"Institute of Educational Policy" Books
ΔΕΙΓΜΑ 2
ΤΖΟΥΜΕΡΚΑ NATURA MAGISTRA VITAE: ΤΣΕΛΙΓΚΑΤΟ ΚΑΙ ΚΟΥΔΑΡΑΙΟΙ
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
Οι κάτοικοι των ορεινών περιοχών, λόγω των ειδικών συνθηκών που αντιμετωπίζουν στην καθημερινότητα τους, μακριά από τα αστικά κέντρα, διαμορφώνουν στη διάρκεια των αιώνων ιδιαίτερα πολιτισμικά χαρακτηριστικά, που εκδηλώνονται μέσα από μορφές συλλογικής οργάνωσης, επαγγελματικών επιδόσεων και προϊόντων του υλικού πολιτισμού. Πρόκειται για χαρακτηριστικά που κατά κανόνα έχουν τη σφραγίδα του φυσικού περιβάλλοντος όπου οι ορεσίβιοι πληθυσμοί δραστηριοποιούνται. Η Πίνδος, ραχοκοκαλιά της Ελλάδας, έπαιξε ρόλο καθοριστικό σε όλες τις φάσεις της εθνικής και πολιτισμικής ιστορίας του τόπου μας. Η γνωστή φράση του F. Braudel «το βασικό χαρακτηριστικό της ιστορίας των βουνών είναι ότι δεν έχουν ιστορία» δε θα πρέπει να εκλαμβάνεται κυριολεκτικά' εκείνο που υπαινίσσεται είναι ότι ορισμένες κατηγορίες ιστορικών τεκμηρίων, όπως τα αρχεία, ιδιαίτερα για παρωχημένες εποχές, είναι ανύπαρκτες για τις ορεινές περιοχές. Πράγματι, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι γνώσεις μας για τα ιστορικά δρώμενα σε περιοχές όπου απουσιάζουν οι πόλεις είναι ελάχιστες, επειδή η κλασική ιστορική τεκμηρίωση απαιτεί γραπτά τεκμήρια. Εντούτοις είναι γεγονός ότι οι ορεινές περιοχές αποτελούν αστείρευτες δεξαμενές ανθρώπινου δυναμικού το οποίο αθόρυβα αλλά σταθερά συμπληρώνει τις ανάγκες της πεδιάδας και της πόλης, όχι μόνο σε εργατικά χέρια, αλλά και σε πολεμιστές, επιχειρηματίες, διανοούμενους, καλλιτέχνες και πολιτικούς. Εκείνο το οποίο απαιτείται, λοιπόν, προκειμένου να γνωρίσουμε το παρελθόν των περιοχών αυτών είναι μια ειδική προσέγγιση των κατάλληλων πηγών.
Ανάμεσα στην Ήπειρο και τη Θεσσαλία, μεταξύ Αχελώου και Αράχθου, υψώνονται τα Αθαμανικά Όρη, τα Τζουμέρκα, όπου 47 διάσπαρτα χωριά αποτελούν μία ενότητα με κοινή ιστορία και παράδοση. Βρισκόμαστε στην περιοχή της αρχαίας Αθαμανίας. Οι Αθαμάνες, ηπειρωτικά φύλα της νότιας Πίνδου, ασχολούνταν με την κτηνοτροφία. Κατά τους ρωμαϊκούς και βυζαντινούς χρόνους, ο ορεινός όγκος των Τζουμέρκων και οι κάτοικοί του δε μνημονεύονται ρητά στις πηγές· όμως είναι πολύ πιθανόν ότι ο χώρος αυτός κατοικείται από τους απογόνους των αρχαίων Αθαμάνων. Οπωσδήποτε, η περιοχή υπήρξε δυσπρόσιτη στους εκάστοτε κρατικούς υπαλλήλους, οι οποίοι έστρεφαν τις δραστηριότητες τους σε περισσότερο ελέγξιμους, πεδινούς χώρους. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι οι Τούρκοι κατέλαβαν τα Τζουμερκοχώρια το 1479, 30 ολόκληρα χρόνια μετά την κατάληψη της Άρτας. Αυτή η δυσκολία ελέγχου από τον κατακτητή είχε ως αποτέλεσμα να εξασφαλίσουν προνόμια πολλά από τα χωριά του ορεινού όγκου των Τζουμέρκων, όπως και τα Ζαγοροχώρια, που ζούσαν υπό καθεστώς ημιανεξαρτησίας μέχρι την εξέγερση του Διονυσίου του Φιλοσόφου (Σκυλόσοφου), το 1611. Τα προνόμια θα περιοριστούν μετά την εξέγερση αυτή και θα καταργηθούν εντελώς αργότερα από τον Αλή Πασά. Μόνο τέσσερα κεφαλοχώρια κατόρθωσαν να διατηρήσουν τα παλαιά τους προνόμια: οι Καλαρρύτες, οι Μελισσουργοί, το Συρράκο και το Ματσούκι.
Όπως όλοι οι κάτοικοι των ορεινών περιοχών της Ηπείρου, οι Τζουμερκιώτες επιδίδονταν παραδοσιακά στην κτηνοτροφία, δραστηριότητα που εξακολουθεί να αποτελεί κύρια ασχολία στην περιοχή. Παλαιότερα, τα προϊόντα της δραστηριότητας αυτής εξάγονταν σε μεγάλες ποσότητες στις αγορές της δυτικής Ευρώπης. Επίσης, οι Τζουμερκιώτες ασχολήθηκαν, μεταξύ άλλων, με την εριουργία και την κατασκευή μάλλινων υφαντών, πολλά από τα οποία έφταναν ως τη Βενετία, την Τεργέστη, το Λιβόρνο κ.ά. Όταν οι οικονομικές συνθήκες στον τόπο τους ήταν αρνητικές, αρκετοί Τζουμερκιώτες, πνεύματα ανήσυχα και περήφανα, ξενιτεύονταν. Ορισμένοι από αυτούς αναδείχθηκαν σε προσωπικότητες εθνικής εμβέλειας, ως μεγάλοι ευεργέτες, πολιτικοί και άνθρωποι των γραμμάτων, όπως ο Ιωάννης Κωλέττης από το Συρράκο, ο Σπυρίδων Λάμπρος από τους Καλαρρύτες, οπλαρχηγοί, όπως ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, ο Κατσαντώνης και ο Γώγος Μπακόλας. Το αγωνιστικό πνεύμα δεν έλειψε ποτέ από τα ορεινά μέρη της Ελλάδας σε όλη την ιστορία της. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, σύμφωνα με τις γραπτές πηγές και την προφορική παράδοση, οι διασημότεροι από τους καπεταναίους που ίδρυσαν αρματολίκια προέρχονταν από νομαδικές κτηνοτροφικές οικογένειες. Οι στάνες των κτηνοτρόφων αποτέλεσαν αστείρευτη πηγή εφοδίων για τις ομάδες των κλεφτών απ' αυτές εξασφάλιζαν ψωμί, στα βλάχικα κονάκια έβρισκαν καταφύγιο οι λαβωμένοι, από τους βοσκούς έπαιρναν πληροφορίες για τις κινήσεις των τουρκικών στρατευμάτων, στις στάνες κατέφευγαν κι έβρισκαν «αποκούμπι» οι κυνηγημένοι. Οι ίδιοι οι νομάδες κτηνοτρόφοι, για να προστατέψουν τα κοπάδια τους από τους Τουρκαλβανούς που ρήμαζαν την ύπαιθρο, χρειάστηκε να ασκούνται στην τέχνη του πολέμου, διαμορφώνοντας έτσι πολύτιμη μαγιά πολεμιστών για τις κρίσιμες στιγμές του έθνους.
«Μεταξύ των κατοίκων Μακεδονίας, Ηπείρου και Θεσσαλίας, η κυριωτέρα από τις τάξεις των πολιτών η οποία εσχετίζετο περισσότερον, συνέτρεχεν και περιέθαλπεν εις διαφόρους περιστάσεις τους αρματολούς και τας ληστρικάς συμμορίας τας οποίας οι άνθρωποι με τόσην σπουδήν και πάθος κατεδίωκον, ως εκ της φύσεως του επαγγέλματος των ήταν αί διάφοροι τάξεις των βοσκών χωρικών και των διαφόρων ποιμένων κατοίκων και φερεοίκων». Ν. Κασομούλης, Ενθυμήματα στρατιωτικά, τόμ. Α', Αθήνα 1940, σ. 103.