Εφημερίδα "Τα Νέα"

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Ορίζοντες :: Κριτική θεάτρου

( υποκριτικό πολύεδρο :: 17-03-2003) 

ΘΕΑΤΡΟ

Υποκριτικό πολύεδρο

Η πληθώρα των παραστάσεων που μας υποχρεώνει η τρέχουσα θεατρική περίοδος να παρακολουθήσουμε μάς αναγκάζει πολλές φορές να καταφύγουμε και μάλιστα συχνά, εκτός εορτής, όταν έχουν οι βραχύβιες λόγω πλουραλιστικού δραματολογίου αποχωρήσει από τη σκηνή

ΚΩΣΤΑΣ ΓΕΩΡΓΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ

Σκηνή από την παράσταση που ανέβασε το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας στο «Σύγχρονο Θέατρο», ο «Βυσσινόκηπος» του Τσέχωφ σε μετάφραση των Μάγιας Λυμπεροπούλου - Θέμη Μουμουλίδη (ο οποίος είχε και την σκηνοθετική ευθύνη)

Επειδή μερικά από τα έργα που ήδη κατέβηκαν είναι γνωστά, έχουν αναλυθεί συχνά και ανήκουν στο επαναλαμβανόμενο κατά καιρούς ρεπερτόριο, άρα παρέλκει μια δραματουργική ή θεατρολογική τους προσέγγιση, θα περιοριστώ στα δύο σημερινά πρώτα στις ερμηνευτικές τους προσεγγίσεις και μόνο. Και πρώτα πρώτα το παλαιότερο και το εντελέστερο έργο του Τσέχωφ, τον «Βυσσινόκηπο» που ανέβηκε και στην Αθήνα στο «Σύγχρονο Θέατρο» από το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας. Εν πρώτοις η νέα μετάφραση των Μάγιας Λυμπεροπούλου και Θέμη Μουμουλίδη, σαφώς είναι μια εργαστηριακή σύνθεση από διάφορες πετυχημένες ώς τώρα λύσεις του ίδιου κειμένου, ξένες και ελληνικές. Δουλειά θαυμάσια αυτή καθαυτή, αφού όπως φάνηκε δουλεύτηκε στις πρόβες ως ένα προφορικό κείμενο που έπρεπε να το γευτούν προσωπικά οι ηθοποιοί ανάλογα με τις παράλληλες καταδύσεις στους ρόλους τους.

Ο Θέμης Μουμουλίδης, που είχε τη σκηνοθετική ευθύνη, είχε σχεδιάσει και τον χώρο της δράσης, αρκούντως ενδεικτικό και άκρως αφηρημένο, με μόνα στηρίγματα έπιπλα και μπρεχτικώς απαραίτητα αξεσουάρ. Τα κοστούμια του Ζαρίφη είχαν έντονη θεατρικότητα, δηλαδή ενίσχυαν την χαρακτηρολογία παρά αναδείκνυαν την ιστορικότητα της εποχικής μόδας. Έτσι το βάρος έπεφτε στους δραματουργικά φορτισμένους φωτισμούς του Κουτσαφτή. Η μουσική που συνέθεσε ο Θύμιος Παπαδόπουλος γεφύρωνε διακριτικά, αλλά σαφώς τονίζοντας την απόσταση, τις εποχές, το τότε με το σήμερα. Ο Μηνάς Χατζησάββας κατόρθωσε να πιάσει το μέτρο της σκηνοθεσίας, το «γράδο» της. Πράγματι, ο Μουμουλίδης δέχτηκε την πρόκληση του Τσέχωφ ότι το έργο του είναι κωμωδία. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι ρέπει ούτε προς τη φάρσα ούτε στην παρωδία ούτε στην κοινωνική σάτιρα. Πρόκειται για μια κωμωδία καταστάσεων και ηθών. Άρα μέσα στην καθαρά νατουραλιστική ή αν θέλετε κριτικά ρεαλιστική ατμόσφαιρα η ζωή εμφανίζεται με τις τρέχουσες αντιφάσεις της, τα ανεβοκατεβάσματα της θερμοκρασίας, την ανάμειξη συναισθηματισμού, κυνικότητας, οικειότητας, απροσδόκητου, ανοικειότητας, ρουτίνας, εκρήξεων και ονειροπολήσεων. Δύσκολο έργο με επικίνδυνες παρακινδυνευμένες ισορροπίες. Ο Χατζησάββας τις βρήκε και τις κράτησε στον Λοπάχιν. Ο ρόλος αυτός παίζεται συχνά ως τυπικός αγροίκος. Λάθος. Είναι ένας αμήχανος συναισθηματικός ασβός, ένας σκαντζόχοιρος που οχυρώνεται για να μη φανούν οι συναισθηματικές του ρωγμές. Εξάλλου είναι ένας δυνάμει αυριανός μεγαλοαστός και το προζύμι το έχει έτοιμο.

Η Λυμπεροπούλου σωστά, κατά τη γνώμη μου, πήγε κόντρα στο γενικό ύφος. Μιμήθηκε την πόζα μιας κοινωνίας που χάνεται, ξινής, αδιάφορης, υποκριτικής, αλλά κι αυτής στο βάθος ευάλωτης που αληθεύει ψευδόμενη. Έξοχος ο Επιχόντοφ του Απαρτιάν, ισόρροπη η Βάρια της Βολιώτη και καλά δομημένη η Σαρλότα της Γιάννας Νικολοπούλου. Ο Γκάγεφ του Αλέξανδρου Μυλωνά ήταν χαρακτηρολογικά λίγο συγκεχυμένος, ο ηθοποιός δεν είχε ψάχνοντας εντοπίσει την κυρίαρχη τυπολογική του εστίαση. Ο Γιούργος στέρεος, ο Φαλελάκης μετρημένος σε δύσκολο ρόλο (Γιάσα), ο Τροφίμοφ του Τάσου Γιαννόπουλου χωρίς τις γνωστές τάχα επαναστατικές ή αναρχίζουσες εξάρσεις, η Άνια της Κοντομάρη υποκριτικά ασταθής και ψευτίζουσα και ο Φιρς του Αστεριάδη συγκλονιστικός.

Μια παράσταση που σε υποχρεώνει να την προσέξεις και να συζητήσεις μαζί της.

Ταξίδι μεγάλης μέρας χωρίς εξάρσεις

Αντίθετα η παράσταση του έργου του Ο' Νιλ «Ταξίδι μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα» στο Εθνικό Θέατρο («Κάππα») δεν σε ωθούσε σε κανενός είδους προβληματισμό. Στρωτή παράσταση, χωρίς αισθητισμούς αλλά και χωρίς εξάρσεις, υπηρέτησε το γράμμα και εν πολλοίς το πνεύμα του συνταρακτικού κειμένου του μεγάλου Αμερικανού δραματουργού. Η δοκιμασμένη μετάφραση της Γαληνέα έδωσε την ευκαιρία στους ηθοποιούς να αναπτύξουν τους γερά οργανωμένους ρόλους τους.

Ο Γιάννης Ιορδανίδης είναι ένας πεντακάθαρος σκηνοθέτης, τουλάχιστον στο ρεαλιστικό θέατρο. Ξέρει να οργανώσει μια σκηνή, να διδάξει ή να υποδείξει συμπεριφορές και κυρίως γνωρίζει να προφυλάσσει τους ηθοποιούς του από υπερβολές, εκρήξεις και ρυθμικές αστοχίες.

Είχε την τύχη να διαθέτει τέσσερις έμπειρους ηθοποιούς και έναν πολλά υποσχόμενο. Ο τελευταίος, ο Χρήστος Λούλης, θα λάμψει και γρήγορα. Έχει κατακτημένη τεχνική, ευέλικτο σωματικό και φωνητικό όργανο, εύπλαστο συναισθηματικό ταμείο και έξοχη σκηνική παρουσία. Έπλασε τον νεαρό Έντμοντ με κύρος, σιγουριά και ευαισθησία.

Ο Κωνσταντίνος Κωνσταντόπουλος (Τζέιμι) είναι ηθοποιός με έξοχη κίνηση, θεία φωνή βιολοντσέλου και θαυμαστό τάιμινγκ. Είχε να ξεπεράσει ένα σκόπελο. Τη σκηνή της μέθης. Υπέπεσε σε υπερβολές και κλισέ χωρίς να λερώσει την εικόνα του ρόλου, αλλά πόσοι ηθοποιοί μπορούν να ξεπεράσουν αυτό το σκόπελο. Το μεθύσι είναι η λυδία λίθος της μεγάλης υποκριτικής. Εντέλει, το μεθύσι δεν παίζεται ως κάμωμα ούτε ως ανάμνηση μεθυσμένου. Δεν χρειάζεται ούτε να παραπαίεις. Αντίθετα, ο μεθυσμένος πατάει γερά.

Ο Γιώργος Μοσχίδης, ηθοποιός με τεράστια πείρα, μέτρο, κυρίαρχος της ατάκας, έπαιξε τον Τζέιμς Τάιρον λιτά, ρεαλιστικά, χωρίς να τονίσει τον φαμφαρονισμό του θεατρίνου ούτε τον καμποτινισμό του. Αυτά χρειάζονται την εξπρεσιονιστική τεχνική ενός Μινωτή.

Ο Μοσχίδης ανήκει στον ποιητικό ρεαλισμό και τα περιγράμματα της υπόκρισής του είναι ήπιες χαράξεις και όχι έντονες. Προσωπικά με έπεισε πως ο ρόλος παίζεται κι έτσι!

Η μεγάλη κυρία του θεάτρου μας, η Βέρα Ζαβιτσιάνου ήταν συνταρακτική Μαίρη. Έπαιξε την εξάρτησή της από τη μορφίνη με τρόπο υποδειγματικά τυπικό κατ' αρχάς. Αργές, ασταθείς κινήσεις, χαμηλοί φωνητικοί τόνοι, φωτοφοβία, υπερευαισθησία στην αφή, ευέξαπτη στο άγγιγμα. Ύστερα πάνω σ' αυτό πρόσθεσε ανησυχία, τρόμο, φοβίες εν γένει, ένα φευγάτο βλέμμα και μια αδιόρατη αλλά σαφή αδιαφορία για τα τρέχοντα και εμμονή στο πάθος. Μάθημα.

Απολαυστικοί «Σιδεράδες»

Ο Δημήτρης Πιατάς, η Νένα Μεντή και ο Χρήστος Βαλαβανίδης στους «Σιδεράδες»

Τελειώνω με μια έξοχη παράσταση του απολαυστικού έργου του Μίλος Νίκολιτς «Σιδεράδες» που παιζόταν στο «Από μηχανής θέατρο». Ο Κωνσταντίνος Αρβανιτάκης, όταν εγκαταλείπει τα μεταμοντέρνα τεχνάσματα, αναδεικνύεται μάστορας ρυθμού και οργάνωσης σχέσεων. Σκηνοθέτησε το έργο, ένα κυκλικό κόμικ, ένα ξεκαρδιστικό στην επιφάνεια και σπαρακτικό στο βάθος «ανέκδοτο» με κέφι, μέτρο, ισορροπίες και λαϊκό χιούμορ. Ο μάστορας Τάσος Ζωγράφος έδειξε την κλάση του. Έστησε ένα αυθεντικό σιδεράδικο, αλλά μας έκλεισε και το μάτι ότι είμαστε σε θέατρο. Ο Νίκος Τουλιάτος «έγραψε» μια καταπληκτική μουσική για ποικίλους φυσικούς μετάλλινους ήχους «για αμόνι και σφυριά». Το κωμικό δίδυμο του Πιατά και του Βαλαβανίδη φτάνει στα όρια του κλασικού ντουέτου. Ο Πιατάς ως αγέλαστος Μπάστερ Κίτον, ο Βαλαβανίδης ως Κοστέλο ή ως Φάτι αμιλλώνται σε έξοχους ρυθμούς, γεμίζουν με ουσία τις σιωπές, σχεδιάζουν από μία χειρονομία επιθυμίες και απωθημένα. Κλόουν και συνάμα στέρεοι τύποι της καθημερινότητάς μας αναδεικνύουν τη θεατρικότητα ως ζωή και το αντίστροφο.

Δίπλα τους η εμπειρία, η λιτότητα και το βαθύ θηλυκό χιούμορ της Νένας Μεντή θριαμβεύει προσθέτοντας στην αφέλεια των ανδρών μια γερή δόση ενστικτώδους πανουργίας. Ο Μπάμπης Σαρηγιαννίδης και ως φιγούρα και ως παρουσία απροσδόκητη συμπλήρωσε την εύστοχη διανομή και ολοκλήρωσε την απόλαυση.