Διδακτικά Βιβλία του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

B2 Επιθετική και επιρρηματική μετοχή

Κείμενο 6 [Η μεγάλη περιπέτεια της ζωής μου]

[Η Κωνσταντίνα ζει με τους γονείς της προσωρινά στη Γερμανία. Όταν εκείνοι χωρίζουν, τη στέλνουν πίσω στην Ελλάδα να ζήσει με τη γιαγιά της, τη Φάρμουρ, όπως την αποκαλεί. Για να ξεπεράσει τα προβλήματα που της παρουσιάστηκαν, προμηθεύεται χαπάκια από ένα αγόρι, το Λουμίνη. Τη στιγμή που αισθάνεται ότι την εγκαταλείπει κι αυτός, δοκιμάζει την πρώτη της ένεση ηρωίνης και η γιαγιά της τη βρίσκει λιπόθυμη μπροστά στην πόρτα του σπιτιού της. Φωνάζει σοκαρισμένη το γιατρό και την περιποιείται με τις φίλες της, τις Ασπασίες. Ο Βασίλης, καθηγητής των Μαθηματικών στο σχολείο, τη συμπαθεί ιδιαίτερα και την επισκέπτεται συχνά με τη φίλη του Μαρίνα.]

Χτυπάει το κουδούνι. Οι Ασπασίες είναι μέσα και πίνουν τον καφέ τους. Ο Βασίλης κι η Μαρίνα δεν έρχονται τόσο νωρίς. Κουκουλώνομαι και κάνω την κοιμισμένη. Ξεσκεπάστηκα όμως αμέσως, γιατί άκουσα τη φωνή της Μαρίνας. Δεν ακούω άλλη φωνή. Περίεργο, ήρθε μόνη της. Την περιμένω να φανεί στο δωμάτιό μου και ανοίγω τα μάτια. Δεν έρχεται. Πιάνει κουβέντα με τη Φάρμουρ και τις Ασπασίες.

- Ήρθα να σας μιλήσω για την Κωνσταντίνα. - Κοιμάται. - Καλύτερα.

Ανασηκώνομαι στο κρεβάτι και, από το πολύ να τεντώνω τ' αυτιά μου ν' ακούσω, νομίζω πως μεγάλωσαν σαν του φίλου του Πινόκιο, που έγινε γαϊδούρι. Καλύτερα να γινόταν γαϊδούρι κι ο Λουμίνης. Θα 'χε τουλάχιστον μια δικαιολογία που με πρόδωσε.

Η Μαρίνα έχει απαλή φωνή, μα μιλάει καθαρά και δε χάνεις λέξη.

Τα κουβέντιασαν, λέει, με το Βασίλη και συμφώνησαν να έρθει να τους μιλήσει. Στα δεκαεννιά της πέρασε κι εκείνη τη μεγάλη περιπέτεια.

- Ναρκωτικά; ρώτησε η Ασπασία "που στύβει πέτρα". - Κατευθείαν ηρωίνη, έκανε η Μαρίνα. - Εσύ!

Άκουσα μια φωνή σαν λυγμό, που έμοιαζε με τη φωνή της Φάρμουρ.

Ήταν, λέει, η Μαρίνα ένα κορίτσι ξένοιαστο. Χωρίς προβλήματα. Σπούδαζε στη Σχολή Καλών Τεχνών. Με τους γονείς της τα πήγαινε μια χαρά… Αρχιτέκτονες κι οι δύο, δούλευαν πολύ. Έφευγαν το πρωί και γύριζαν αργά το βράδυ. Σ' ένα πάρτι γνώρισε το Νικηφόρο, που μόλις είχε γυρίσει από το Παρίσι, όπου σπούδαζε… Της έκανε εντύπωση, δεν έμοιαζε Έλληνας. Ψηλός, με μαύρα μαλλιά. Έμοιαζε του Μαγιακόφσκι.

- Του Μαγιακόφσκι! - Του Μαγιακόφσκι! - Του Μαγιακόφσκι! - Του Μαγιακόφσκι!

Τέσσερις φωνές γεμάτες θαυμασμό.

Δεν ήξεραν ποιος ήταν αυτός ο Μαγιακόφσκι, μα τις άκουγα τόσο συγκινημένες, λες και είχαν δει μπροστά τους ολοζώντανο τον Μπραντ Πιτ.

Η Μαρίνα συνέχισε.

Όλη τη βραδιά δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια της από πάνω του. Μιλούσε κι όμορφα, για το Παρίσι, για την τέχνη. Ξαφνικά, χωρίς να το καταλάβει, βρέθηκε δίπλα της. Της είπε πως βαρέθηκε, και, αν ήθελε, να έφευγαν μαζί. Τον ακολούθησε σαν μαγνητισμένη και βγήκαν μαζί στο δρόμο.

- Από κείνο το βράδυ άρχισε η μεγάλη περιπέτεια της ζωής μου, από φόβο μην τον χάσω κι από περιέργεια να γνωρίσω το σύμπαν, όπως μου είχε υποσχεθεί…

Άλκη Ζέη, Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες της, εκδ. Κέδρος, 2002