Διδακτικά Βιβλία του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

γ. Η εκκλησιαστική μουσική

Τα τροπάρια ψάλλονται με ήχους που προέρχονται από την αρχαία ελληνική μουσική. Ιεράρχες της Δύσης, όπως ο Αμβρόσιος Μεδιολάνων τον 4ο μ.Χ. αιώνα, μετέφεραν από την Ανατολή τη μουσική που πλαισίωνε λατρευτικές εκδηλώσεις. Μέσα στην Εκκλησία σταδιακά διαμορφώθηκαν και παρέμειναν μέχρι σήμερα 8 συνολικά ήχοι, τέσσερις "κύριοι" (α', β', γ', δ') και τέσσερις "πλάγιοι" (πλ. του α', πλ. του β', βαρύς ή πλ. του γ' και πλ. του δ'). Πρώτος συστηματοποίησε αυτούς τους ήχους ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός τον 8ο μ.Χ. αι. Η βυζαντινή μουσική συνοδεύει και υπογραμμίζει τη δύναμη του λόγου. Εκτελείται με την ανθρώπινη φωνή, χωρίς τη συνοδεία οργάνων (σύμφωνα με ρητές αποστολικές διατάξεις) και είναι μονοφωνική. Η κύρια αιτία για την οποία η βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική παραμένει μέχρι και σήμερα πιστή στη μονοφωνική ψαλμωδία είναι το γεγονός ότι η πολυφωνία δεν υπήρχε στη μουσική πραγματικότητα μέχρι το σχίσμα των Εκκλησιών. Δημιουργήθηκε στη Δυτική Ευρώπη και άρχισε να διαδίδεται και να αρέσει στον κόσμο πολύ αργότερα (14ος αιώνας). Συνεπώς, η Ορθόδοξη Εκκλησία κράτησε την αρχαιότερη παράδοση της βυζαντινής μουσικής, που είχε άλλωστε φτάσει σε μεγάλη τελειότητα, ενώ η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία χρησιμοποίησε άλλα μουσικά είδη.

Η αντιστοιχία ανάμεσα στις ευρωπαϊκές νότες και στις βυζαντινές νότες είναι:

ΠΑ, ΒΟΥ, ΓΑ, ΔΙ, ΚΕ, ΖΩ, ΝΗ RΕ, MI, FA, SOL, LA, SI, DO

Η βυζαντινή μουσική, όμως, χρησιμοποιεί διαφορετικές υποδιαιρέσεις ανάμεσα στους φθόγγους μιας μουσικής κλίμακας, από αυτές της ευρωπαϊκής μουσικής.

Η γραφή της βυζαντινής μουσικής απλοποιήθηκε αρκετές φορές μετά τον 9ο αι. (εικ. 3) και, κυρίως, τον 18ο και 19ο αιώνα από σπουδαίους μουσικολόγους. Η βυζαντινή μουσική είναι κοινό κτήμα όχι μόνο όλων των ελληνόφωνων Εκκλησιών, αλλά και των αραβόφωνων ορθοδόξων της Συρίας και της Παλαιστίνης και όλων των ορθοδόξων λαών των Βαλκανίων, και μάλιστα των Ρουμάνων και των Βουλγάρων και σε μεγάλο μέρος των Σέρβων. Επίσης, ίχνη της ανακαλύπτονται στην ψαλμωδία της Ρωσικής και της Φιλανδικής Εκκλησίας.

Είναι πάντως γεγονός ότι στην Ανατολή, ενώ κατά τούς οκτώ πρώτους χριστιανικούς αιώνες η εξέλιξη της εκκλησιαστικής υμνωδίας (ποίηση και μέλος) ήταν ραγδαία, σήμερα παραμένει η υμνωδία αυτή χωρίς καμιά ποιοτική εξέλιξη για περίπου χίλια διακόσια χρόνια. Είναι καιρός, όμως, να συνεχιστεί η πορεία με μια προσπάθεια απόδοσης των ύμνων σε πιο κατανοητή γλώσσα, ώστε να γίνει εμφανές ότι η διδασκαλία της Εκκλησίας αφορά όλο τον κόσμο, όλων των εποχών και ότι δεν αποτελεί απλώς μουσειακό θησαυρό.

Μουσικό χειρόγραφο Μονής Σινά, 17ος αι.