Διδακτικά Βιβλία του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

[Ο Κολοκοτρώνης μέλος της Φιλικής]

Σπύρος Μελάς

Ο "Γέρος του Μοριά", από όπου είναι παρμένο το απόσπασμά μας, είναι μια μυθιστορηματική βιογραφία του Κολοκοτρώνη. Σ' αυτό ο συγγραφέας αφηγείται ένα σπουδαίο γεγονός από τη ζωή του μεγάλου αγωνιστή. Μετά την καταδίωξή του από την Πελοπόννησο ο Κολοκοτρώνης εγκαταστάθηκε στη Ζάκυνθο. Εκεί ανέλαβε υπηρεσία ως αξιωματικός σε στρατιωτικό σώμα από εθελοντές Έλληνες που είχαν συγκροτήσει οι εκεί Άγγλοι.

Άμα διαλύθηκαν τα συντάγματα κι έσβησε κάθε στρατιωτική ζωή στα Εφτάνησα ο μοναχός από τους καπεταναίους, που δεν τα 'χασε και δε γύρεψε από κανένα βοήθεια, ήταν ο Κολοκοτρώνης. Άλλαξε με την πιο μεγάλη ευκολία το σπαθί του πολεμάρχου με το κατάστιχο*.

* κατάστιχο: βιβλίο λογαριασμών που χρησιμοποιούν οι έμποροι.

Κανένας δεν ήταν πιο κοσμοαγάπητος απ' αυτόν. Τον ήξεραν, τον έδειχναν, τον τιμούσαν. Κανένας δεν παραξενευόταν να τον βλέπει πάλι στα εμπόρια. Από τα δεκαπέντε χρόνια που 'μεινε στη Ζάκυνθο, τα έξι μονάχα έκαμε αξιωματικός και πολεμιστής. Όλα τ' άλλα δούλευε. Ήταν τίμιος στις δοσοληψίες του. Η αγορά τον εμπιστευόταν. Δεν είχε τον αντιπαθητικό αέρα του επαγγελματία παλικαρά. Ήταν πολύ σεμνός.

Ζούσε με την οικογένειά του σ' ένα σπιτάκι, πίσω από το αρχοντικό του Ρώμα, κοντά στην εκκλησία του Αγίου Λουκά. Ήταν καθάριο, γεμάτο αγάπη αρχαία, πατριαρχική. Στο θρόνο της βασίλισσας και της Αγίας, μέσα σε τούτο το ιερό, είχε τη γριά μάνα του, την "καπετάνισσα", που τον ακολούθησε στην εξορία. Γύρω απ' τη χιονισμένη, σεβάσμια μορφή της, που τη λάτρευε σαν εικόνισμα, βουίζει το εύθυμο μελίσσι της οικογένειας: η γλυκιά κι υποταγμένη Κατερίνα, η γυναίκα του, οι δυο του θυγατέρες, η Γεωργίτσα κι η Ελένη, ο Πάνος, παλικάρι δέκα οχτώ χρονών, ο Γιάννης λίγο μικρότερος και τέλος το στερνοπαίδι του, με τ' όνομα το δοξασμένο του παππού -Κωνσταντίνος- που το λένε χαϊδευτικά Κολίνο. Είναι περήφανος, που έχει ασφαλίσει μια ήσυχη κι όχι στερημένη ζωή στη χαροκαμένη "καπετάνισσα", που υπόφερε τόσα και τόσο γι' αυτόν. Κι ευτυχισμένος, που μπορεί να κάμει λιγότερο πικρή την ξενιτιά στην αγαπημένη του γυναίκα με τις περιποιήσεις του και ν' ανατρέφει τα παιδιά του, όπως θέλει αυτός. Μονάχος τα βαφτίζει στην κολυμπήθρα του Χριστού και της Ελλάδας. Είναι να τα ζηλέψουν αρχοντόπουλα για τον τρόπο, που τ' ανασταίνει. Τους έχει τους καλύτερους δασκάλους -ο Μαρτελάος, που τα μαθαίνει γράμματα, είναι φημισμένος δάσκαλος του Φώσκολου και του Σολωμού.

Ο Πάνος λείπει τους περισσότερους μήνες. Έχει πάει στην Κέρκυρα, στην Ακαδημία. Είναι ο σοφός του σπιτιού. Ο πρώτος νέος του καιρού του. Ο Μοριάς δεν μπορούσε να δείξει πιο διαβασμένο Έλληνα.

Είναι καμάρι του νησιού αυτά τα Ελληνάκια, όταν με τα χιονάτα φουστανελάκια τους και τα τσαρουχάκια τους πηγαίνουν με τη γιαγιά, τον πατέρα, τη μάνα, τις αδελφάδες τους ταχτικά, κάθε Κυριακή, στην εκκλησία. Ο Μαρτελάος ανεβαίνει πολύ συχνά στον άμβωνα, για να κηρύξει. Ο Κολοκοτρώνης με τα Κολοκοτρωνάκια μένουν κι ακούνε με κατάνυξη. Το φλογερό κήρυγμα έχει στα στήθη των Κολοκοτρωναίων αντίλαλο καθαρά εθνικό· δε βλέπουν μπροστά τους παρά Τούρκους. Αυτούς θέλουν να σαρώσουν από την Ελλάδα.

Ο Αλή πασάς στέλνει αυτόν τον καιρό επίτηδες στη Ζάκυνθο τον γραμματικό του Μάνθο Οικονόμου: Να προσκαλέσει τον Κολοκοτρώνη να πάει στα Γιάννινα, να πάρει στην αυλή του όποια θέση θέλει. Ο Κολοκοτρώνης δε δέχτηκε να υπηρετήσει το "μεγάλο θεριό" της Ηπείρου, όπως έλεγε τον Αλή.

Ο πόθος να τραβήξει το σπαθί για την Ελλάδα και μονάχα γι' αυτήν, θέριευε κάθε μέρα πιο ζωντανός κι ακράτητος μέσα του. Με πόνο βαθύ σήκωνε τα μάτια του κατά τα βουνά του Μοριά και μουρμούριζε αναστενάζοντας:

- Αχ! δε θα ξανάρθει το σεφέρι;* Δε θ' αντιλαλήσει πάλι στις ράχες το τουφέκι το κολοκοτρωναίικο;

Έπαιρνε πολλές φορές το στερνοπαίδι του, τον Κολίνο, από το χεράκι κι ανέβαιναν το δρόμο του Κάστρου. Του 'δειχνε μακριά τα βουνά του Μοριά, με τις σταχτογάλαζες κορφές στην ψιλή γάζα της πάχνης:

- Εκεί έζησαν οι πρόγονοί μας, του 'λεγε: αυτός ο τόπος στενάζει τώρα κάτω απ' το ζυγό.

Το λαϊκό τραγούδι έχει κάμει αθάνατες τούτες τις στιγμές και τη σιωπηλή, βαθιά συγκίνησή τους:

"Τι έχεις, πατέρα μου και κλαις και βαριαναστενάζεις;

- Βλέπω τη θάλασσα πλατιά και το Μοριά αλάργα, με πήρε το παράπονο και το μεγάλο ντέρτι…".

*σεφέρι: εκστρατεία, πόλεμος.

Δεν απελπιζόταν όμως ποτέ! Περισσότερο από κάθε άλλη φορά η πίστη του ήταν ασάλευτη πως μια μέρα θ' άστραφτε σ' αυτά τα βουνά η ρομφαία της λευτεριάς. Μα πώς; Σ' αυτή την ερώτηση, που 'ταν γεμάτη αγωνία, έλαβε τέλος την απόκριση ένα πρωί του 1818.

Ο Αναγνωσταράς, από τους καπεταναίους που είχαν ανέβει στην Πετρούπολη να γυρέψουν από τον Τσάρο μιστούς, που είχαν να λάβουν από τον καιρό που υπηρετούσαν στα Εφτάνησα, είχε γυρίσει τώρα μαζί με το Χρυσοσπάθη και το Δημητρακόπουλο, κατηχημένος στα μυστήρια της Φιλικής και σταλμένος να κατηχήσει κι άλλους. Είχαν βγει κρυφά στην Ύδρα κι αγνώριστοι μένανε στο σπίτι του Καλαβρυτινού Νικηφόρου Παμπούκη, που ήταν δάσκαλος στο υδραίικο σχολείο. Το πρώτο που σκέφτηκαν ήταν να μπάσουν στη Φιλική Εταιρεία τον Κολοκοτρώνη. Του 'στειλαν πρόσκοπο τον Πάγκαλο. Ο Αναγνωσταράς του 'χε δώσει για καλό και για κακό κι ένα γράμμα. Ο Κολοκοτρώνης τον θυμόταν κάπως. Ξαφνιάστηκε όμως, άμα τον είδε. Τον τράβηξε σ' έναν εξοχικό περίπατο. Όταν άρχισε να του κάνει το συνηθισμένο ψάρεμα στους κατηχουμένους, ο Κολοκοτρώνης τον έκοψε ανυπόμονα:

- Πες μου τα όλα, μίλα ξάστερα! Δεν ταιριάζουν σ' εμένα λόγια λοξά. Είναι χρόνια που προσμένω τέτοιο χαμπέρι.*

* χαμπέρι: είδηση.

Του τα είπε όλα. Φως άστραψε μέσα του. Η ιδέα μιας πανελλήνιας συνωμοσίας, που να ενώνει πολιτικούς κι ιερωμένους, εμπόρους και ναυτικούς, οπλαρχηγούς και προεστούς -μιας συνωμοσίας, που θα χτυπούσε απ' ολούθε και µ' όλους τους τρόπους τον τύραννο, με δυνάμεις ελληνικές, χωρίς μάταιη ελπίδα για ξένη βοήθεια- του φαινόταν η μόνη σωτηρία. Είδε μπροστά του το δρόμο του λυτρωμού. Γύρεψε στη στιγμή να ορκιστεί.

- Εγώ, η οικογένειά μου, τ' άρματά μου, το αίμα μου, ό,τι έχω, είναι για την Ελλάδα.

Τράβηξαν κάτω το δρόμο της Μπάχαλης με τις μύριες ομορφιές: Τριγυρισμένο από καρυδιές, ελιές, φοινικιές, κυπαρίσσια, κιτριές, λεμονιές, ζωσμένο πρασινάδα και λουλούδια είναι ένα εκκλησάκι, ο Άγιος Γεώργιος των Λατίνων. Δεν έχει καμιά σχέση με τους δυτικούς. Λατίνοι λέγονταν η οικογένεια που το 'χτισε. Ήταν το αγαπημένο εκκλησάκι του Κολοκοτρώνη. Σ' αυτό είχε βαφτίσει όσα παιδιά είχεν αποκτήσει στη Ζάκυνθο. Σ' αυτό το εκκλησάκι τράβηξε ο Κολοκοτρώνης τον Πάγκαλο, για να δώσει μπροστά του το μεγάλο όρκο.

Ο παπάς ήταν δικός τους. Ήταν ο Ηπειρώτης Άνθιμος Αργυρόπουλος. Βρισκόταν πρόσφυγας στη Ζάκυνθο, κατατρεγμένος από τον Αλή πασά. Αυτός όρκιζε όλους τους φιλικούς και κρατούσε τακτικό αρχείο. Απάνω σ' ένα σκεβρωμένο, παλιό εικονισματάκι με τρεις σβησμένες μορφές, έβαλε το πλατύ μεγάλο χέρι του ο ελευθερωτής των ραγιάδων να δώσει τον όρκο. Είναι γονατιστός, σκυμμένος μπροστά στο μεγαλείο της ιδέας. Το μεσόφωτο της εκκλησίτσας εξαϋλώνει τις τρεις μορφές. Κορμιά δεν υπάρχουν. Ψυχές λειτουργάνε. Μια μια ξαναγυρίζουν τις φοβερές λέξεις του όρκου οι αντίλαλοι απ' όλες τις γωνιές, που 'ναι γεμάτες σκοτάδι και μυστήριο. Και τις μεγαλώνουν, τις πληθαίνουν. Σαν να 'ναι μπροστά όλα τα μαύρα κοπάδια των ραγιάδων και να ορκίζονται μαζί του. Ανήσυχοι φτερουγίζουν κάτω από το θόλο οι αντίλαλοι αυτοί σαν πουλιά, που γυρεύουν ανοιχτό διάβα να πετάξουν στην Ελλάδα, να κράξουν σε συναγερμό τα σύγνεφα της μεγάλης τρικυμίας. Ύστερα οι φράσεις για την πατρίδα κόβονται από στεναγμούς και αναφιλητά. Και τώρα σιωπή βαθιά και κατανυχτική.

Το μυστήριο έχει τελειώσει. Ο Κολοκοτρώνης γυρίζει αλλαγμένος στο σπίτι του. Πότε είναι αλαφρός, χαρούμενος, πετάει. Και πότε πέφτει άξαφνα σε συλλογή. Τον βλέπουν για πρώτη φορά, ύστερα από μήνες, να κοιτάζει να συγυρίζει τ' άρματά του. Κατεβαίνει στο κατώγι και εξετάζει μη λείπει τίποτ' από τη σέλα, την όμορφη, που 'χει από το σύνταγμα του Δούκα της Υόρκης. Δεν είναι ήσυχος πια. Συνήθιζε να πηγαίνει ν' ακούει το Μαρτελάο και τον Καλύβα, όταν έκαναν μάθημα. Τώρα του φαίνεται πως δεν λένε τίποτε. Ονειρεύεται ντουφέκι, σπαθί, μάχες, νίκες, θάνατο.

Μια μέρα είναι στην τάξη του Καλύβα. Τον ακούει που κάνει μάθημα. Απάνου στην έδρα είν' ένα χοντρό βιβλίο -μια πολύτιμη έκδοση. Άξαφνα του φωνάζει:

- Τι τα μαθαίνεις αυτού τα παιδιά; Να, ετούτο να τα μάθεις! Και χύνεται στο βιβλίο και θέλει να σχίσει τα φύλλα του, για να δείξει σε δάσκαλο και μαθητές πώς φτιάνουν τα χαρτούτσα, τα φυσέκια της μπαρούτης για το ντουφέκι. Κι είδαν κι έπαθαν να γλιτώσουν το βιβλίο από τα χέρια του.[…]