"Institute of Educational Policy" Books
3.3 Η ίδρυση της Ρώμης και η οργάνωση της
Η ρωμαϊκή παράδοση ανάγει την ίδρυση της Ρώμης στο Ρωμύλο, απόγονο του Αινεία, που ήρθε στην Ιταλία από την Τροία μετά την πυρπόληση και την καταστροφή της από τους Έλληνες. Η ίδρυση της τοποθετείται στο 753 π.Χ. Ωστόσο η αρχαιολογική έρευνα αποκαλύπτει ότι στη θέση όπου ιδρύθηκε η Ρώμη, υπήρχαν μικροί οικισμοί από το 10ο μέχρι τον 8ο αι. π.Χ. Είναι πολύ πιθανό η δημιουργία της να οφείλεται στους Ετρούσκους, οι οποίοι, αφού κατέλαβαν το Λάτιο τον 7ο αι. π.Χ., στη συνέχεια, προχώρησαν σε συνοικισμό των κατοίκων των γύρω περιοχών, όπως είχε συμβεί και στην Αθήνα. Την ίδια περίοδο πραγματοποιήθηκαν σπουδαία έργα, όπως η αποξήρανση των ελών της περιοχής, ο κεντρικός αποχετευτικός αγωγός, η αγορά στο κέντρο της πόλης, ο μεγάλος ιππόδρομος και ο ναός του Διός στο λόφο του Καπιτωλίου, έναν από τους επτά λόφους που αποτελούσαν τη φυσική οχύρωση της Ρώμης. Στα τέλη όμως του 6ου αι. π.Χ. οι κάτοικοι της περιοχής επαναστάτησαν και έδιωξαν τους Ετρούσκους από την περιοχή τους. Έκτοτε οι Ρωμαίοι άρχισαν να οργανώνονται συστηματικά, να κυριαρχούν στο Λάτιο και να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά τους κατοίκους των γειτονικών περιοχών.
[1]. Σύμφωνα με τους ρωμαϊκούς μύθους, αυτόν και τον αδελφό του Ρέμο μεγάλωσε μια λύκαινα.
2. Η προέλευση των κατοίκων της Ρώμης Έτσι από το τέλος του 6ου αιώνα η Ρώμη ζει με ένα πολίτευμα, που δημιουργήθηκε την εποχή της ετρουσκικής κυριαρχίας. Την ηγετική τάξη σχημάτιζε η τοπική αριστοκρατία, Ετρούσκοι και Ρωμαίοι, μερικές εκατοντάδες οικογένειες μεγάλων γαιοκτημόνων, εμπόρων και κτηνοτρόφων. Η αριστοκρατία αυτή δεν ήταν ούτε καθαρά ετρουσκική, ούτε καθαρά ρωμαϊκή. Ανεξάρτητα πάντως από την καταγωγή τους, τα μέλη της μιλούσαν και έγραφαν Λατινικά, αισθάνονταν πιο στενά δεμένοι με τις λατινικές παρά τις ετρουσκικές πόλεις. Και αν αυτό ισχύει για τους ευγενείς, δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο υπόλοιπος πληθυσμός στο σύνολο του ήταν καθαρά λατινικός, τόσο στην περιοχή της Ρώμης, όσο και στους μικρούς οικισμούς και στα χωριά της λατινικής πεδιάδας, τα οποία είχε προσαρτήσει η Ρώμη πριν, κυρίως όμως μετά την ετρουσκική κυριαρχία. M. Rostovtzeff, Ρωμαϊκή ιστορία, μετ. Β. Κάλφογλου, εκδ. Παπαζήση, σ. 37.
Η παράδοση αναφέρει ότι από την ίδρυση της Ρώμης και μέχρι τα τέλη του 6ου αι. π.Χ. κυβέρνησαν έξι βασιλείς, μεταξύ των οποίων φαίνεται ότι κάποιοι ήταν Ετρούσκοι. Την περίοδο της βασιλείας που διαρκεί ως το 509 π.Χ., η Ρώμη είχε την ακόλουθη κοινωνική και πολιτική οργάνωση: Η κοινωνική συγκρότηση. Η ρωμαϊκή κοινωνία την περίοδο της βασιλείας συγκροτείται από τρεις τάξεις: τους πατρικίους, τους πελάτες και τους πληβείους. - Πατρίκιοι ήταν οι Ρωμαίοι που ανήκαν στις παλαιές μεγάλες οικογένειες. Οι οικογένειες αυτές με τα άμεσα μέλη και τα παρακλάδια τους αποτελούσαν τα ρωμαϊκά γένη. Όλα τα μέλη ενός γένους ονομάζονταν πατρίκιοι, γιατί κατάγονταν από τον ίδιο πατέρα, τον οποίο αναγνώριζαν και ως αρχηγό. - Πελάτες ήταν αυτοί που ζούσαν κοντά στους πατρικίους ως υπήκοοι και δέχονταν την προστασία τους. Επρόκειτο μάλλον για τους προϊταλιώτες κατοίκους, δηλαδή τους Λίγουρες. Σταδιακά αυτοί ήρθαν σε επιμειξίες με τους πατρικίους και συγχωνεύτηκαν σε μια τάξη.
- Πληβείοι ήταν όλοι οι νεότεροι κάτοικοι της Ρώμης και των γύρω περιοχών. Όταν οι Ρωμαίοι καταλάμβαναν μια πόλη, υποχρέωναν τους κατοίκους της να μετοικήσουν κοντά στη Ρώμη. Πολλοί, εξάλλου, είχαν έρθει μόνοι τους στη Ρώμη σε αναζήτηση καλύτερης τύχης. Δεν είχαν κανένα δεσμό με τους πατρικίους και τους πελάτες· γι' αυτό και ονομάστηκαν πλήθος (πληβείοι). Οι πληβείοι δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα και δεν τους επιτρεπόταν να νυμφευτούν με γυναίκες από την τάξη των πατρικίων.
3. Η προέλευση των πληβείων Οι Αρχαίοι δε μας φωτίζουν και τόσο για τον αρχικό σχηματισμό της τάξης των πληβείων. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι, κατά μεγάλο μέρος, σχηματίστηκε από αρχαίους πληθυσμούς που είχαν κατακτηθεί και υποδουλωθεί. Μας κάνει όμως εντύπωση η διαπίστωση του Τίτου Λίβιου, ο οποίος γνώριζε τα αρχαία έθιμα, πως οι πατρίκιοι κατηγορούσαν τους πληβείους, όχι γιατί προέρχονταν από ηττημένους πληθυσμούς αλλά γιατί δεν είχαν ούτε οικογένεια ούτε θρησκεία. Αυτή λοιπόν η μομφή που ήταν ήδη άδικη κατά την εποχή του Λικίνιου και που οι σύγχρονοι του Τίτου Λίβιου δε συμμερίζονταν σχεδόν καθόλου, πρέπει να ανάγεται σε μια πολύ παλαιά εποχή και να αναφέρεται στους πρώτους χρόνους της Ρώμης. Fustel de Coulanges, Η αρχαία πόλη, μετ. Λ. Σταματιάδη, εκδ. Ειρμός, σ. 362.
Η πολιτική οργάνωση. Την περίοδο της βασιλείας αρχηγός του κράτους ήταν ο βασιλιάς, ο οποίος ήταν παράλληλα θρησκευτικός αρχηγός, ηγέτης του στρατού και ανώτατος δικαστής. Τις βασιλικές δικαιοδοσίες έλεγχαν δύο σώματα: η σύγκλητος και η εκκλησία τον λαού. Τη σύγκλητο, που αποτελούνταν από εκατό και στη συνέχεια από τριακόσια μέλη, τη συγκροτούσαν οι αρχηγοί των ρωμαϊκών γενών. Η σύγκλητος μαζί με το βασιλιά συγκαλούσαν την εκκλησία του λαού και επικύρωναν τις αποφάσεις της. Η σύγκλητος ήταν ο θεματοφύλακας των εθίμων και των παραδόσεων της Ρώμης. Η εκκλησία ήταν η συγκέντρωση όλων των πατρικίων και των πελατών. Η εκκλησία αυτή ονομαζόταν και φρατρική, επειδή οι πατρίκιοι συγκεντρώνονταν σε τμήματα - τις φράτρες, όπως τις ονόμαζαν. Επικύρωνε ή απέρριπτε τις αποφάσεις του βασιλιά «διά βοής». Αποφάσιζε για ειρήνη ή πόλεμο και εξέλεγε το βασιλιά.
4. Η ίδρυση της λεγεώνας και της συγκλήτου Αφού κτίστηκε η πόλη, στην αρχή (ο Ρωμύλος) διαίρεσε όλο το λαό που είχε ενηλικιωθεί σε στρατιωτικά σώματα. Κάθε σώμα αποτελούνταν από τρεις χιλιάδες πεζούς και τριακόσιους ιππείς. Ονομάστηκε λεγεώνα, γιατί οι μάχιμοι ήταν οι πιο διακεκριμένοι απ' όλους. Στη συνέχεια τους άλλους τους ενέταξε στο δήμο και ονομάστηκε ο λαός ποπούλους. Εκατό ευγενείς έκανε βουλευτές και αυτούς τους ονόμασε πατρικίους και το σώμα αυτών σενάτον. Σενάτος σημαίνει ακριβώς γερουσία. Άλλοι αναφέρουν ότι οι βουλευτές ονομάστηκαν πατρίκιοι γιατί ήταν πατέρες γνησίων παιδιών, άλλοι όμως γιατί οι ίδιοι (οι βουλευτές) είχαν να επιδείξουν τους ίδιους τους τους πατέρες, πράγμα το οποίο δεν ήταν κοινό σε πολλούς, απ' όσους συγκεντρώθηκαν στην πόλη. Άλλοι πάλι από τη λέξη πατρονία, γιατί έτσι ονόμαζαν την προστασία και συνεχίζουν να την ονομάζουν μέχρι σήμερα… Πλούταρχος, Ρωμύλος, 13.