Εφημερίδα "Τα Νέα"

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Βιβλιοδρόμιο :: Κριτική θεάτρου

( μαραθών ή σιδών; :: 15-03-2003) 

Μαραθών ή Σιδών;

Ιδιαίτερα σημαντικά τα προβλήματα που βάζει για συζήτηση το τελευταίο έργο του Ρόναλντ Χάργουντ (του γνωστού και σε εμάς εδώ συγγραφέα τού «Αμπιγιέρ») «Προσωπική συμφωνία», το οποίο παίζεται με εξαίρετο τρόπο στο ένδοξο υπόγειο του «Θεάτρου Τέχνης»

ΚΩΣΤΑΣ ΓΕΩΡΓΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ

Είναι σημαντικό πως το έργο αυτό έχει τη βάση του, τα δεδομένα του, καλά θεμελιωμένα πάνω στην ιστορική πραγματικότητα και σε ελεγμένα ντοκουμέντα μιας ανάκρισης. Όμως ο προβληματισμός του συγγραφέα ξεπερνάει το συγκεκριμένο γεγονός και με νηφαλιότητα επεκτείνεται πάνω στο καίριο και πάντα καυτό θέμα της σχέσης των διανοουμένων και των καλλιτεχνών με την κοινωνία της εποχής τους και την πολιτική.

Στο συγκεκριμένο έργο που σχολιάζω σήμερα, ο Χάργουντ μας αναπτύσσει με διαλεκτική ισορροπία την υπόθεση Φουρτβένγκλερ, του μεγαλύτερου μουσικού διευθυντή του 20ού αιώνα, που κατηγορήθηκε για συνεργασία με το χιτλερικό καθεστώς και ανακρίθηκε μετά τον πόλεμο από έναν άμουσο Αμερικανό στρατιωτικό ανακριτή στις εκκαθαρίσεις αποναζιστικοποίησης. Έτσι, από τη μια ένας παθιασμένος για την τέχνη του δημιουργός, απομονωμένος από τα συνταρακτικά γεγονότα της πατρίδας του κι ενώ χιλιάδες συμπολίτες του κι όχι μόνον Εβραίοι αυτοεξορίζονται ή βασανίζονται μέχρι θανάτου στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, αφοσιωμένος στη μουσική και στην εντελή ερμηνεία της, φαίνεται να αδιαφορεί για την πολιτική κατάσταση αλλά και να υπηρετεί, έστω και παθητικά, τα προπαγανδιστικά σχέδια των ναζιστών που τον εκμεταλλεύονται, και από την άλλη ένας πουριτανός «πατριώτης» στρατιωτικός, αφοσιωμένος στο καθήκον προς την πατρίδα και τα ιδεώδη του φιλελευθερισμού, θέτουν ένα αιώνιο και ακόμα ουσιαστικά άλυτο πρόβλημα.

Ο ανακριτής θεωρεί αυτονόητο πως πρωτίστως ο πνευματικός άνθρωπος οφείλει να υπερασπίζεται τα τιμαλφή του ελευθέρου βίου, να παλεύει εναντίον της αυθαιρεσούσης εξουσίας, να υπονομεύει την τυραννίδα και, αν δεν έχει τα μέσα ή το σθένος, να απέχει, να αρνείται και να δραπετεύει σε χώρους ελεύθερους, μπαίνοντας επικεφαλής ιδεολογικής τουλάχιστον αντίστασης. Ο μεγάλος μαέστρος θεωρεί υπεκφυγή την αυτοεξορία, εγωιστικό καταφύγιο, βόλεμα και, επειδή άλλα όπλα δεν γνωρίζει από την τέχνη του, πολεμάει τον εχθρό μέσα στην καρδιά της εξουσίας, αντιτάσσοντας στην τυραννική κουλτούρα, στον λαϊκισμό, την υψηλή τέχνη, ως αντίβαρο και κατ' εξοχήν προϊόν ελευθέρας και αδούλωτης σκέψης, φαντασίας και έμπνευσης.

Δεν γνωρίζω τις οφειλές του Χάργουντ στη μεγάλη λογοτεχνική παράδοση που επεξεργάστηκε αυτό το θέμα. Θεωρώ μάλλον βέβαιο να γνωρίζει τον Καβάφη, ο οποίος πλέον σήμερα αναδεικνύεται ο μεγάλος ποιητής, διεθνώς, του 20ού αιώνα. Και ο Καβάφης έθεσε καιρίως αυτό το πρόβλημα ανεστραμμένο, στο έξοχο ποίημά του «Νέοι της Σιδώνος (400 μ.Χ.)». Εκεί σκηνοθετεί πέντε αρωματισμένους νεαρούς στην ελληνιστική παρακμή, να διασκεδάζουν με ερωτικά ελληνικά ποιήματα της περιόδου και ένας ζωηρός νεαρός της παρέας, «φανατικό παιδί για γράμματα», να αγανακτεί όταν ακούει το επίγραμμα που φέρεται από την παράδοση να έγραψε ο ίδιος ο Αισχύλος ως επιτύμβιό του και όπου συστήνεται στους μεταγενέστερους ως ένας απλός Αθηναίος πολίτης, που μαζί με τους άλλους (με τον «σωρό», θα σχολιάσει ο εστέτ νεαρός) πολέμησε τους Πέρσες στον Μαραθώνα, αποσιωπώντας τα ποιητικά του αριστουργήματα!

Στο πρόσφατα σχολιασμένο και ακριβοδίκαιο στις εκτιμήσεις του βιβλίο των Ρένου, Ήρκου, Στάντη Αποστολίδη καβαφικό επιλεγμένο ανθολόγιο, επισημαίνεται η διαλεκτική ζυγοστάθμιση μεταξύ των δύο στάσεων ζωής εκ μέρους του Καβάφη. Οι Σιδώνιοι νέοι, πολύ - δυστυχώς - κοντινοί μας και ομοϊδεάτες μας, ανεξαρτήτως του θράσους και του ιταμού ύφους του νεαρού αισθητή, υπερασπίζονται μια στάση ζωής αισθητική, με άξονα τις πνευματικές και ηθικές αξίες που απορρέουν από τη ζωή των ιδεών, πέρα και πάνω από την τετριμμένη, συχνά κτηνώδη, συχνότερα καταπιεστική και εξουσιαστική ιστορική αναγκαιότητα.

Η στάση αυτή ζωής δεν απέχει και πολύ από ό,τι παλαιότερα ονομαζόταν «τέχνη για την τέχνη». Ο μεγάλος μαέστρος πιστεύει ακράδαντα πως, καλλιεργώντας μέσα στο ναζιστικό καθεστώς την καθαρή μουσική, υπηρετώντας την ερμηνεία εις βάθος, του Μπετόβεν και του Μάλερ, κρατούσε τα ακροατήριά του άγρυπνα στις επάλξεις του πολιτιστικού ανθρωπιστικού ιδεώδους, πράγμα που τους καθιστούσε θωρακισμένους απέναντι στο προπαγανδιστικό μόλυσμα του πολιτικού μορφώματος. Ο ανακριτής, εμποτισμένος με τα ιδεώδη της μεγάλης (και λησμονημένης φευ, τώρα) αμερικανικής επανάστασης, υπερασπίζεται πρωτίστως τα ιδεώδη του ελεύθερου πολιτικού βίου, τον σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα αλλά, πάνω απ' όλα, την προτεραιότητα του μετέχειν στα κοινά και του υπηρετείν την πατρίδα από την προσωπική ευδοκίμηση και την αυτονομία της δημιουργίας.

Ο Θουκυδίδης, στην κλασική διατύπωση τού τι είναι στάση ζωής μέσα στη δημοκρατία, θεωρούσε τους μη μετέχοντες στα κοινά όχι απλώς απράγμονες αλλά αχρείους, άχρηστους, ρεμάλια. Ο Σωκράτης πάλι προτιμάει να αδικηθεί από την πόλη του, παρά να αυτοεξοριστεί και να ασκεί την «τέχνη» του εκτός του πολιτεύματος που τον γαλούχησε και του οποίου τα όρια σεβάστηκε και κατά τη διάρκεια της τυραννίδος, αφού αρνήθηκε να συνεργαστεί και να συνεργήσει, συνεχίζοντας να διδάσκει και να ενοχλεί, όπως και πριν.

Η Ιστορία είναι γεμάτη από τέτοια ανάλογα διλήμματα. Από τον Μακιαβέλι έως τον Δάντη, από τον Ουγκώ έως τον Μαρξ, από τον Χάινε έως τον Μπρεχτ, οι πνευματικοί άνθρωποι παίρνουν τούτη ή εκείνη τη στάση, το περιεχόμενο των οποίων ανέλυσε με νηφάλια διαλεκτική δεινότητα ο Γκράμσι αλλά, και μεταπολεμικά, ο Σαρτρ και ο Καμί, ο Μαν και ο Αντόρνο. Υποθέσεις όπως του Οπενχάιμερ, του Πάπα Πίου, του Πάουντ, του Χάιντεγκερ και του Χάιζενμπεργκ, του δικού μας εδώ καθηγητή Λούβαρη. Ενδιαφέρουσα είναι η λύση που έδωσε ο μεγάλος σκηνοθέτης Αϊζενστάιν, ο οποίος έθεσε το ταλέντο του στην υπηρεσία της πατρίδος όταν ξέσπασε ο πόλεμος, διακινδυνεύοντας να ταυτίσει το κοινό των ταινιών του τον Αλέξανδρο Νιέφσκι με τον Στάλιν, αφού και οι δύο τα έβαλαν με τους Τεύτονες, χωρίς να διστάσει στο δεύτερο μέρος τού «Ιβάν του Τρομερού» να υπαινιχθεί αρνητικές ταυτίσεις πάλι με τον Σοβιετικό δικτάτορα και να το πληρώσει ακριβά.

Όλοι πιθανόν θα θυμούνται πως μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, σιωπηλά αλλά κατευθυνόμενα, είχε κηρυχθεί πνευματική απεργία. Για περίπου τρία χρόνια, όσο διαρκούσε η άτεγκτη λογοκρισία, ουδείς εξέδιδε βιβλία, τουλάχιστον κάποιοι συνειδητοί πολίτες πνευματικοί άνθρωποι. Μετά όμως το '70, πάλι με σιωπηλή συμφωνία, αποφασίστηκε να εκμεταλλευθούμε τις ρωγμές, να αντιπαραταχθούμε στην «αισθητική» του απριλιανού καθεστώτος. Και τότε βγήκαν τα γνωστά κείμενα του Σεφέρη, του Τσίρκα και των άλλων δημοκρατικών συγγραφέων, συλλογές αριστερών ποιητών (Αλεξάνδρου, Κατσαρός, Σαχτούρης, Δάλλας κ.ά.), δίσκοι με σημαίνοντα τραγούδια, τότε έγινε η έκθεση του Κανιάρη με τα γυψωμένα γαρίφαλα, η έκθεση του Περδικίδη, τα εξώφυλλα του Μυταρά.

Υπάρχει πάντα ένα άλυτο πρόβλημα για τους δημιουργούς που επιλέγουν, χωρίς να συνεργούν, να ζουν και να εργάζονται σε τυραννικά καθεστώτα, πράγμα που το ισχυρίζεται και ο Φουρτβένγκλερ ως αναπόφευκτο να χρησιμοποιήσει το καθεστώς το έργο του δημιουργού ως επιχείρημα για να στηρίξει το κύρος του ή να επικαλεστεί τις ελευθερίες, τουλάχιστον της έκφρασης και του καλλιτεχνικού πλουραλισμού που επέτρεψε να αναπτυχθούν.

Στη διάρκεια της δικής μας πρόσφατης δικτατορίας ακόμη και το «Εθνικό Θέατρο», αλλά και δεκάδες άλλα, έπαιζαν κατά κόρον Μπρεχτ. Αλλά και το υψηλό επίπεδο των νεοελληνικών έργων στη διάρκεια της επταετίας, έργων άκρως αποκαλυπτικών για τους μηχανισμούς της καταπίεσης, του τρόμου, των βασανισμών και της αόρατης απειλής, χρησιμοποιήθηκε από το καθεστώς ως επιχείρημα ανοχής των ιδεών!!

Στο «Θέατρο Τέχνης», η μεταφράστρια και σκηνοθέτις Αθανασία Καραγιαννοπούλου, επιβεβαιώνοντας τις ελπίδες που στηρίξαμε σε αυτήν, έστησε μια θαυμάσια παράσταση, με έξοχους ρυθμούς, εσωτερικές εντάσεις και σοφή ισορροπία. Οι Βέττας και Σιδερίδου (σκηνικά κοστούμια), ο Αναστασίου (φωτισμοί), ο Τσαλαχούρης (μουσική επιμέλεια) δημιούργησαν το πλαίσιο μέσα στο οποίο ένας νευρώδης, ειρωνικά κυνικός και άξεστος πουριτανός Φέρτης και ένας νηφάλιος, κατασταλαγμένος, αλλά και παραιτημένος και περιφρονητικός Άγγελος Αντωνόπουλος έδειξαν τη μεγάλη κλάση τους, που σημαίνει εντέλει λιτότητα μέσων και συναισθηματική πληρότητα. Άξιος δίπλα τους ο εκπληκτικός καρατερίστας Μ. Μαυροματάκης, ο στέρεος Νίκος Νίκας, η μετρημένη Μπατζόγλου και η φορτισμένη λίγο υπέρμετρα Μιχαλοπούλου.