Εφημερίδα "Τα Νέα"

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Ορίζοντες :: Χρονογράφημα

( το παρελθόν ως μασκαράς :: 11-03-2003) 

ΣΤΗΝ ΑΝΑΠΑΥΛΑ

Το παρελθόν ως μασκαράς

ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΦΑΣΟΥΛΗΣ

Πώς βρέθηκα έπειτα από τόσα χρόνια, τελευταία αποκριά, στην Κυψέλη και σε γνωστά απ' τα παλιά κι άγνωστα τώρα μέρη… άγνωστον. Κατέβαινα πάντως τη Λεωφόρο της κι όπως με πήρε η κατηφόρα έφτασα ώς της Κυψέλης τις αρχές, εκεί Κιμώλου, ένα στενό δρομάκι που πέρασα κοντά είκοσι χρόνια απ' τη ζωή μου (η οποία τότε ήταν κανονική, με χαρές, λύπες, εκδρομές, έρωτες, απογοητεύσεις, επιτυχίες κι αποτυχίες σ' όλα τα επίπεδα, δεν είχε αυτό το αντισηπτικό αδιάβροχο που σε προστατεύει μεν από κάθε αλλαγή καιρού, αλλά σε κάνει να βλέπεις τη ζωή μέσα από το πλαστικό διαφανές του προφυλακτικού). Κόψε λίγο να κατέβω, λέω… Κατέβηκα. Προχώρησα έξω από την πολυκατοικία νούμερο 4. Σ' αυτή την πόρτα με το κρύσταλλο πίσω απ' τα κάγκελα, μπήκα στα μέσα του '60, με τη σάκα στο χέρι, και βγήκα αρχές '80 ηθοποιός, με θέατρα, ραδιόφωνα, τηλεοράσεις κι ένα μικρό κενό στο στήθος που αντηχούσε σε κάθε βήμα της ζωής σαν να ειρωνευόταν την πορεία. Να 'ναι καλά αυτό το "άδειο". Αυτό με έσωσε απ' τον πλήρη εξευτελισμό του καλλιτέχνη που έκρυβα μέσα μου καλά μεν, συγχρόνως δε τον διαπόμπευα δημοσίως. Άλλοι καιροί, άλλα ήθη.

Κοίταξα ξανά το σπίτι. Απ' τη μια μεριά μεσοτοιχία με το "Κιμώλου 2" κι απ' την άλλη είχε ένα μικρό αδιέξοδο, που όταν πρωτοπήγα ήταν μια τετραγωνισμένη αλάνα για να παίζουν παιχνίδια ορθογωνισμένα τα παιδιά της γειτονιάς, λίγο αργότερα έγινε ελεύθερο πάρκινγκ για νεοαποκτηθέντα αυτοκίνητα, "Τάουνους" "Ζέφυρ", "Πλύμουθ", "Ενεσού", "Τράιουμφ" και κάνα "Μίνι Κούπερ", κι αργότερα του πέρασαν και αλυσίδα με λουκέτο στο έμπα και το κλειδί το κράταγαν μόνο οι κατοικούντες στις πλευρές του αδιεξόδου. Μάλιστα το 'χαν γράψει κι έτσι πρόχειρα σε μια ταμπέλα ξύλινη. "Αδιέξοδο Κιμώλου. Πάρκιν των κατοίκων", το διάβαζα κάθε πρωί κι έλεγα να: "Σε τούτο το αδιέξοδο έχω παρκάρει τη ζωή μου".

Μάλιστα υπήρχε μια ιστορία σκοτεινή τότε από κείνο το αδιέξοδο και για χρόνια κάθε που πήγαινε τρεις και πέντε το πρωί ένα τηλέφωνο άρχιζε να χτυπάει επίμονα και κανείς μα κανείς ποτέ δεν το σήκωνε. Σαν κάποιος να ζητούσε απεγνωσμένα να μιλήσει κι ο άλλος ή η άλλη δεν το σήκωνε να πει μια κουβέντα. Στην αρχή ξυπνάγαμε, βγαίναμε στα μπαλκόνια. Οργανώσαμε και παρακολουθήσεις, βάλαμε τον ΑΕΚ τον θυρωρό. Νίκο τον λέγανε αλλά επειδή ήταν φανατικός τον φώναζαν με την ομάδα του. Κι αυτός όλο χαρά απαντούσε σε μια δικιά του γλώσσα με ακατάληπτες λέξεις, μια θυμάμαι "κερασινόβιο", που όσο κι αν με ρωτήσετε "κερασινόβιο" δεν ξέρω τι σημαίνει. Βάλαμε λοιπόν τον ΑΕΚ να καραδοκήσει σε ποιον τηλεφωνούν και δεν το σηκώνει. Αλλά κι αυτός τίποτα… δεν έβγαλε άκρη… Κάθε τρεις και πέντε άγρια χαράματα, χτύπαγε επίμονα ένα τηλέφωνο που δεν το σήκωνε κανείς στο αδιέξοδο της Κιμώλου. Τώρα το αδιέξοδο δεν έχει αυτοκίνητα, δεν έχει αλυσίδες με λουκέτα. Ο δήμος; Οι περίοικοι; Κάποιος τέλος πάντων μερίμνησε κι έχουν φυτέψει μικρές νεραντζούλες φουντωτές και κάνει εκεί το αδιέξοδο μια παρωδία κήπου. Πάμε της λέω της Μαργέτας που 'χε ντυθεί "Άντζελα Ζήλια σε ταινία του '60", κι όπως κάνουμε να μπούμε στο αυτοκίνητο μέσα στη νύχτα του Μάρτη αρχίζει επίμονα ένα τηλέφωνο και πάλι να χτυπά. Έμεινα ακίνητος, στη μέση του δρόμου, στη μέση του χρόνου να κοιτάω προς τα παράθυρα ποιο φως θ' ανάψει… Μόνο η Μαργέτα-Άντζελα μαζί και Ζήλια δεν μάσησε…

-Άσε τα σάπια, Σταμάτη. Εσύ παίρνεις απ' το κινητό. Μια ζωή θέατρο, ρε παιδί μου. Δεν αλλάζεις. Έλα πάμε να φύγουμε, χρονιάρες μέρες, κι άσε τα κόλπα με τα τηλέφωνα. Θες μελό; λοιπόν! Αρκέσου "στο αδιέξοδό της ζωής σου που ντύθηκε περιβόλι" και καλή Σαρακοστή.