Εφημερίδα "Τα Νέα"

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Ελλάδα :: Δραματοποιημένη είδηση

( ο μάριο ξέρει ότι είναι εμπόρευμα :: 01-03-2003) 

Μόλις έκλεισε τα 16 του χρόνια… «Μπασμένος στα κόλπα», τα ραντεβού, τις τιμές της αγοράς… Δύο χρόνια τώρα δουλεύει χωρίς «προστάτη»

Ο Μάριο ξέρει ότι είναι εμπόρευμα

Η σκληρή μαρτυρία ενός εφήβου για τη ζωή του

ΑΡΕΤΗ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

Κοιμάται όλη την ημέρα και νωρίς το βράδυ που ξυπνά χρειάζεται «δυνατό καφέ και πολλά τσιγάρα για να πάρω τα πάνω μου». Εκείνη την ώρα ανοίγει και το κινητό του. Ο Μάριο είναι πια «μπασμένος» για τα καλά στα κόλπα. Κανονίζει με άνεση τα ραντεβού του κι έχει ακόμα το προνόμιο να επιλέγει ανάμεσα στους σταθερούς του πελάτες. Κριτήριό του «ποιος δίνει περισσότερα και ζητάει λιγότερα…». Σε λιγότερο χρόνο φυσικά. Γιατί ο χρόνος την νύχτα μετράει πάντα σε ευρώ…

Τα φανάρια ήταν τελικά το καλύτερο. Μετά ήρθαν τα χειρότερα. Αλλά τα συνήθισε και αυτά. Όπως και όλες τις απώλειες…

Παλαιότερα κέρδιζε πολλά περισσότερα ο Μάριο. Ήταν μικρός, είχε ζήτηση. Μέχρι και σε πλειστηριασμό(!) τον είχε βγάλει μια νύχτα ο Αλβανός προαγωγός του. «Ένας πελάτης έδωσε 200, ο δεύτερος 300 και ένας τρίτος ανέβασε την τιμή στα 500 χιλιάρικα», κομπάζει ο Μάριο με την αφέλεια ενός παιδιού και τον κυνισμό ενός μεγάλου. Ήταν τότε οκτώ, ίσως και εννέα, δεν θυμάται…

Ούτε έφηβος… Ούτε μικρός ούτε μεγάλος είναι ο Μάριο. Στις 20 Ιανουαρίου έγινε λέει 16! Αλλά είναι στιγμές που νομίζεις ότι δεν έχει υπερβεί την συναισθηματική ηλικία των 5-6 χρόνων και άλλες ότι έχει πρόωρα γεράσει. Για την δουλειά του, πάντως, είναι… μεγάλος: «Ό,τι προλάβω! Σε ένα -δυο χρονάκια θα είμαι ξοφλημένος… Οι πελάτες ζητάνε όλο και μικρότερους. Όλοι στρέφονται στα δεκάχρονα και εντεκάχρονα… Τα κορίτσια τα θέλουν όχι πάνω από 14 και όχι κάτω από 12…».

Μιλάει άπταιστα ελληνικά και έμαθε ακόμα και να γράφει τα στοιχειώδη, χωρίς να πάει ούτε ημέρα σχολείο. «Ξέρω καλύτερα ελληνικά από αλβανικά», κομπάζει και πάλι. «Και είμαι ευφυΐα στα… μαθηματικά! Δεν μου ξεφεύγει τίποτα…».

Δεν του ξέφευγε τίποτα, ούτε όταν τον πουλούσαν σαν εμπόρευμα οι προαγωγοί του. Απλώς δεν μπορούσε να κάνει τίποτα! Ήξερε ότι ήταν «εμπόρευμα». Κι όχι ότι του άρεσε, «αλλά να, δυο φορές που πήγα να ξεφύγω με έπιασαν και με τσάκισαν στο ξύλο. Μου 'χαν σπάσει όλα τα πλευρά. Και δυο δόντια… Ευτυχώς που έβγαλα καινούργια»!

Γελάει, σαν να είπε ανέκδοτο. Ανάβει απανωτά τσιγάρα, πολλές φορές και δυο μαζί. Κάποιες φορές αυτοσχεδιάζει σαν έμπειρος ηθοποιός κι άλλες λέει το πρώτο πράγμα που κατεβαίνει στο μυαλό του. Και ένα σκηνικό παραλόγου ξετυλίγεται…

Στο πορτ-μπαγκάζ… Ήταν επτά χρόνων, λέει, όταν έφτασε στην Ελλάδα.

Σαν βαλίτσα, στο πορτ- μπαγκάζ ενός παλιού αυτοκινήτου, μαζί με τον 6χρονο αδερφό του, τον Άντι. Άλλα δύο μεγαλύτερά του αδέρφια είχαν φύγει τρία χρόνια νωρίτερα για Ελλάδα και μετά για Ιταλία. Και τρία ακόμη, τα μεγαλύτερα όλων, πήγαν πρώτα απ' όλους στην Ιταλία.

Στο πορτ-μπαγκάζ δεν ήταν μόνο εκείνος και ο Άντι. Ήταν δύο ακόμη αγόρια από το ίδιο χωριό. Κάτι πληρώσανε οι «συνοδοί» τους, κάποιους πληρώσανε στα σύνορα, ούτε που έχει πια σημασία. Σημασία έχει που φτάσανε στην Αθήνα… Μετά τα παιδιά χωρίσανε. Ο Μάριο και ο Άντι έμειναν με τον μακρινό συγγενή τού πατέρα τους που τους πήρε υπό την «προστασία» του. Τα δύο άλλα αγόρια έφυγαν για την επαρχία. Ούτε που τα ξανάδαν…

Με αποφάγια. Στην αρχή έμειναν σε ένα υπόγειο, στην Καλλιθέα, κοντά στην Πλατεία Δαβάκη. Κοιμόντουσαν σε λερωμένα στρώματα στο πάτωμα και έτρωγαν τα αποφάγια των μεγάλων. Οι «μεγάλοι» ήταν πολλοί και κάθε τόσο έφερναν και άλλα παιδιά. Που στριμώχνονταν στα ίδια λερωμένα στρώματα…

Επιβίωσε ο Μάριο. Ήταν σκληρός, λέει, άντεχε! Μονάχα ο Άντι έκλαιγε με αναφιλητά τις νύχτες και ζητούσε τη μαμά τους. Όχι ότι έκλαιγε εκείνος, «ποτέ δεν έκλαψα, αλήθεια!».

Η πρώτη τους δουλειά ήταν η επαιτεία και ο συναισθηματικός εκβιασμός των οδηγών στα φανάρια. Ξέρει όλα τα φανάρια της Αθήνας. Όλες τις γέφυρες. Όλες τις διασταυρώσεις. Πού έχει «ψωμί» και πού δεν έχει. Πού έχει «εφόδους» και πού όχι… Τα φανάρια τελικά ήταν το καλύτερο! Κι ας τον έπιασαν τρεις φορές και τον έστειλαν πακέτο στην πατρίδα του. Τον έφερναν πίσω οι «προστάτες» του. Γιατί ο Μάριο απέδιδε πολλά. Και είχε πολλά ακόμα να αποδώσει…

Τα χειρότερα ήρθαν μετά. Τα είχε φαντασθεί, μα άλλο να φαντάζεσαι και άλλο να ζεις κάτι. Τότε, ομολογεί, έκλαψε για πρώτη φορά. «Και για τελευταία», διευκρινίζει, εκνευρισμένος με την ομολογία του!

Πριν τον «διώξει» η αγορά

Τα κατάφερε, δύο χρόνια τώρα δουλεύει μόνος! Οι προστάτες του συνελήφθησαν για κλοπές και διαρρήξεις - όχι όμως για μαστροπεία και εκμετάλλευση παιδιών! Ο δρόμος άνοιξε για τον 14χρονο: «Ελευθερώθηκα, μπορούσα πια να ανασάνω…». Μαζί με δύο ακόμα μεγαλύτερους ομοεθνείς του έπιασαν ένα δυάρι, στην οδό Κεφαλληνίας. Και συνέχισε να κάνει αυτό που διδάχθηκε τόσο καλά…

Δεν έχει πια την ίδια ζήτηση, ούτε πληρώνεται τόσο καλά. Τα 100 ευρώ είναι η καλύτερη τιμή του. Κάποιες νύχτες βγάζει έως και 500 ευρώ. Κάποιες καθόλου. Ο μέσος όρος του δεν ξεπερνά τα 200: «Είμαι ευχαριστημένος, μπαίνουν όλα στην τσέπη μου. Βάζω ό,τι μπορώ στην άκρη, για τις δύσκολες ημέρες. Μπορώ να βαρεθώ ένα βράδυ και να μην δουλέψω…».

Ξέρει ότι σύντομα θα τον «διώξει» η αγορά! Τότε, «αναγκαστικά θα σταματήσω! Δεν θέλω να κυνηγώ τον πελάτη στο Πεδίον του Άρεως…».

Μπορεί να περηφανεύεται ο Μάριο ότι ξεπέρασε όλα τα πλήγματα και όλες τις απώλειες. Αλλά δεν έχει πια φύλο. Ούτε ηλικία…

«Έμαθα να μην εξαγριώνω τους πελάτες»

Οι νύχτες είναι κρύες και οι πελάτες θέλουν όλο και μικρότερους…

Τα δύσκολα είναι δύσκολα, αλλά «συνηθίζεις και σ' αυτά». Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης είναι το ισχυρότερο όλων. «Κάθε φορά έλεγα "θα τελειώσει κι αυτό", "θα τελειώσει κι αυτό"… Μετά συνήθισα. Έμαθα να κουμαντάρω τους πελάτες, να τους δίνω αυτό που θέλουν, να μην τους εξαγριώνω…».

Έμαθε να πουλάει τον εαυτό του καλύτερα. Τα πρώτα χρόνια της εκπόρνευσής του πήγαινε κατευθείαν από το νυχτοκάματο στα φανάρια μιας γέφυρας… Πόσα έβγαλαν από αυτόν οι προαγωγοί του; Ούτε που μπορεί να υπολογίσει - κι ας είναι τόσο καλός στα μαθηματικά!

Τις ίδιες διπλοβάρδιες έκανε και ο Άντι. Που ήταν πολύ ευαίσθητος και έκλαιγε ακόμα τις νύχτες. Μία ημέρα επέστρεψε ο Μάριο και δεν τον βρήκε. Έλειπαν και τα πράγματά του. «Πήγε με άλλα παιδιά στην Θεσσαλονίκη», του είπε ένας από την ομάδα.

Έχουν περάσει τέσσερα χρόνια και ο Μάριο δεν βρήκε ίχνη του Άντι. Συνήθισε και στην απώλεια. «Μπορεί να είναι επαρχία, μπορεί να έφυγε και στην Ιταλία, δεν ξέρω, μπορεί να είναι και νεκρός», μου λέει με απάθεια. Και με συγκλονίζει…