Εφημερίδα "Τα Νέα"

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Βιβλιοδρόμιο :: Κριτική θεάτρου

( αν ένας επέθαινε από αηδία :: 25-01-2003) 

Αν ένας επέθαινε από αηδία

Ύστερα από είκοσι χρόνια ξαναπαίζεται ένα από τα μεταπολεμικά μας θεατρικά αριστουργήματα - η "Κασέτα" της Λούλας Αναγνωστάκη - στο νέο, θαυμάσιο και ανακαινισμένο "Νεοελληνικό Θέατρο" του Γιώργου Αρμένη

ΚΩΣΤΑΣ ΓΕΩΡΓΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ

Πρόκειται για μια παράσταση εξίσου συνταρακτική με την παλιά, του 1982 του Κουν, αλλά νομίζω τώρα περισσότερο τραυματική, περισσότερο εγκαυστική, που καθιστά το έργο αυτό σχεδόν προφητικό και ιστορικά δικαιωμένο. Ο Γιώργος Αρμένης, ακολουθώντας και την αισθητική αλλά και την ηθική της τέχνης του Δασκάλου του, σκάβει βαθιά το ίδιο πηγάδι και συνεχίζει να αντλεί αρτεσιανά ύδατα από τα μυστικά υδροφόρα στρώματα του συλλογικού μας ασυνειδήτου.

"Η κασέτα" είναι ένα απόλυτα ανατρεπτικό και αναρχικό κείμενο. Ένας αξεδίψαστος, ανικανοποίητος, μοναχικός νέος ρημάζει μέσα στη μικροαστική σαλαμούρα και στις καταπιεστικές, εξουσιαστικές, καταδαμάζουσες δομές της κοινωνίας μας, μιας κοινωνίας που δεν φαίνεται να άλλαξε και πολύ στις βαθιές δομές της από την προδομένη επανάσταση του '21 και τη συμβιβασμένη, μετέωρη, ανεπίδοτη επανάσταση του 1909 έως τη χαμένη εξέγερση του μετακατοχικού μας συνδρόμου.

Μέσα σ' ένα Τσεχωφικό οικογενειακό τοπίο, όπου όμως κυριαρχεί μια σατιρική ατμόσφαιρα, κάτι σαν το μετατραγικό ρίγος, όπου οι άνθρωποι καταναλώνουν και καταναλώνονται, βουλιάζουν στη μιζέρια, φθείρονται ως πρόσωπα και ταλαιπωρούνται ως κοινωνικές μονάδες, όπου κυριαρχεί το απελπισμένο σεξ, οι μικροαστικές στρατηγικές τής θεωρίας "πιάνω την καλή", όπου η συμβίωση των φύλων - και κυρίως ο γάμος - είναι μια καλά στημένη μηχανή επιβίωσης και ανταγωνιστικής επικυριαρχίας, όπου η νεολαία εκτονώνεται στον φανατισμό των μαζικών παιγνίων και η γερουσία στον τζόγο, ο νεαρός αντι-ήρωας της Αναγνωστάκη, πιασμένος στο δόκανο της αυθορμησίας του, στην παγίδα της στημένης εγκυμοσύνης, στη φάκα του συμβατικού γάμου, μετέωρος, άνεργος, ανικανοποίητος από μια τελματωμένη παιδεία και μια νοθευμένη παράδοση, γοητεύεται από την τρομοκρατική, απονενοημένη, απελπισμένη άρνηση του κόσμου, άρνηση των μεγάλων συμβόλων του δυτικού πολιτισμού, από τη δολοφονική απόπειρα εναντίον του Πάπα. Προσπαθεί να κατανοήσει και να συνειδητοποιήσει αυτό το διάβημα. Προσπαθεί να εισχωρήσει στον βυθό των κινήτρων του υποψήφιου δολοφόνου.

Σ' ένα μαγνητόφωνο γράφει και ξαναγράφει το γεγονός, τη στιγμή της απόπειρας, την κίνηση, τη χειρονομία που ανατρέπει την τάξη, που ταράζει την ισορροπία των κατεστημένων θεσμών, την αυθεντία των δογμάτων, την αλαζονεία της εξουσίας και την τυραννία των συμβόλων. Έτσι, χωρίς να το καταλάβει, παγιδεύεται στην αυθεντία της γραφής, βουλιάζει στη νέκρα, στη νεκροφάνεια της ζωής, αφού η γραφή, η εγγραφή - και μάλιστα σε μια μαγνητοταινία, όπου μπορείς να σβήσεις ό,τι έγραψες γράφοντας πάνω στην παλιά γραφή - είναι η ζωή παγωμένη. Ο νέος αυτός αντιλαμβάνεται πως είναι θύμα ενός φαύλου κύκλου, πως η γραφή, το σχόλιο, η κριτική, η ιστορία εντέλει, δεν είναι τίποτε άλλο από απεικόνιση, συχνά ισχνή, χλωμή, συχνότερα απονευρωμένη και όχι σπάνια διαστρεβλωμένη, της πραγματικότητας, της πράξης.

Η τόλμη, η εξέγερση, η πράξη του υποψήφιου δολοφόνου του Πάπα, που είναι ένα από τα σύμβολα της εξουσιαστικής Αυθεντίας, δεν γράφεται, δεν λέγεται, δεν περιγράφεται, δεν αναλύεται και, εντέλει, δεν κατανοείται λογικά. Η πράξη πράττεται. Κάπως έτσι στην "Κασέτα" απηχείται η διόρθωση που κάνει στον Ευαγγελιστή Ιωάννη (εν αρχή ην ο Λόγος) ο Γκαίτε στον "Φάουστ" (εν αρχή ην η πράξη).

Στο θεμελιώδες φιλοσοφικό περί υπάρξεως ερώτημα του Άμλετ (το μοναδικό ουσιώδες φιλοσοφικό ερώτημα, όπως έγραψε ο Καμί στον "Μύθο του Σισύφου") "Να ζει κανείς (να υπάρχει) ή να μη ζει (να μην υπάρχει)", ο νεαρός αντι-ήρωας της Αναγνωστάκη απαντά με την πράξη του Δημητρίου Παπαρρηγόπουλου, του Περικλή Γιαννόπουλου, του Κώστα Καρυωτάκη και του Νίκου Πουλαντζά. Κάθε τέταρτο αιώνος μια άρνηση του βίου, μια οριστική απελπιστική και απελπισμένη αυτοχειρία. Μια διαμαρτυρία για τον τρόπο με τον οποίο η συνήθεια, η ανοχή, η αδιαφορία, η σκληρότητα, η κοινωνική αδικία, η περιφρόνηση στα τιμαλφή του βίου οργάνωσαν ό,τι ο νεαρός κολυμβητής του σολωμικού "Πόρφυρα" υμνούσε, αφηνόμενος στη γοητεία της φύσης: "Δεν τό 'λπιζα νά 'ναι η ζωή μέγα καλό και πρώτο".

Ποιος πρόδωσε, ποιος νόθευσε, ποιος ναρκοθέτησε, ποιος υπονόμευσε τας "αστυνόμους οργάς", κατά τον έξοχο χαρακτηρισμό του Σοφοκλή, την όρεξη δηλαδή, την έμφυτη ροπή του ανθρώπου προς κοινωνική οργάνωση, προς συγκρότηση πολιτείας. Ποιος έκανε τον Υψίπολιν άνθρωπο Άπολιν; Ποιος μεταποίησε, μετάλλαξε τον κοινωνικό, κοινοτικό, παντοπόρο άνθρωπο σε άπορο, αδιέξοδο, ακοινώνητο, εξόριστο μέσα στη φύση και στην οικία του. Ποιος ξαναγυρίζει τον άνθρωπο στον εμπεδόκλειο ασυνήθεα χώρον, στην ανοικειότητα, στην παγωνιά του χάους; Μπροστά σ' αυτήν τη χαίνουσα οπή, ο εξόριστος μέσα στο δωμάτιό του νέος της Αναγνωστάκη πηδάει στο κενό, ο φύσει εραστής του κόσμου, της αρμονίας, απορροφάται από την άβυσσο, γοητεύεται από το μηδέν. Το γνωρίζω, είναι ηρωισμός, μεγάλο κουράγιο, όπως ο Άμλετ, να απαντάς Ναι στη ζωή, αρνούμενος την άρνηση. Εξάλλου, διαλεκτικά η άρνηση της άρνησης είναι θέση και το να ζει κανείς σημαίνει αναλαμβάνει την τραγικότητα του θνητού φορτίου του. Αρνούμενος το μηδέν, διαλέγεις (είσαι καταδικασμένος να διαλέγεις, κι αυτό είναι σε τελευταία ανάλυση η ελευθερία) τη ζωή που βεβαίως και εν γνώσει σου είναι ματαιώσεις, αποτυχίες, ανταγωνισμοί και άμιλλες, προδοσίες, απάτες και πισώπλατα μαχαιρώματα, ελπίδες και όλεθροι. Και με τα χίλια βάσανα, όπως γράφει ο Παπαδιαμάντης, πάλι η ζωή γλυκιά 'ναι.

Η Λούλα Αναγνωστάκη δεν προτείνει τον αντι-ήρωά της ως πρότυπο βίου, δεν γράφει ένα μηδενιστικό έργο, δεν την γοητεύει το χάος. Πετάει το αυτοχειριασμένο κορμάκι του ασυμβίβαστου άπορου, αδιέξοδου, απόλιδος νέου στα μούτρα της κοινωνίας μας, στα δικά μας μούτρα, θέλει να αφυπνίσει τους συμπολίτες της, να τους ξεμαγέψει από τη ραστώνη, την εγκαταβίωση στο κελάρι των μεθυστικών ουσιών της κατανάλωσης, να τους γίνει η πράξη που τρομάζει εφιάλτης, μπας και αντιδράσουν και καταλάβουν, επιτέλους!

Όπως πριν από δύο χρόνια ο Αρμένης μάς μαστίγωσε με την επαναφορά στη συνείδησή μας της βαθιάς κριτικής τού Σκούρτη με τα "Κομμάτια και θρύψαλα", έτσι και τώρα στήνει μια συνταρακτική παράσταση υψηλών αισθητικών προδιαγραφών. Μέσα στο λιτό και οργανικό σκηνικό του Ζαρίφη δίδαξε μια ομοιογενή ομάδα ηθοποιών να μεταφέρει με ποιητική ωμότητα την "προκήρυξη" της Αναγνωστάκη. Ο Ιάκωβος Ψαρράς έπλασε έναν σπαρακτικό μπαρμπα-Τάσο από ατόφιο τραγικό υλικό. Η Σοφία Ολυμπίου αναδεικνύεται μεγάλη ρολίστα ουσίας, χωρίς ίχνος προσποίησης, και φανερής τεχνικής. Η Μαρίκα Τζιραλίδου κατόρθωσε να ισορροπήσει σοφά το αρπακτικό γεράκι και τη φιλόστοργη χελιδόνα. Ο Γιώργος Αρμένης, λιτότερος όσο ποτέ άλλοτε και καίριος, η Ιωάννα Ζιανή χτυπάει ουσιαστικές φλέβες αλήθειας. Ο Κώστας Καζανάς κράτησε τον κεντρικό ρόλο με μέτρο, πυκνότητα ύφους και εσωτερικό κραδασμό. Οι νεαρότατοι μαθητές του Αρμένη, Μάνος Καρατζογιάννης και Κατερίνα Σκουρλή, έδωσαν ευοίωνα δείγματα εξωτερικής και εσωτερικής τεχνικής.

Όσοι ευτυχήσετε να δείτε έργο και παράσταση θα καταλάβετε πλήρως γιατί δεν επιχορηγήθηκε η τριαντάχρονη θητεία τού Αρμένη στο Θέατρο.