι τα τσελιγκάτα. Είναι οι τσελιγκάδες που το τιμήσανε με την προσφορά, με την αρχοντιά της ψυχής τους με τις οικογενειακές τους αρχές, με την προκοπή και την αγάπη με τις άγιες γενεών και γενεών καταβολές.
Γλωσσάρι • αγγεία, τα = τα χάλκινα σκευή του σπιτιού • αδεκεί = (επίρ.) εκεί κοντά • αμαλαϊά, η = η αφθονία • αποσταίνω = κουράζομαι • βετούλι, το = το κατσίκι του ενός χρόνου (από το λατινικό vitulus, -i) • γέννος, ο = η γέννηση • γκλίτσα, η (ή κλίτσα) = το ραβδί του τσοπάνη, σύμβολο της εξουσίας του τσέλιγκα. Σύνεργο της δουλειάς του τσοπάνη· τον εξυπηρετεί να ανεβαίνει και να κατεβαίνει τις πλαγιές, να αρπάζει από τα πόδια τα πρόβατα, να φοβίζει τα άτακτα ζώα, τα σκυλιά και τους κλέφτες, • ζαλίκι, το = δεμάτι με ξύλα που φορτώνονταν στη ράχη τους οι γυναίκες, • ζυγούρι, το = το αρνί ηλικίας δυο ετών • καρδάρα, η και καρδάρι, το = ξύλινο ή μεταλλικό κυλινδρικό δοχείο με δυο λαβές ή μία ημικυκλική, όπου αρμέγουν το γάλα. • θηλί, το ή θελί = κομμάτι πίτας • κανούτα, η = η γίδα • κάπα, η = ολόμακρο μάλλινο σκούρο ένδυμα με κουκούλα • καταή = (επίρ.) στο δάπεδο (κάτω + γη) • κούδα, η = η πέτρα • μανουρώνω = κρυώνω • μαντανία, η = η κουβέρτα • μαντρί, το = περιφραγμένος χώρος που χρησιμοποιείται για φύλαξη αιγοπροβάτων • μεριά, η = μέρος, πλευρά' σακί με τα απαραίτητα ρούχα ή τρόφιμα. • μπατζαριό, το (μπάτζος) = το τυροκομείο • μπλάνα, η = τυρί φέτα • παράβολα, η = χερσότοπος στην άκρη των σπαρμένων χωραφιών • παρέκεια = (επίρ.) λίγο πιο πέρα • πρατίνες, οι = οι προβατίνες • ρόγα, η = ο μισθός, η αμοιβή • σκουτιά, τα = τα μάλλινα υφάσματα • στέρφα, τα = πρόβατα που δεν έχουν γάλα • στρούγκα, η = χώρος περιφραγμένος πρόχειρα για το άρμεγμα γιδοπροβάτων • τσούπρα, η = το κορίτσι • τυρόγαλο, το = το υγρό που μένει από το στράγγισμα του τυριού και το χρησιμοποιούν για την παρασκευή της μυζήθρας.
Σημειώσεις 1. Για περισσότερα σχετικά με την αρχαία Ήπειρο βλ. N.G.L. Hammond, «Η Ήπειρος και ο ελληνικός κόσμος των πόλεων-κρατών (περ. 750-400 π.Χ.)», στο Μ.Β. Σακελλαρίου (επιμ.), Ήπειρος. 4.000 χρόνια ελληνικής ιστορίας και πολιτισμού, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1997, σσ. 46-73· P. L?v?que, «Από τον Αλέξανδρο Μολοσσό έως τον Πυρρό», στο Μ.Β. Σακελλαρίου, ό.π., σσ. 74-81· P. Cabanes, «Κοινωνική και οικονομική ιστορία της Ηπείρου», στο Μ.Β. Σακελλαρίου, ό.π., σσ. 90-94· P. Cabanes, «Από την Ρωμαϊκή κατάκτηση ως την μεγάλη κρίση του 3ου αι. μ.Χ.», στο Μ.Β. Σακελλαρίου, ό.π., σσ. 115-138. 2. Βλ. Λ. Βρανούσης & Β. Σφυρόερας, «Η Ήπειρος κατά τους νεότερους χρόνους», στο Μ.Β. Σακελλαρίου, ό.π., σσ. 240-269· Ελευθερία Νικολαΐδου, «Η Ήπειρος στον αγώνα της ανεξαρτησίας», στο Μ.Β. Σακελλαρίου, ό.π., σσ. 270-288. 3. Για την επανάσταση στα Τζουμέρκα βλ. Ε. Νικολαΐδου, ό.π., σσ. 274-275. 4. Φερέοικος = αυτός που δεν έχει μόνιμη κατοικία, ο νομάς, βοσκός που κουβαλά μαζί του το σπίτι του («ρέρω + οίκος). 5. Η. Holland, Travel in the Ionian Isles, Albania, Thessaly, Macedonia during the years 1812 and 1813,Λονδίνο 1815, σσ. 91-93. 6. Ν. Καρατζένης, Οι νομάδες κτηνοτρόφοι των Τζουμέρκων, Άρτα 1991, σ. 52. Πολλές πληροφορίες του κεφαλαίου αυτού βασίζονται στο βιωματικό έργο του Τζουμερκιώτη φιλολόγου και κτηνοτρόφου Νίκου Καρατζένη. Τον ευχαριστούμε από καρδιάς για τη βοήθεια που μας πρόσφερε. 7. Γιώργος Δ. Κοντογιώργης, θέματα νεότερης και σύγχρονης ιστορίας από τις πηγές, Ο.Ε.Δ.Β., Αθήνα 1983, σσ. 42-43. 8. Λ. Αρσενίου, Τα τσελιγκάτα, Αθήνα 1972, σ. 13. Για την προσφορά των Τζουμερκιωτών στους αγώνες του έθνους, βλ. την εμπεριστατωμένη μελέτη του Σ. Μ. Φίλου, Τα Τζουμερκοχώρια, Αθήνα 2000, σσ. 116-352. 9. Λ. Αρσενίου, ό.π., σ. 15. 10. Βλ. Ν. Καρατζένης, ό.π., σ. 57. 11. Βλ. Νίκος Παπακώστας, Ηπειρωτικά, Αθήνα 1967, σ.545. 12. Βλ. Ν. Καρατζένης, ό.π., σσ. 82-87. Για περισσότερα, βλ. Γ. Μποτός, Οι Σαρακατσαναίοι, Αθήνα 1982· Γ. Καββαδίας, Σαρακατσάνοι, μια ελληνική ποιμενική κοινωνία, Αθήνα 1991. 13. Για περισσότερα, βλ. Ν. Καρατζένης, ό.π., σσ. 319-320. 14. Η πυτιά ήταν ένα άσπρο υγρό που το διατηρούσαν σε μπουκάλες. Την παρασκεύαζαν κόβοντας σε μικρά κομματάκια το στομάχι των αρνιών και κατσικιών που έσφαζαν το χειμώνα στα χειμαδιά, πριν κλείσουν 20 μέρες ζωής. Τα μικρά αυτά κομματάκια τα άφηναν στο νερό να μουσκέψουν τρεις ώρες περίπου κι υστέρα τα έριχναν μαζί με το νερό στην άκρη μιας τσαντίλας και τα στράγγιζαν σε ένα μεγάλο καπάκι· στη συνέχεια ζύμωναν τα μουσκεμένα αυτά κομμάτια με τα χέρια τους από την έξω μεριά ώσπου να λιώσουν στο νερό' το υγρό που έβγαινε και είχε μια διαπεραστική, άσχημη μυρωδιά αποτελούσε την πυτιά και, για να μη χαλάει, της έριχναν και μια χούφτα αλάτι στο μπουκάλι όπου τη διατηρούσαν. 15. Βλ. Ν. Καρατζένης, ό.π., σ. 132. 16. Βλ. Δ. Λουκάτος, Τα Φθινοπωρινά, Φιλιππότης, Αθήνα 1982, σ. 80. 17. Ο όρος «κονάκι» έχει πολλές σημασίες: σημαίνει την καλύβα, αλλά και το νοικοκυριό, τον τόπο όπου βρίσκεται η οικογένεια. Κονάκια έλεγαν το σύνολο των καλυβιών που αποτελούσαν τη συντροφιά του τσελιγκάτου αλλά και την τοποθεσία που τα είχαν στήσει. 18. Βλ. δικαστικές αποφάσεις από το Πρωτοδικείο Άρτης, όπως: 18/16-12-1881, 125/22-6-1883, 40/16-3-1883, 108/20-11-1884, 8/12-2-1888, 207/8-12-1894.
Επιλογή βιβλιογραφίας
Αρσενίου, Λ., Τα τσελιγκάτα, Αθήνα 1972. Γκιόλιας, Μ., Παραδοσιακό δίκαιο και οικονομία του τσελιγκάτου, Πορεία, Αθήνα 2004. Ελληνικό λαϊκό σπίτι, Έκδοση Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου, Αθήνα1960. Καραβασίλης, Ν., Χάθηκαν αμνημόνευτοι, Άρτα 1976. Καρατζένης, Ν., Οι νομάδες κτηνοτρόφοι των Τζουμέρκων, Άρτα 1991. Κοσμάς, Ν., Το ηπειρωτικό λαϊκό σπίτι, Δωδώνη, Αθήνα - Γιάννινα 1998. Κωστούλας, Κ., Πωγωνήσιοι εργολάβοι και τα δημόσια έργα στην Ήπειρο στην ύστερη Τουρκοκρατία, Τεχνικό Επιμελητήριο Ηπείρου, Ιωάννινα 2002. Κωνσταντινόπουλος, Χ., Οι Λαγκαδινοί μαστόροι, Αθήνα 1970. -, Οι παραδοσιακοί χτίστες της Πελοποννήσου, Αθήνα 1983. Μαντάς, Σ., Τα ηπειρωτικά γεφύρια, Τεχνικές εκδόσεις, Αθήνα 1984. -, Το γεφύρι κι ο Ηπειρώτης, Τεχνικές εκδόσεις, Αθήνα 1987. Μέγας, Γ., «Μελέται λαϊκής αρχιτεκτονικής», Λαογραφία, ΚΣΤ (1968-1969). Μουτσόπουλος, Ν., Μαθήματα αρχιτεκτονικής μορφολογίας. Μακεδόνικη αρχιτεκτονική. Συμβολή στη μελέτη της ελληνικής οικίας. Θεσσαλονίκη 1971. Ορλάνδος, Α., «Παλαιά αστικά σπίτια της Άρτης», Α.Β.Μ.Ε., Β' (1936), σσ. 181-194. Παπαγεωργίου, Γ., Οι συντεχνίες στα Γιάννενα κατά το 19ο και τις αρχές του 20ού αιώνα, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα 1982. Παπακώστας, Ν.,Ηπειρωτικά, Αθήνα 1967. Παπακώστα-Σινίκη, Ν., Ήπειρος, εκκλησιές και μοναστήρια, Αθήνα — Γιάννινα 1983. —, Παλιά Γιάννενα Αθήνα 1986. Πολίτη, Λ. Δ., «Η Σκούπα Τζουμέρκων και τα παλιά της σπίτια», Ηπειρωτική Εστία, ΚΕ' (1976), σσ. 939-950. Σακελλαρίου, Μ.Β. (επιμ.), Ήπειρος. 4.000 χρόνια ελληνικής ιστορίας και πολιτισμού, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1997. Σάρρος, Δ., «Περί της εν Ηπείρω, Μακεδονία και Θράκη συνθηματικής γλώσσης», Λαογραφία, 7 (1923), σσ. 535-542. Σούλης, Χρ., «Τα κουδαρίτικα των Χουλιαροχωρίων της Ηπείρου», Ηπειρωτικά Χρονικά, 5 (1930), σσ. 161-168. Τζελέπη, Π.-Ν., Λαϊκή ελληνική αρχιτεκτονική, Αθήνα 1977. Τσέβρεχος, Γ., Το κοπάδι, Περιφερειακές εκδόσεις «Έλλα», Λάρισα 2002. Φίλος, Στ., Τα Τζουμερκοχώρια, Αθήνα 2000. Χατζημιχάλη, Α., «Ηπειρωτική λαϊκή τέχνη», Ηπειρωτικά Χρονικά, 5 (1930), σσ. 253-264.