Διδακτικά Βιβλία του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Έμμετρα μυθιστορήματα σε δημώδη γλώσσα

3. Ανάμεσα στο 13ο και 15ο αιώνα εμφανίζεται μια σειρά έμμετρων μυθιστορημάτων, που έχουν για πρότυπά τους τα φραγκικά ιπποτικά έργα, αλλά και τα παλαιότερα βυζαντινά ή ακόμα και τα αλεξανδρινά έμμετρα μυθιστορήματα. Στις έμμετρες αυτές περιπετειώδεις ιστορίες συγχωνεύονται ανατολικά και χριστιανικά στοιχεία με υπεροχή του ελληνικού στοιχείου. Η έρευνα έχει εξακριβώσει επιδράσεις από το Χίλιες και μία νύχτες ή από νεοελληνικά παραμύθια. Πάντως τα γλωσσικά φραγκικά δάνεια στα έμμετρα μυθιστορήματα είναι πολύ λιγότερα από εκείνα που υπάρχουν στο Χρονικόν του Μορέως.

Η συλλογή παραμυθιών που έγινε γνωστή ως Χίλιες και μία νύχτες είναι ινδικής και περσικής προέλευσης και οι ιστορίες που περιέχει ανάγονται στο 10ο αιώνα. Δεν πρέπει να εννοήσουμε κυριολεκτικά τον αριθμό 1.001. «Χίλιες» στα αραβικά σημαίνει αναρίθμητες. Στη συλλογή αυτή ανήκει η γνωστή ιστορία του Σεβάχ του Θαλασσινού. Μπρούνο Μπέτελχαϊμ, Η γοητεία των παραμυθιών

Τα μυθιστορήματα αυτά («μυθιστορίαι») μοιάζουν με παραμύθια διασκευασμένα σε στίχους. Η υπόθεση τους είναι αισθηματική, αναφέρονται συνήθως σε δύο ερωτευμένους νέους, που την ένωσή τους εμποδίζουν κίνδυνοι και απρόοπτες περιπέτειες. Στο τέλος όμως οι δύο νέοι ενώνονται και γίνονται ευτυχισμένοι, όπως συμβαίνει στα παραμύθια. Τα έμμετρα μυθιστορήματα θεωρήθηκαν πρόγονοι των σημερινών μυθιστορημάτων. Το γεγονός δεν ήταν τυχαίο. Μέχρι τότε η λογοτεχνία γραφόταν σε αρχαία ελληνική γλώσσα και βρισκόταν στα χέρια των λογίων της Κωνσταντινούπολης. Δεν υπήρχε επίσης καλλιεργημένη αστική τάξη, ώστε να εκτιμήσει το μυθιστόρημα που είναι προϊόν ευρείας κατανάλωσης και προορίζεται για ατομική ανάγνωση. Η κατάκτηση όμως της Βυζαντινής αυτοκρατορίας από τους Φράγκους και η ίδρυση στην Ελλάδα ενετικών αποικιών οδήγησε στη δημιουργία μιας λογοτεχνίας «ελληνικής ως προς τη γλώσσα αλλά γαλλοελληνικής ή ιταλοελληνικής ως προς την έμπνευση», όπως υποστηρίζει στο βιβλίο του Ιστορία του Ελληνικού μυθιστορήματος ο Γάλλος νεοελληνιστής Henri Tonnet. Από την εποχή αυτή έχουν σωθεί πέντε ιπποτικά μυθιστορήματα. Το μεγαλύτερο σε έκταση και πιο διαδεδομένο είναι το Λίβιστρος και Ροδάμνη, που η διήγηση του ταιριάζει σε παραμύθι χωρίς να γίνεται ποτέ ανιαρή. Μικρότερο σε έκταση και με όχι τόσο φανερή την φράγκικη επίδραση είναι το Κατά Καλλίμαχον και Χρυσορρόην, ενώ πιο σύντομο ακόμα είναι το Βέλθανδρος και Χρυσάντζα που θεωρείται το παλαιότερο.

Η υπόθεση του ιπποτικού μυθιστορήματος Βέλθανδρος και Χρυσάντζα: Ο Βέλθανδρος, γιος του βασιλιά των Ρωμαίων, φτάνει στην αυλή του βασιλιά της Αντιόχειας και αναγνωρίζει τη βασιλοπούλα Χρυσάντζα. Ήταν η ίδια που με την εντολή του Έρωτα βράβευσε ως την πιο όμορφη από σαράντα όμορφες στο Ερωτόκαστρο, όπου είχε μπει προηγουμένως. Οι δύο νέοι φλογίζονται από έρωτα και έπειτα από κινδύνους και βάσανα ενώνονται και ευτυχούν. Ο Βέλθανδρος διαδέχεται στο θρόνο τον πατέρα του.

Το έργο έχει πολύ περισσότερα ελληνικά και ανατολικά στοιχεία και πολύ λιγότερα φραγκικά, ενώ το υπερφυσικό στοιχείο του παραμυθιού υπάρχει σε μικρότερη έκταση. Τα δύο άλλα από τα ιπποτικά μυθιστορήματα είναι διασκευές από πολύ διαδεδομένα δυτικά πρότυπα. Το Ιμπέριος και Μαργαρώνα σε γλώσσα λαϊκότερη, που διαβάστηκε πολύ την περίοδο της Τουρκοκρατίας, έχει για πρότυπο μια διασκευή από το Χίλιες και μία νύχτες, έργο γνωστό στην Προβηγκία και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η αθηναϊκή μάλιστα παράδοση, που την αναφέρει και ο ποιητής του 19ου αιώνα Καισάριος Δαπόντες, έλεγε ότι η Μαργαρώνα έχτισε το μοναστήρι του Δαφνιού. Τέλος το Φλόριος και Πλατζιαφλόρα αποτελεί και αυτό διασκευή γαλλικού μυθιστορήματος και ήρθε στην Ελλάδα μέσω μιας ιταλικής μετάφρασης.

Μεταξύ αυτών των έργων, τα πιο ενδιαφέροντα για την ιστορία του ελληνικού μυθιστορήματος είναι σίγουρα εκείνα που ο συγγραφέας τους δανείστηκε από τη Δύση μόνο ένα σύνολο ιδεών και ένα σχέδιο, ενώ κατάφερνε να γράψει ένα πολύ πειστικό μυθιστόρημα ελληνικής ιπποσύνης. Henri Tonnet, Ιστορία του ελληνικού μυθιστορήματος