Διδακτικά Βιβλία του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Εκπρόσωποι

Οι νέοι ποιητές αισθάνονται πικραμένοι και προδομένοι και αυτό εκφράζεται στην ποίησή τους. Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος (Θεσσαλονίκη, 1931), φιλόλογος και υπεύθυνος του περιοδικού Διαγώνιος (που ιδρύθηκε το 1958 και υπήρξε φυτώριο για πολλούς ποιητές και πεζογράφους της εποχής), έγραψε ποίηση έντονα εξομολογητική, η οποία όμως δεν αποφεύγει να ασκεί κοινωνική κριτική.

Φωτογραφία παρέας ποιητών της γενιάς (άνοιξη 2001, στο σπίτι του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου) (Ανθολογία Σοκόλη).

Ο Βύρων Λεοντάρης (1932, Νιγρίτα Σερρών), ο οποίος το 1997 τιμήθηκε με το Κρατικό βραβείο ποίησης για το έργο του Εν γη αλμυρά, εκφράζει στους στίχους του την απογοήτευσή του. Μιλώντας για το έργο του ο ποιητής και κριτικός Κώστας Παπαγεωργίου σημειώνει: «Η ήττα του χθες είναι ήττα του σήμερα αλλά και του αύριο». Σύζυγος του Λεοντάρη είναι η ποιήτρια Ζέφη Δαράκη, που δημιουργεί μια ονειρική ποίηση εκφράζοντας το «ποιητικό της όνειρο» σε εσωτερικό μονόλογο. Στις ευχάριστες αναμνήσεις της παιδικότητας στηρίζεται η ποίηση του Μακεδόνα ποιητή Μάρκου Μέσκου (1935). Σε αυτές αντισταθμίζεται η απαισιόδοξη πραγματικότητα. Στο έργο του Μέσκου, όπως και σε αυτό του Πρόδρομου Μάρκογλου (Καβάλα, 1935) είναι έκδηλες οι ιστορικές και κοινωνικές αναφορές. Η ποίηση του Μάρκογλου έχει κοινωνικό προσανατολισμό, τόνο αποσπασματικό και είναι έντονα αντιλυρική, ασκώντας αυστηρή κριτική απέναντι στον κόσμο που τον περιβάλλει. Στη μνήμη στηρίζεται και η ποίηση του Ανέστη Ευαγγέλου (Θεσσαλονίκη 1937-1994), ο οποίος αισθάνεται αποξενωμένος και εξόριστος μέσα στο ίδιο το περιβάλλον του. Από την πρώτη του ήδη συλλογή (Περιγραφή εξώσεως 1960) ο Ευαγγέλου δίνει το στίγμα της ποίησης του: αίσθηση στέρησης και αδυναμία συμφιλίωσης με τη σκληρή πραγματικότητα.

Ο Σπύρος Τσακνιάς με το Σπύρο Πλασκοβίτη (κέντρο) προσκεκλημένοι σε ραδιοφωνική εκπομπή του Κώστα Παπαγεωργίου και του Γιάννη Κοντού (όρθιος). Αθήνα 1983 (Ανθολογία Σοκόλη)

Το ποιητικό έργο του Τάσου Κορφή (1929-1994), ποιητή, πεζογράφου, δοκιμιογράφου και μεταφραστή, διαπνέεται από συγκρατημένη μελαγχολία, ενώ η ποίηση του Τόλη Νικηφόρου (Θεσσαλονίκη, 1938), έχει τόνο ελεγειακό. Την οδύνη από τις αλλεπάλληλες διαψεύσεις εκφράζει και η ποίηση της Μαρίας Κέντρου-Αγαθοπούλου (Θεσσαλονίκη, 1930), που ενώ ξεκίνησε αναζητώντας «εμπειρίες έξω από τα ανθρώπινα μέτρα», αρκέστηκε τελικά στην ποιητική αποτύπωση καθημερινών εμπειριών με τρόπο τρυφερό τόσο στην ποίηση, όσο και στην πεζογραφία της (βλ. παρακάτω). Σε διαφορετικό κλίμα κινείται ο Μάνος Ελευθερίου (Ερμούπολη Σύρου, 1938), γνωστός κυρίως από τα τραγούδια του (έγραψε 350 περίπου τραγούδια και συνεργάστηκε με όλους σχεδόν τους έλληνες συνθέτες). Ο ποιητής ασχολήθηκε επιτυχώς με την αυτοβιογραφική αφήγηση (βλ. πεζογραφία). Ανάμεσα στους ποιητές της δεκαετίας του '60 αναμφίβολα ξεχώρισε η ευρηματική ποίηση της Κικής Δημουλά (1931). Η ποιήτρια, ευαίσθητη στα ερεθίσματα της καθημερινότητας, μπορεί με τη γλωσσική άνεση που τη διακρίνει να μετατρέπει σε εικόνες το χρόνο της μνήμης χρησιμοποιώντας νεολογισμούς και αντιπαραθέτοντας το συναίσθημα στη λογική. Από τις πρώτες της συλλογές (Έρεβος, 1956, Ερήμην, 1958, Επί τα ίχνη, 1963), μέχρι την ώριμη ποίησή της (Το λίγο του κόσμου, 1971, Χαίρε ποτέ, 1988 κλπ.) η ποιήτρια συνομιλεί με τη φθορά, τη ματαιότητα, το κενό, ενώ από τα ωραιότερα ποιήματά της είναι αυτά που συνθέτει με αφορμή φωτογραφίες. Οι φωτογραφίες στην ποίηση της, όπως γράφει ο κριτικός Κώστας Παπαγεωργίου, συχνά αποκτούν την ιδιότητα ενός κειμένου, γίνονται «αναγνώσιμες» συνδέοντας το παρόν με το παρελθόν.

Φωτογραφία της Κικής Δημουλά, 2001, Ανθολογία Σοκόλη

Ο ποιητής και δημοσιογράφος Σπύρος Τσακνιάς (1929-2000) διακρίνεται κυρίως για τη διαύγεια του ποιητικού λόγου του. Σύζυγός του η Αμαλία Τσακνιά (1932-1984), η οποία στην ποίησή της κινητοποιεί κυρίως τη διαδικασία της μνήμης χωρίς να μεμψιμοιρεί ή να έχει ψευδαισθήσεις. Η ποιήτρια χαρακτηρίζεται, όπως σημειώνει ο Κώστας Παπαγεωργίου, από «νηφάλιο πάθος, εγκράτεια συναισθημάτων και αβρότητα εκφραστικών τρόπων». Ιδιότυπη εμφανίζεται και η ποίηση της Νανάς Ησαΐα (1934-2003), της οποίας η ποίηση εκφράζει την υπαρξιακή της αγωνία. Την αγωνία της γραφής που αποτυπώνεται από τη σύλληψη της ιδέας μέχρι την πραγματοποίησή της συναντάμε στην ποίηση του Νίκου Φωκά (1927), μεταφραστή του έργου του Μπωντλαίρ, ο οποίος επηρεάζει βαθιά την ποίηση του. Τέλος η ποίηση του Κώστα Στεργιόπουλου (1926), πανεπιστημιακού καθηγητή, ποιητή και κριτικού της λογοτεχνίας, είναι ουσιαστικά λυρική με έντονα τα στοιχεία του συμβολισμού. Τη στρατευμένη ποίηση υπηρέτησε ο Γιάννης Νεγρεπόντης και ο Θωμάς Γκόρπας, ενώ ο Λουκάς Κούσουλας (1927), φιλόλογος, δίνει μια χαμηλόφωνη ποίηση, στοχαστική που, όπως γράφει ο κριτικός Αλέξης Ζήρας, ξεκίνησε από το λυρισμό του Γιώργου Σεφέρη και είχε εμφανείς σταθμούς το διάλογο με τον Καρυωτάκη, τον Καβάφη και τους αρχαίους δραματουργούς. Στους νεότερους συγκαταλέγονται ο Μάριος Μαρκίδης (1940-2002), ο οποίος στην ποίησή του συνδυάζει έντεχνα τη λογική με το συναίσθημα, ο Τάσος Δενένρης και ο Βασίλης Καραβίτης με την αμεσότητα και την παρατηρητικότητά τους και τέλος ο Γιώργης Μανουσάκης (1933), φιλόλογος, που έδωσε ποίηση «εσωτερική», «κλειστή», σε οικείο, φιλικό και εξομολογητικό τόνο. Ο μικρός αυτός κατάλογος θα κλείσει με τον Κύπριο ποιητή Κυριάκο Χαραλαμπίδη (1940), του οποίου το έργο απηχεί το τραγικό γεγονός της εισβολής στην Κύπρο και τον απόηχο των συνεπειών του.