Εφημερίδα "Τα Νέα"

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Βιβλιοδρόμιο :: Κριτική βιβλίου

( από τον μαρξ στη βανδή :: 04-01-2003) 

Διηγήματα από τον Βασίλη Πεσμαζόγλου

Από τον Μαρξ στη Βανδή

Αν τα διηγήματα του Βασίλη Πεσμαζόγλου του "Αγίου Βαλεντίνου" διαβάζονται με εξαιρετικό ενδιαφέρον, δεν είναι ούτε για τη συναρπαστική πλοκή τους ούτε γιατί αποτελούν, κατά το οπισθόφυλλο, "σύγχρονες ιστορίες δύσκολων, γελοίων, περίεργων, κεραυνοβόλων αλλά και βραχύβιων ερώτων"

ΘΑΝΑΣΗΣ Θ. ΝΙΑΡΧΟΣ

Διαβάζονται σχεδόν απνευστί, γιατί ενώ στα χέρια ενός άλλου συγγραφέα το ίδιο υλικό, στην ανάπτυξή του, θα γινόταν θηλιά στον λαιμό του αναγνώστη, στα διηγήματα του Βασίλη Πεσμαζόγλου όσο δραματικές κι αν είναι οι καταστάσεις που μέσα τους εμπλέκονται οι ήρωές του, βγαίνουν οι τελευταίοι πάντοτε στο φως, αν όχι καρδαμωμένοι, τουλάχιστον νηφάλιοι και περίπου ατραυμάτιστοι. Αν και εναποθέτουν στον έρωτα την ύπαρξή τους ολόκληρη, όταν έχει εκπνεύσει το πάθος που τον φούντωνε τον βιώνουν τον έρωτα σαν μια αναπόφευκτη περιπέτεια, ίδια με τις καθημερινές ενασχολήσεις τους που δεν τους στοίχισαν τίποτα.

Βέβαια, όσο και αν τις σελίδες του "Αγίου Βαλεντίνου" τις αναθερμαίνει συχνά ένα συγκρατημένο πάθος, που την ποιότητά του δεν θα τη συναντήσει κανείς στα διηγήματα ακραιφνώς ερωτικών πεζογράφων, σαφέστατα πρόκειται για την πεζογραφία ενός στοχαστή, ενός διανοούμενου, που εξίσου καταλυτικό θα ήταν ένα δοκίμιό του για τις ερωτικές σχέσεις, σχέσεις που όσο υπαινικτικότερες διαγράφονται και όσο αφανέστερες παραμένουν τόσο γοητευτικότερη γίνεται η αναπαράστασή τους. Η στοχαστική καταγωγή τού Βασίλη Πεσμαζόγλου καταδείχνεται από το γεγονός ότι γνωστά ονόματα καλλιτεχνών που κυκλοφορούν στις σελίδες του, αν και σημεία λυτρωτικής αναφοράς για τους ήρωές του, τελικά βαραίνουν αρνητικά στις σχέσεις τους. Φαίνεται πως η έμμεση μνεία τους θα έκανε πολύ πιο ισχυρό το αφηγηματικό στημόνι.

Ο συγγραφέας Βασίλης Πεσμαζόγλου (φωτό: Μαριάννα Οικονόμου)Διευκρινίζω λέγοντας ότι η απουσία του ονόματος του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη στο "Τρίτο Στεφάνι" του Κώστα Ταχτσή, ενώ σαφέστατα το ζητεί η σύμφραση του σχετικού χωρίου, γίνεται ακριβώς λόγω της απουσίας αυτής πολύ πιο συναρπαστική η ομόλογη σελίδα απ' ό,τι η συνεχής παράθεση του ονόματος του Μπέρκμαν στο ομότιτλο διήγημα του Πεσμαζόγλου. Χωρίς, ωστόσο, να μπορεί να πει κανείς το ίδιο για τα διηγήματα "Φόυερμπαχ" και "Η πίσω πλευρά της Ύδρας", όπου όσο ακατάλληλο αποδείχνεται στο πρώτο το "Κεφάλαιο" του Μαρξ για να κρατήσει ενωμένους τους εραστές, χάριν της κοινής τους θητείας σ' αυτό, άλλο τόσο στο δεύτερο η αποστροφή τους για τα τραγούδια της Δέσποινας Βανδή δεν κατορθώνει ν' αποτελέσει έναν ισχυρό συνεκτικό δεσμό των ερωτευμένων.

Όσο και αν η ειρωνική διάθεση του συγγραφέα κάνει να βράζουν στο ίδιο καζάνι το σημαντικό (που είναι το "Κεφάλαιο") με το ευτελές (που είναι το τραγούδι της Βανδή), δεν υπάρχουν και οι δύο κατηγορίες παρά ως δηλωτικές τής αποτυχίας του έρωτα όταν προσπαθεί να υπάρξει μέσα από ευρέως αναγνωρίσιμα και πολύ εκτεταμένα σημάδια. Με συνέπεια το πρόβλημα της επικοινωνίας να μετατίθεται διαρκώς ή να πιστεύει κανείς πως θα το λύσει με ό,τι συνιστά την επιδείνωσή του. Για τούτο και κάνει εντύπωση σε ένα τόσο έντονα, έστω και ανέμελα, προβληματισμένο για τον έρωτα βιβλίο, η ύπαρξη των όποιων "χυδαίων" λέξεων καθώς τις πετά έξω ένα εξαιρετικά επιμελημένο ύφος.

Θέλω να πω ότι όφειλε ν' αντιληφθεί την παγίδα ο συγγραφέας, πως οι λέξεις αυτές ακούγονται όπως στο στόμα ενός καλοαναθρεμμένου παιδιού που δεν θέλει να υπολείπεται από τους "αλήτες".

Ο μεγάλος απών

Πάντως, χωρίς έστω και ένα διήγημα να υπαινίσσεται τη μεγάλη "συνάντηση" που είναι ο έρωτας (με εξαίρεση το διήγημα "Η επιστροφή της Πηνελόπης") κάνουν όλα μαζί τον έρωτα, που φαίνεται να είναι ο πρωταγωνιστής του βιβλίου, να φαντάζει ως ο μεγάλος απών. Ένας έρωτας που ολοκληρώνεται συχνά με μια υπαλληλική αντίληψη, που ακόμα και εκείνοι που φαίνονται να παρεκτρέπονται ή να αμαρτάνουν, αντί να εύχονται την επιμήκυνσή του, να βιάζονται να απαλλαγούν μια ώρα αρχύτερα απ' αυτόν. Φαίνεται να ευθύνεται η επιτακτική ανάγκη του συγγραφέα για σχολιασμό, που την αφήνει ωστόσο ανικανοποίητη, καθώς πλημμυρίζει τα διηγήματά του με γεγονότα, που και λιγότερα αν ήταν, δεν θα αμφισβητούσε κανείς την οργιαστική του φαντασία, έστω κι αν πρόκειται για τη φαντασία ενός λεπταίσθητου διανοούμενου.

ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ, Ο ΕΡΩΤΥΛΟΣ

"Ωραία όλα αυτά, ας μην τρέφεσαι από την επικαιρότητα, ας θρέψεις τουλάχιστον την οικογένειά σου", μου απάντησε επιτιμητικά η Ξανθίππη, καθώς άλλαζε την πάνα του ενός μωρού, ελέγχοντας με την άκρη του ματιού της το άλλο, τι σκαρώνει. "Τι κόσμος άραγε να τα περιμένει, αυτά τα πλάσματα;" σκέφτηκα, ανοίγοντας το κομπιούτερ και αρχίζοντας να γράφω. Αλλά δεν είπα κουβέντα, για να μην την ερεθίσω κι άλλο και με πει Αλκιβιάδη. Άλκη με λένε, Άλκη με φωνάζει κι εκείνη, αλλά στιγμές στιγμές, όταν με έχει φούρκα, αρέσκεται σε αυτήν τη στιγμιαία μετονομασία. Διότι αν και φυσικός-μετεωρολόγος στο επάγγελμα, με συναγωνίζεται επάξια σε γνώσεις αρχαιοελληνικής γραμματείας. Και γνωρίζει πολύ καλά τι κουμάσι ήταν αυτός ο ερωτύλος επιπόλαιος συνονόματός μου" ("Η επιστροφή της Πηνελόπης", σελ. 70)