Διδακτικά Βιβλία του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Απομνημονεύματα

Μακρυγιάννης

[Η απάντηση στο Δεριγνύ]

Εκεί οπού 'φκιανα τις θέσεις εις τους Μύλους ήρθε ο Ντερνύς* να με ιδεί. Μου λέγει: "Τι κάνεις αυτού; Αυτές οι θέσεις είναι αδύνατες· τι πόλεμον θα κάμετε με τον Μπραΐμη αυτού; - Του λέγω, είναι αδύνατες οι θέσεις κι εμείς, όμως είναι δυνατός ο Θεός οπού μας προστατεύει· και θα δείξομεν την τύχη μας σ' αυτές τις θέσεις τις αδύνατες. Κι αν είμαστε ολίγοι εις το πλήθος του Μπραΐμη, παρηγοριόμαστε µ' έναν τρόπο, ότι η τύχη μας έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους. Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θερία πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε· τρώνε από μας και μένει και μαγιά. Και οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν κι όταν κάνουν αυτήν την απόφασιν, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν. Η θέση οπού είμαστε σήμερα εδώ είναι τοιαύτη· και θα ιδούμεν την τύχη μας οι αδύνατοι με τους δυνατούς. - "Τρε μπιέν"**, λέγει και αναχώρησε ο ναύαρχος.

* Ντερνύς: Ο φιλέλληνας Γάλλος ναύαρχος Δεριγνύ. ** Τρε μπιέν: πολύ καλά (Γαλλ.)

[Είστε πολλά ολίγοι]

Έκατζα να φάγω ψωμί. Ήρθαν τέσσεροι αξιωματικοί Γάλλοι µ' ανθρώπους από τη φεργάδα να πάρουνε μέσα τις τουλούμπες* και τ' άλλα τους τα πράγματα, να μη χαθούνε οπού θ' άνοιγε ο πόλεμος. Κράτησα τους αξιωματικούς και φάγαμεν μαζί. Μου λένε: "Είστε πολλά ολίγοι κι αυτηνοί πολλοί, οι Τούρκοι, και ταχτικοί** κι αυτήνη η θέση είναι αδύνατη. Έχει και κανόνια ο Μπραΐμη και δεν θα βαστάξετε. -Τους λέγω, όταν σηκώσαμεν την σημαίαν αναντίον της τυραγνίας, ξέραμεν ότ' είναι πολλοί αυτηνοί και μαθητικοί*** κι έχουν και κανόνια κι όλα τα μέσα εμείς απ' ούλα είμαστε αδύνατοι· όμως ο Θεός φυλάγει και τους αδύνατους· κι αν πεθάνομεν, πεθαίνομεν δια την πατρίδα μας, δια τη θρησκεία μας, και πολεμούμεν αναντίον της τυραγνίας· κι ο Θεός βοηθός. Αυτός ο θάνατος είναι γλυκός, ότι κανένας δεν θα γένει αθάνατος· κι όταν ο Χάρος θα 'ρθει να μας πάρει, όταν θέλει, άρρωστους και δυστυχείς, καλύτερα σήμερα να πεθάνομεν". Με φίλησε ένας απ' αυτούς και τον φίλησα κι εγώ. Ύστερα φύγαν.

*τουλούμπα: η αντλία, τρόμπα. ** ταχτικοί: εκπαιδευμένοι, οργανωμένοι. *** μαθητικοί: εξασκημένοι.

[Το τραγούδι]

Τότε έκατζε ο Γκούρας και οι άλλοι φάγαμεν ψωμί· τραγουδήσαμεν κι ελεντήσαμεν. Με περιεκάλεσε**** ο Γκούρας κι ο Παπακώστας να τραγουδήσω ότ' είχαμεν τόσον καιρόν οπού δεν είχαμεν τραγουδήσει -τόσον καιρόν, οπού***** μας έβαλαν οι διοτελείς****** και 'γγιχτήκαμεν******* δια να κάνουν τους κακούς τους σκοπούς. Τραγουδούσα καλά. Τότε λέω ένα τραγούδι:

Ο Ήλιος εβασίλεψε Έλληνα μου, βασίλεψε και το Φεγγάρι εχάθη κι ο καθαρός Αυγερινός που πάει κοντά την Πούλια, τα τέσσερα κουβέντιαζαν και κρυφοκουβεντιάζουν. Γυρίζει ο ήλιος και τους λέει, γυρίζει και τους κρένει:

"Εψές οπού βασίλεψα πίσω από μια ραχούλα, άκ' σα γυναικεία κλάματα κι αντρών τα μοιργιολόγια γι' αυτά τα 'ρωικά κορμιά στον κάμπο ξαπλωμένα, και μέσ' στο αίμα το πολύ είν' όλα βουτημένα. Για την πατρίδα πήγανε στον Άδη τα καημένα".

**** περιεκάλεσε: παρακάλεσε (ιδιωμ.) ***** οπού: εδώ: από τότε που… ****** ιδιοτελείς: ιδιοτελείς, συμφεροντολόγοι. ******* 'γγιχτήκαμεν: αγγιχτήκαμε, κακοκαρδιστήκαμε.

Ο μαύρος ο Γκούρας αναστέναξε και μου λέγει "Αδελφέ Μακρυγιάννη, σε καλό να το κάμει ο Θεός· άλλη φορά δεν τραγούδησες τόσο παραπονεμένα. Αυτό το τραγούδι σε καλό να μας βγει. -Είχα κέφι, του είπα, οπού δεν τραγουδήσαμεν τόσον καιρόν". Ότι εις ταρδιά* πάντοτες γλεντούσαμεν. Άρχισε ο πόλεμος κι άναψε ο ντουφεκισμός πολύ. Πήρα τους ανθρώπους μου, πήγα εκεί, καθώς ήμουν διορισμένος· και στάθηκα κάμποσο και πολεμήσαμεν. Ήφερα απόξω γύρα τα πόστα**. Πήγα εις το κονάκι*** μας ό,τι έπαιρνε να βασιλέψει το φεγγάρι, να βγάλω τον πεζό**** δια την κυβέρνησιν. Έρχονται μου λένε: "Τρέξε, σκοτώθη ο Γκούρας εις το πόστο του. Έριξε αναντίον των Τούρκων απάνω εις την φωτιάν τον βάρεσαν εις τον αμήλιγγα***** και δεν μίλησε τελείως". Πήγα, τον πήραμεν εις τον ώμο και τον βάλαμε σ' ένα μπουντρούμι, τον συγύρισε η φαμελιά του και τον χώσαμεν.

* ταρδιά: τα ορδιά (εν. το ορδί), τα προσωρινά στρατιωτικά καταλύματα. ** πόστο: επίκαιρη θέση. *** κονάκι: κατοικία. Εδώ: τόπος προσωρινής διαμονής. **** τον πεζό: τον πεζοπόρο, ταχυδρόμο. ***** αμήλιγγα: μηλίγγι, μυαλό.

[Στο πανηγύρι τ' Αγιαννιού]

Έγινα ως δεκατέσσερων χρονών και πήγα εις έναν πατριώτη μου εις Ντεσφίνα. Ήταν γιορτή και παγγύρι τ' Αγιαννιού. Πήγαμεν εις το παγγύρι· μόδωσε το ντουφέκι του να το βαστώ. Εγώ θέλησα να το ρίξω, ετζακίστη. Τότε µ' έπιασε σε όλον τον κόσμο ομπρός και με πέθανε εις το ξύλο. Δεν µ' έβαλε το ξύλο τόσο, περισσότερον η ντροπή του κόσμου. Τότε όλοι τρώγαν και πίναν και εγώ έκλαιγα. Αυτό το παράπονον δεν ηύρα άλλον κριτή να το ειπώ να με δικιώσει, έκρινα εύλογον να προστρέξω εις τον Αϊ Γιάννη, ότι εις το σπίτι του μόγινε αυτήνη η ζημιά και η ατιμία. Μπαίνω την νύχτα μέσα εις την εκκλησιά του και κλειώ την πόρτα κι αρχινώ τα κλάματα με μεγάλες φωνές και μετάνοιες· τ' είναι αυτό οπούγινε σ' εμέναν, γομάρι είμαι να με δέρνουν; Και τον περικαλώ να μου δώσει άρματα καλά κι ασημένια και δεκαπέντε πουγγιά χρήματα και εγώ θα του φκιάσω ένα μεγάλο καντήλι ασημένιον. Με τις πολλές φωνές κάμαμεν τις συμφωνίες με τον άγιον.

[Τα αγάλματα]

Είχα δυο αγάλματα περίφημα, μια γυναίκα κι ένα βασιλόπουλο, ίδια· φαίνονταν οι φλέβες, τόση εντέλειαν είχαν. Όταν χάλασαν τον Πόρο, τα 'χαν πάρει κάτι στρατιώτες, και στ' Άργος θα τα πουλούσαν των Ευρωπαίων χίλια τάλαρα γύρευαν… Πήρα τους στρατιώτες, τους μίλησα: "Αυτά, και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε, να μην το καταδεχτείτε να βγουν από την πατρίδα μας. Γι' αυτά πολεμήσαμε".

[Είμαστε στο εμείς…]

Κι όσα σημειώνω τα σημειώνω γιατί δεν υποφέρνω να βλέπω το άδικον να πνίγει το δίκιον. Δια κείνο έμαθα γράμματα εις τα γεράματα και κάνω αυτό το γράψιμον το απελέκητο, ότι δεν είχα τον τρόπον όντας παιδί να σπουδάξω· ήμουν φτωχός κι έκανα τον υπηρέτη και τιμάρευα άλογα κι άλλες πλήθος δουλειές έκανα, να βγάλω το πατρικό μου χρέος, οπού μας χρέωσαν οι χαράμηδες* και να ζήσω κι εγώ σε τούτην την κοινωνίαν, όσο έχω τ' αμανέτι** του Θεού εις το σώμα μου. Κι αφού ο Θεός θέλησε να κάμει νεκρανάσταση εις την πατρίδα μου, να την λευτερώσει από την τυραγνίαν των Τούρκων, αξίωσε κι εμένα να δουλέψω κατά δύναμη λιγότερο από το χερότερον πατριώτη μου Έλληνα. Γράφουν σοφοί άντρες πολλοί, γράφουν τυπογράφοι ντόπιοι και ξένοι διαβασμένοι για την Ελλάδα -ένα πράμα μόνον με παρακίνησε κι εμένα να γράψω, ότι τούτην την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί και σοφοί κι αμαθείς και πλούσιοι και φτωχοί και πολιτικοί και στρατιωτικοί και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι όσοι αγωνιστήκαμεν, αναλόγως ο καθείς, έχομεν να ζήσομεν εδώ. Το λοιπόν δουλέψαμεν όλοι μαζί, να την φυλάμεν κι όλοι μαζί και να μην λέγει ούτε ο δυνατός "εγώ", ούτε ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγει ο καθείς "εγώ"; Όταν αγωνιστεί μόνος του και φκιάσει ή χαλάσει, να λέγει εγώ· όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκιάνουν, τότε να λένε "εμείς". Είμαστε εις το "εμείς" και όχι εις το "εγώ". Και εις το εξής να μάθομεν γνώση, αν θέλομεν να φκιάσομεν χωριόν, να ζήσομεν όλοι μαζί. Έγραψα γυμνή την αλήθεια, να ιδούνε όλοι οι Έλληνες ν' αγωνίζονται δια την πατρίδα τους, δια την θρησκεία τους, να ιδούνε και τα παιδιά μου και να λένε: "Έχομεν αγώνες πατρικούς, έχομεν θυσίες", αν είναι αγώνες και θυσίες. Και να μπαίνουν σε φιλοτιμίαν και να εργάζονται εις το καλό της πατρίδας τους, της θρησκείας και της κοινωνίας.

Σκέψις Μακρυγιάννη, (έργο Π. Ζωγράφου), 1836. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο,(αρ. κατ. εισ. 3750 ε'). * χαράμηδες: αυτοί που τρώνε άδικα το βίος του άλλου. ** αμανέτι (και αμανάτι): ενέχυρο για την εξασφάλιση ενός χρέους. Το νόημα είναι ότι ο Θεός μας έδωσε τη ζωή για να κάνουμε το χρέος μας.