Εφημερίδα "Τα Νέα"

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Ελλάδα :: Γνώμη (άρθρο σχολιασμού)

( το λακωνίζειν εστί φυγομαχείν; :: 17-03-2003) 

Η ματιά ενός πολίτη

Το λακωνίζειν εστί φυγομαχείν;

ΚΩΣΤΑΣ ΜΠΟΤΟΠΟΥΛΟΣ

Εκδόθηκε λοιπόν η απόφαση του δικαστηρίου επί της πιο κρίσιμης ένστασης, που αφορούσε την αρμοδιότητά του και, έμμεσα, τη φύση των εγκλημάτων που καλείται να δικάσει. Η ένσταση, όπως ήταν μάλλον λογικό να αναμένεται, απορρίφθηκε: τα εγκλήματα της 17Ν δεν υπάγονται, κατά την κρίση του δικαστηρίου, στην έννοια του «πολιτικού εγκλήματος». Όμως η επιχειρηματολογία που στηρίζει αυτή τη διαπίστωση μπορεί βάσιμα να θεωρηθεί, από πρώτη τουλάχιστον άποψη, όχι απόλυτα ικανοποιητική, ιδίως έπειτα από τόσες δημόσιες συζητήσεις που προηγήθηκαν και επιβεβαίωσαν την οριακή δυσκολία του συγκεκριμένου νομικού προβλήματος.

Η συλλογιστική του δικαστηρίου βασίζεται σε τρεις σκέψεις και μία αξιολόγηση, που μοιάζουν να στερούνται πρωτοτυπίας αλλά και πληρότητας. Το Σύνταγμα δεν ορίζει τι είναι πολιτικό έγκλημα: πρόκειται για ένα αυτονόητο, που δεν χρειαζόταν καν να λεχθεί, πόσο μάλλον να τεθεί ως μείζων πρόταση ενός νομικού συλλογισμού. Την έννοια ορίζει η νομολογία: πράγματι, αλλά το ζητούμενο για το παρόν δικαστήριο ήταν να την (επανα)διαμορφώσει μέσα από τη δική του οπτική, ιδίως εν όψει του ότι, για πρώτη ίσως φορά, ο χαρακτηρισμός των πράξεων δεν συνδεόταν, ως προς τις συνέπειές του, με την έκδοση των κατηγορουμένων, ενώ αφορούσε τη δράση οργανωμένης ομάδας.

Στη νομολογία επικρατεί η λεγόμενη «αντικειμενική θεωρία», για την οποία οι πράξεις έχουν μεγαλύτερη σημασία από κίνητρα, και, σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, πράξεις που δεν στρέφονταν «ευθέως» κατά του πολιτεύματος και της καθεστηκυίας τάξης δεν μπορούν να θεωρούν ότι συνιστούν πολιτικό έγκλημα: σαφώς υποστηρίξιμη κρίση, αλλά ατελής αποδεικτικός ισχυρισμός, μιας και η λέξη-κλειδί «ευθέως» θα μπορούσε να αναλυθεί περισσότερο και, ιδίως, σε σχέση με τις αποδιδόμενες στην οργάνωση και τα μέλη της ειδικές πράξεις. Τέλος, η τρομοκρατία είναι το μεγαλύτερο έγκλημα κατά των λαών: μπορεί να αληθεύει, αλλά δεν έχει καμία νομική επιρροή στο ζήτημα του χαρακτηρισμού των επιμέρους πράξεων που συνθέτουν τη, διόλου μονοσήμαντη, «τρομοκρατική δραστηριότητα».

Δικαιούται, έπειτα από όλα αυτά, να αναρωτηθεί ο εύλογα απαιτητικός πολίτης και ιδίως ο απαραίτητα κριτικός νομικός: μήπως το δικαστήριο υιοθέτησε απλώς την επικρατέστερη στη θεωρία άποψη και την πλησιέστερη στο κοινό αίσθημα αντίληψη, παραμελώντας την πειστικότητα και άρα το κύρος της απόφανσής του;

Δύο κρίσιμα στοιχεία οφείλουν, νομίζω, να μας κάνουν να σχετικοποιήσουμε αυτή την αντίδραση. Πρώτον, το γεγονός ότι το δικαστήριο δεν αποτελεί χώρο επιστημονικού σεμιναρίου αλλά τομής προβλημάτων, με πρωταρχικό μέτρο τη λογική, δεύτερο τον κοινό νου και μόλις τρίτο την αναζήτηση της επιστημονικής πρωτοτυπίας ή απόλυτης πληρότητας. Και δεύτερο, η προσγείωση στη συγκεκριμένη υπόθεση και τα χαρακτηριστικά της, σύμφωνα με τα οποία πολύ δύσκολα κανείς θα μπορούσε να ισχυρισθεί ότι η συγκεκριμένη ομάδα και οι συγκεκριμένες πράξεις είχαν προεχόντως πολιτικό και όχι ποινικό χαρακτήρα.

Η επιστημονική κρίση στα νομικά δεν σημαίνει απρόσωπη κρίση. Η λακωνικότητα και η επίλυση με βάση τις βασικές μόνο παραμέτρους ενός προβλήματος μπορεί να αφήνει ίσως πεινασμένους τους εραστές της κομψής δικανικής σκέψης, είναι συχνά πρόσφορη όμως για τη δημιουργία ενός αισθήματος, αν μπορώ να το πω έτσι, «πρακτικής ταπεινότητας» των δικαστών. Δεν ήρθαν να συγγράψουν εγχειρίδια δικαίου, αλλά να αποδώσουν δίκαιο. Και γι' αυτό βέβαια δεν μπορούν ακόμα να κριθούν.