Διδακτικά Βιβλία του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

[Ένα έθνος νεόφτωχο]

Γιώργος Θεοτοκάς

Το κείμενο είναι απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Γιώργου Θεοτοκά Λεωνής. Το μυθιστόρημα αυτό έχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Με την αφήγηση της ζωής του Λεωνή και της παρέας του ο συγγραφέας θυμάται και ξαναζεί τα παιδικά του χρόνια στην Πόλη σε μια εποχή ταραγμένη από τον Α' παγκόσμιο πόλεμo (1914-1918).

Ύστερα άρχισε και περνούσε στους δρόμους στρατός,** Γερμανοί, Αυστριακοί, Τούρκοι· ο κόσμος γέμισε μουσικές και ξιφολόγχες που αστράφτανε. Η Πόλη τρανταζότανε όλη μέρα από το βαρύ βάδισμα των μεραρχιών. Οι ξιφολόγχες περνούσαν ακατάπαυστα σειρές σειρές και χανόντανε. Ήτανε σαν τα στάχυα που τα κουνά ο αέρας. Ύστερα περνούσανε πομπές μεγάλα άσπρα αυτοκίνητα που είχανε ζωγραφισμένους κόκκινους σταυρούς στα πλάγια. Όλη την ώρα έφευγε στρατός κι ερχότανε τραυματίες· αυτή η δουλειά δεν τελείωνε ποτέ.

* Σούτσος: Ο Παναγιώτης Σούτσος ήταν ρομαντικός ποιητής. Αυτός έγραφε για τον Σολωμό και για τον Κάλβο πως είναι μεν μεγάλοι ποιητές, αλλά παραμέλησαν πολύ τη γλώσσα, δηλαδή την καθαρεύουσα. Και συνέχιζε: Ιδέαι όμως πλούσιαι πτωχά ενδεδυμέναι δεν είναι δι' αιώνιον ζωήν προορισμένοι. ** στρατός: Στον Α' παγκ. Πόλεμο οι Τούρκοι ήταν σύμμαχοι με τους Γερμανούς.

Είχανε πάρει και αρκετά σχολεία, τα καλύτερα, και τα είχανε κάμει νοσοκομεία και αναρρωτήρια για το στρατό. Το περιβόητο Λύκειο κανείς δεν το καταδεχότανε, γιατί ήτανε σαράβαλο σωστό· το Ζωγράφειο όμως το είχανε πάρει οι Γερμανοί. Ήταν ακριβώς πίσω από το σπίτι του παππού. Από τα παράθυρα του παππού, σαν πήγαινε ο Λεωνής εκεί να περάσει τη μέρα του, έβλεπε την αυλή του Ζωγραφείου, όπου άλλοτε έπαιζαν οι μαθητές και τις τάξεις που είχανε γίνει κοιτώνες και τους Γερμανούς που μπαινόβγαιναν με τις πιτζάμες και με ξυρισμένα κεφάλια. Καμιά φορά τον έπαιρνε το μάτι τους και του φώναζαν διάφορα αστεία, μα αυτός δεν ανταποκρινότανε. Ούτε ήξερε δα τη γλώσσα τους. Είχανε και μια μεγάλη εικόνα του αυτοκράτορά τους, σε μια από τις τάξεις, με κράνος και με όλα του τα παράσημα και µ' εκείνα τα ονομαστά μουστάκια του που ήτανε μυτερά σαν ξιφολόγχες και στριμμένα προς τα απάνω. Από καιρό σε καιρό τους έπιανε μεγάλο κέφι κι έπαιζαν μαξιλαριές και γελούσαν. Η γιαγιά τότες έλεγε:

- Παιδιά είναι οι καημένοι. Ποιος ξέρει τι να γίνονται οι μανάδες τους!

Ο Λεωνής καταγινότανε πολύ με τις γλάστρες της γιαγιάς, κυρίως με τις γαριφαλιές, τις πότιζε, τις παρακολουθούσε, μετρούσε τα μπουμπούκια, ειδοποιούσε, όταν άνοιγαν καινούρια λουλούδια.

Οι φίλοι του δεν αγαπούσαν τα λουλούδια, είχαν το νου τους σε άλλα πράγματα. Ο Πάρης δε σκοτιζότανε αληθινά για τίποτα παρά μονάχα για τα πολεμικά παιχνίδια στον Κήπο. Ο Δήμης περνούσε τον καιρό του με κατεργαριές. Ο Μένος πάλι το είχε ρίξει στα πολιτικά. Όλη την ώρα δημιουργούσε ζητήματα, από τότε που είχε αρχίσει ο πόλεμος κι είχε γίνει υποχρεωτικό το μάθημα των τουρκικών. Τον καλούσε στον πίνακα ο κ. Νικολετόπουλος ο τουρκοδιδάσκαλος. Ο Μένος έβγαινε στον πίνακα, ντυμένος με μια μαύρη ποδιά, παχύς, αχτένιστος, μουντζουρωμένος με κιμωλία, και κοίταζε το δάσκαλο σαν χαζός. Υπαγόρευε ο κ. Νικολετόπουλος. Ακίνητος ο Μένος. Τότες ο κ. Νικολετόπουλος ρωτούσε:

- Μενέλαε, γιατί δεν ξέρεις το μάθημά σου;

Κι ο Μένος αποκρινότανε στερεότυπα:

- Ο μπαμπάς μου μου είπε να μην μαθαίνω τούρκικα.

Ο κ. Νικολετόπουλος σηκωνότανε από την έδρα, του έδινε ένα γερό μπάτσο κι έλεγε:

- Αν η Κυβέρνηση μας κλείσει το σχολείο, ο μπαμπάς σου θα έρθει να μας το ανοίξει;

Ο Μένος γυρνούσε στη θέση του κόκκινος σαν βρασμένος αστακός και ο κ. Νικολετόπουλος έσκυβε επάνω στον κατάλογο και του έβαζε ένα μεγάλο μεγάλο μηδενικό. Η σκηνή αυτή είχε επαναληφτεί ένα σωρό φορές. Το ίδιο ο Μένος είχε όρεξη να κάμει ένα επεισόδιο τη μέρα που είχε έρθει ο Αυτοκράτορας των Γερμανών.

Τη μέρα εκείνη όλο το Λύκειο είχε συνταχτεί σ' ένα πεζοδρόμιο του Γαλατά, οι καθηγητές κι οι δάσκαλοι επικεφαλής, ήτανε διαταγή. Επίσης η διαταγή έλεγε πως, όταν θα περνούσε ο αυτοκράτορας, έπρεπε όλοι να φωνάξουνε ζήτω. Τριγύρω ήτανε άλλα σχολεία και κόσμος στα πεζοδρόμια και στα παράθυρα, στρατός παραταγμένος με ξιφολόγχες, χωροφύλακες απάνω στα άλογα. Τα σπίτια ήτανε φορτωμένα σημαίες. Όλοι περίμεναν κι έμοιαζαν λιγάκι φοβισμένοι.

- Εγώ δε θα φωνάξω ζήτω, μουρμούριζε και ξαναμουρμούριζε ο Μένος πεισματωμένος. Ο μπαμπάς μου μου είπε πως δεν έπρεπε να φωνάξω.

- Και τι θέλει τέλος πάντων ο μπαμπάς σου;

- Ο μπαμπάς μου θέλει….. Ο μπαμπάς μου θέλει….. τη "δικαιοσύνη"!

Έξαφνα ακούστηκε ένα μεγάλο πρόσταγμα από μακριά, ένα δεύτερο πρόσταγμα κοντύτερα, ένα τρίτο πρόσταγμα μες στο δρόμο. Τα τουφέκια τραντάχτηκαν καταγής όλα μαζί, οι ξιφολόγχες άστραψαν απάνω από τα κεφάλια του πλήθους. Σ' ένα γειτονικό δρόμο ξέσπασε μια αόρατη στρατιωτική μουσική, βιαστική, χαρούμενη και λιγάκι αστεία, γεμάτη, θαρρείς, από κατρακυλίσματα τενεκέδων. Ύστερα πέρασαν οι καβαλάρηδες της σουλτανικής φρουράς ντυμένοι από πάνω ίσαμε κάτω στα κόκκινα. Κρατούσανε μεγάλες λόγχες στολισμένες με μικρές κόκκινες σημαίες. Όλο το πλήθος κουνήθηκε κι ο καθένας τσαλαπάτησε το διπλανό του. Πίσω από τους καβαλάρηδες ερχότανε κάτι αυτοκίνητα ανακατωμένα με άλογα, γυμνά σπαθιά, κράνη. Τα μέταλλα αστράφτανε, οι κόκκινες σημαιίτσες κυμάτιζαν στον αέρα χαρωπά. Ο Λεωνής είδε κάμποσους ανθρώπους με μεγάλα μουστάκια, μα ποιος ήταν ο αυτοκράτορας δεν πρόφτασε να καταλάβει.

- Είδες που δεν φώναξα! Καυχήθηκε ο Μένος.

Μα ο Λεωνής είχε ξεχάσει το ζήτημα. "Τον παλιό καιρό, συλλογιζότανε, σ' αυτούς εδώ τους δρόμους περνούσαν οι δικοί μας αυτοκράτορες, τώρα περνά η σάρα και η μάρα". Εκείνοι ήταν αυτοκράτορες άξιοι του ονόματος, ο Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος, ο Νικηφόρος Φωκάς, ο Ιωάννης Τσιμισκής, ο Μανουήλ Κομνηνός, πανύψηλοι, ντυμένοι στο χρυσάφι σαν δεσποτάδες, με τις ωραίες ξανθές γενειάδες τους, με το σεβάσμιο ύφος τους, που είχες όρεξη να τους φιλήσεις το χέρι, τρομεροί όταν αντίκριζαν τον εχθρό, πράοι και γλυκομίλητοι σαν καλοί πατεράδες, όταν είχαν να κάμουν με φίλους. Ή ο καημένος ο Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος ο γλυκύτατος…..

Ο Λεωνής θυμήθηκε τα λόγια του παππού: "Ξέπεσε ο κόσμος! " Επίσης, τώρα με τον πόλεμο, ο παππούς συνήθιζε να λέει: "Εγώ είμαι νεόφτωχος! " Το έλεγε δυνατά, προκλητικά, για να δείξει πόσο λίγο εκτιμούσε τους νεόπλουτους. Έτσι και τα έθνη, φαίνεται, ήτανε νεόπλουτα και νεόφτωχα. "Είμαστε ένα έθνος νεόφτωχο", συλλογίστηκε ο Λεωνής κι αυτό του έκαμε πολύ καλή εντύπωση. Ήτανε κάτι ευγενικό να είσαι νεόφτωχος, κάτι καθώς πρέπει και περήφανο και σου έδινε ένα ύφος αδικημένο και συμπαθητικό. [….]