Διδακτικά Βιβλία του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

ΠΑΥΛΟΥ ΜΑΤΕΣΙ

Η μητέρα του σκύλου

«Οι πατάτες»

Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Η μητέρα του σκύλου». Το επεισόδιο διαδραματίζεται στα σκληρά χρόνια της Κατοχής (1941-1944).

Η γειτονιά αγριεμένη, θυμάμαι, από την πείνα. Όπου φέρνει είδηση η κυρά - Φανή της Αφροδίτης, η αποθήκη των Λιακοπουλαίων είναι γιομάτη πατάτα. Πότε διαδόθηκε στη γειτονιά και μαζευτήκαμε όλοι στην πλατειούλα μπροστά στην αποθήκη, παρέκει από την εκκλησία μας; Θα 'μαστε και πενήντα νοματαίοι, γυναίκες και παιδιά το πλείστον, Κυριακή μεσημέρι, κάμποσοι είχανε φέρει και ξινάρια να σπάσουνε την πόρτα. Όμως πρόλαβαν και ήρθαν οι Γερμανοί, τους ειδοποίησε ο ίδιος ο Λιακόπουλος, να επιβάλουν την τάξιν, ο όχλος απειλούσε την περιουσία του. Πίσω, μας κάνει η Κανέλλω. Κράταγε κασμά, έτοιμη να ορμήσει, όταν ακούστηκε το καμιόνι. Πίσω, Γερμανοί, μας κάνει, κάντε πίσω, αυτοί δεν φρενάρουν, θα μας λειώσουνε. Κολλήσαμε όλοι στον απέναντι τοίχο, το καμιόνι σταθμεύει μπροστά στο σπίτι, ο κύριος Λιακόπουλος στο παράθυρο με γραβάτα και ρεμπούμπλικα μάλιστα. Μας κοίταζε, δεν κατάλαβε ο βλάκας. Οι Γερμανοί γυρίζουν ένα πολυβόλο καταπάνω μας. Εμείς δεν φοβηθήκαμε, γιατί να φοβηθούμε, κάθε μέρα γυρίζανε πολυβόλα καταπάνω μας.

1. ρεμπούμπλικα: επίσημο καπέλο

Μετά κατεβαίνουνε δύο απ' το όχημα, σπάνε το ρολό και ανοίγουν την αποθήκη. Τότε κατάλαβε ο κύριος Λιακόπουλος πως έβγαλε τα μάτια του με τα ίδια του τα χέρια. Σπάνε το ρολό, κοιτάμε, μέσα στην αποθήκη στοίβες τα τσουβάλια. Οι Γερμανοί αρχίσανε να τα κουβαλάνε στο καμιόνι τους. Ο κύριος Λιακόπουλος, μόλις το είδε αυτό, κάτι έπαθε, τον πήγαν μέσα σηκωτόν οι κόρες του, η μια τον εμπούχιζε με νερό μάλιστα.

— Δεν θα τις φάμε μεις τις πατάτες, ρε άτιμε, πατάει η Κανέλλω τη φωνή, αλλά ούτε και συ θα τις κάνεις μαύρη αγορά! Μαυραγορίτη! — Πρόσεχε πως μιλάς, μαντάμ, φωνάζει η μία κόρη Λιακοπούλου, γιατί θα σε καταγγείλω στην Κομμαντατούρ!

— Κάν' το, μωρή γκιόσα, της φωνάζει η κυρία Κανέλλω. Μια μέρα δρόμο είναι οι αντάρτες. Θα βάλω να σου κάψουνε το σπίτι και σας μαζί, θα σου το κάψω εγώ το σπίτι, έχω τον τρόπο! (Και όντως το σπίτι τους κάηκε με την εισβολή των ανταρτών, από σύμπτωση όμως). Οι Γερμανοί ν' αδειάζουν την αποθήκη, κατάσχεση. Εμείς εκεί μαρμαρωμένοι, να μας τρέχουνε τα σάλια. Βόλια να γίνουν οι πατάτες στην κοιλιά τους, να στουμπώξει ο πισινός τους, φώναξε η δεσποινίς Σαλώμη, αν και χαμηλοφώνως καλού-κακού.

Και δεν πλησιάζαμε κανένας. Στου Λιακόπουλου την πόρτα, το καμιόνι. Απέναντι εμείς όλοι ένα σώμα, η πλατειούλα στη μέση άδεια. Δεν θέλαμε πάρε-δώσε με τους Γερμανούς. Μονάχα να τους σκοτώσουμε θέλαμε. Για τους Γερμανούς, αποφεύγω να σκέφτομαι, γιατί μένω άυπνη και αγριεύω, μέχρι και σήμερα.

Από ένα τσουβάλι που κουβαλούσαν οι δύο Γερμανοί κύλησαν τρεις πατάτες. Εμείς, μάζα στον τοίχο, βογγήξαμε. Μην κουνηθεί καμιά σας, λέει τότε ένας άντρας· ο Γερμαναράς με το μυδράλιο πάνω στο καμιόνι μάς χαμογέλασε και μας έδειχνε τις χυμένες πατάτες με την κάνη του όπλου του. Μη γελαστεί και προχωρήσει καμιά σας! ξαναείπε ο άντρας. Οι λοιποί Γερμανοί είχαν σταματήσει το κουβάλημα και μας χάζευαν. Παραμόνευαν. Εγώ, σαν ν' άκουγα τις ανάσες μας. Θα τις λειώσουν τώρα που θα κάνουν όπισθεν, λέει η κυρία Φανή. Θα τις λειώσουν τα γουρούνια.

Οι Γερμανοί ακίνητοι, γελαστοί. Εμείς ακίνητοι. Και ξεκόβει τότε ο Φανούλης, το καημένο μου, και προχωράει προς τη μέση της πλατείας, άχαρο σαν κλωσσοπούλι. Εμείς κοκκαλωμένοι. Το Φανούλι κοίταξε τη μάνα μας σαν χαμογελαστό, και προχώρησε κατά τις πατάτες. Και όταν τις πήρε και τις τρεις στη χούφτα του, ακίνητοι οι λοιποί, σαλτάρει κάτω ο χαμογελαστός Γερμανός με το μυδράλιο και του βαράει με τον υποκόπανο το χέρι. Πέφτουν οι πατάτες απ' τα χέρια του παιδιού, αυτό όμως εκεί! Έσκυψε να τις μαζέψει. Τουλάχιστον μία. Τότε ο υποκόπανος του χτύπησε ξανά τα δάχτυλα και απανωτά τα χτύπαγε να τα λειώσει. Εγώ νομίζω πως άκουσα τα κοκκαλάκια του καθώς έσπαζαν, αλλά με λένε ζουρλή όπου το διηγιέμαι. Το παιδί ουρλιάζει, εμείς μία μάζα κάνουμε να κινηθούμε, όμως οι λοιποί Γερμανοί, τρεις, είχανε γυρίσει τα όπλα τους κατά πάνω μας, άκουσα και τον ήχο εγώ καθώς οπλίζανε. Μαρμαρώνουμε ξανά εμείς, ένα ζυμάρι. Ο στρατιώτης το μυδράλιο το 'χει γυρισμένο τώρα κατά μας. Το παιδί στη μέση της πλατείας να τινάζεται και να φτερακάει, χόρευε σαν μισοσφαγμένο κοτόπουλο που δεν το πέτυχε καλά με την πρώτη η λεπίδα. Η παλάμη του γυρισμένη ανάποδα, σαν να έδειχνε τον αγκώνα του. Οι Γερμανοί κινάνε να ξαναπιάσουν δουλειά. Κάνουν τρεις δικοί μας άντρες να πάρουν το παιδί, οι Γερμανοί σημαδεύουν πάλι, οι δικοί μας κάνουν πίσω, το παιδί να χορεύει στη μέση.

Και ξεκολλάει από τη μάζα η κυρία Κανέλλω, προχωράει κατά το Φάνη μας. Η μάνα μου λιγωμένη, τα μάτια βασιλεμένα, Παναγία μου, το χεράκι του, φώναξε, τη βαστούσα εγώ, η μισή στα πόδια μου, η μισή στο χώμα, πάλευα μη μου γλιστρήσει. Τελικώς μου έπεσε στο χώμα όλη. Οι στρατιώτες ξαναπιάνουν τα όπλα, τα γυρίζουν καταπάνω της, όμως η κυρία Κανέλλω να προχωράει κατά το παιδί μας σαν παντοκράτορας. Γονατίζει, το παίρνει στην αγκαλιά της, φόραγε μαύρες κάλτσες, μπαρολέ τις λέγαμε τότε, τις αγόραζαν προπολεμικώς οι φτωχότεροι όταν είχαν πένθος, αλλά με την Κατοχή ποιος να κάνει τα χατίρια των νεκρών, ενταφιασμός κι όξω από την πόρτα, γι' αυτό τις κάλτσες μπαρολέ τις δίνανε φτηνά οι έμποροι, άχρηστο εμπόρευμα. Καθώς γονάτισε στο χώμα η κυρία Κανέλλω κι έβαλε το παιδί στην αγκαλιά της, θυμάμαι ξεσκίστηκαν στα γόνατα οι κάλτσες της και χύθηκαν οι πόντοι μέχρι τα στραγάλια. Την πλησιάζει ένας Γερμανός με περίστροφο, το διάλογο τον θυμάμαι όλον.

Γερμανός : Παιδί δικό σου; Κυρία Κανέλλω : Ναι. Δικό μου το παιδί. Γερμανός : Αυτό κλέφτης. Τιμωρία. Κάνει μια ο Γερμανός και λειώνει τις πατάτες, μία - μία. Η κυρία Κανέλλω με το ένα γόνατο στα χαλίκια. Το άλλο ανασηκωμένο να στηρίζει το κεφάλι του παιδιού. Εγώ ήθελα να συνδράμω το αδελφάκι μου, αλλά είχα φοβηθεί και επιπλέον βάσταγα το κεφάλι της μητέρας μου. Στο μεταξύ ο Γερμανός έλειωσε και την τρίτη πατάτα. Τότε η κυρία Κανέλλω αρχίζει να σηκώνεται και να σούρνει το παιδί κατά μας τους Έλληνες, όσο μπορούσε βέβαια, νηστική γυναίκα, θήλαζε και τα παιδιά της ως πέντε χρονών, όταν δεν είχε ψωμί να τους δώσει. Όπου τη λαβαίνει οργή και βγάνει γλώσσα στον εχθρό.

— Κλέφτης; του λέει του ξένου. Κι εγώ είμαι κλέφτρα! Και τούτοι είναι κλέφτες, δείχνει εμάς τους Έλληνες. Όλοι οι Έλληνες είμαστε κλέφτες. Εσείς ρε τι είσαστε; Έθνος είσαστε; Φυλή είσαστε! Να σας φτύσω τη σημαία! Να χορέψω πάνω στον τάφο που θα δεχτεί τα παιδιά σας ρε!

Κλέφτες είμαστε, τι θες; Αλλά Νταχάου, δεν φτιάξαμε μεις ρε! Ούτε Μπέλσεν. Η κυρία Κανέλλω είχε περάσει από διαφώτιση, τα ήξερε αυτά. Ο Γερμανός δεν θα πρέπει να γνώριζε ελληνικά άλλα απ' όσα είπε. Τότε η γυναίκα κατάφερε να σηκώσει το παιδί στην αγκαλιά της και κίνησε κατά μας με οργή θεόρατη. Γύρισε πλάτη στον Γερμανό σαν κουρασμένη, σηκώνει αυτός το όπλο και βγάζει μια φωνή. Αλτ! Η κυρία Κανέλλω, δίχως να γυρίσει να τον κοιτάξει. Μόνο μίλησε, εμάς κοιτάζοντας.

— Θα μου ρίξεις; του κάνει. Σ' έχω άξιο. Ξέρετε να βαράτε γυναίκες εσείς. Και περίμενε ακίνητη. Περίμεναν και οι Γερμανοί. Περιμέναμε και μεις. Γυρίζει εκείνη τότε κατά τον Γερμανό ατρόμητη και τον αρχίζει βρίσιμο. — Δεν θα ρίξεις; Άντε, ρίξε μου! Να τελειώνουμε! Έχω τρεις μέρες να φάω, και τα παιδιά μου με βαράνε που δεν τους πάω φαΐ. Και ο Τσώρτσιλ όλο φούμαρα μας λέει απ' το ραδιόφωνο - βαράτε να ξεκουραστώ, σκοτίστηκα. Τρεις μέρες νηστικοί στο σπίτι. Και οι γυναίκες οι δικές σας τρώνε στα σπίτια σας, που να μην αξιωθείτε να ταφείτε σε δικά σας νεκροταφεία. Οι γυναίκες οι δικές σας τρώνε, και φτιάχνουν αμπαζούρ από ανθρώπινο δέρμα! Βάρα, άτιμε! Βαράτε και σεις, κάνει στους λοιπούς Γερμανούς, όλοι τους με το χέρι έτοιμο στο όπλο τους. — Δυστυχώς, κυρία Κανέλλω μου, της είπα εγώ στο μνημόσυνο της μαμάς, καθώς κουβεντιάζαμε τα παρελθόντα, δυστυχώς δεν μας τα πλήρωσαν ποτέ οι Γερμανοί. Ούτε τότε ούτε μετά. Και ούτε τους το ζητάμε να πληρώσουν. Δεν είδες που τους έχουμε σήμερα συμμάχους ακριβούς και αυτοί καταδέχονται και δέχονται για εργάτες τους άντρες μας, και τα Ηνωμένα Έθνη μάς έχουνε σούζα! Αυτοί μας ήρθαν από πάνω. Κι ας νικήσαμε εμείς. — Πού νικήσαμε, Ρουμπινάκι, κάνει η κυρία Κανέλλω, πού νικήσαμε τα κακόμοιρα; Και την παίρνουν τα κλάματα. Ενώ για τον θάνατο της μαμάς μου ούτε ένα δάκρυ. Μόνο στην κηδεία του αντρός της είχε κλάψει, ας είναι, το παραβλέπω κι αυτό. Του γυρίζει τις πλάτες του Γερμαναρά η κυρία Κανέλλω και κινάει κατά το μέρος μας. Ο Γερμανός δεν έριξε. Στο μεταξύ, κάπου το πήρε είδηση και έρχεται φουριόζος με τα άμφια του ο παπα-Ντίνος, άφησε γάμο στη μέση, ανέμιζε το πετραχήλι του.

Στάθηκε, δεν μίλησε καθόλου. Η κυρία Κανέλλω με πλησιάζει, σηκώσου Ασημίνα, λέει στη μάνα μου, έλα να κοιτάξουμε το χέρι του παιδιού, δεν είναι ώρα για λιποθυμίες. Και μας πήρε στο σπίτι της. Εγώ ξοπίσω τους να κρατάω το λειωμένο χέρι του παιδιού μας, ανεβήκαμε, σκίσαμε κάτι σκουτιά, σιγυρίσαμε το χεράκι του Φανούλη, δεν μίλαγε τραμάρα μου το καψερό.

Έξω, ούτε είδα τι απόγινε, κρατούσα τη λεκάνη κα ξεπλύναμε το χέρι με βορικό και χαμαίμηλο. Εξαιτίας ο παπα-Ντίνος, φαίνεται, οι Γερμανοί έφυγαν. Με τις πατάτες.

Ο Π. Μάτεσις είναι σύγχρονος έλληνας πεζογράφος.