Εφημερίδα "Τα Νέα"

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Βιβλιοδρόμιο :: Κριτική βιβλίου

( πτήσεις αγγέλων με... διαβολικά μέσα :: 18-01-2003) 

Πτήσεις αγγέλων με… διαβολικά μέσα

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ

Από έναν συγγραφέα όπως ο Αλέξης Πανσέληνος, που έχει και την τάση και την ικανότητα να καταπιάνεται με μεγάλα μεγέθη, να δίνει στοχαστικό βάθος στις ιστορίες του και να χρησιμοποιεί τολμηρά, αλλά όχι εξεζητημένα αφηγηματικά τεχνάσματα, θα περίμενε κανείς κάτι όχι λιγότερο από τον Κoυτσό Άγγελο.

Κάτι περισσότερο; Αυτό χωράει αρκετή συζήτηση. Ένα νουάρ μυθιστόρημα που διαδραματίζεται στα χρόνια της Κατοχής; Ναι, Ο κουτσός ΄Αγγελος μπορεί να περιγραφεί και έτσι, τουλάχιστον ως προς τη φόρμα του. Η ιδέα δεν είναι καινοφανής στην πεζογραφία μας. Την εφάρμοσε πέρσι ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης στο Ουζερί Τσιτσάνης, την προτύπωσε, κατά κάποιον τρόπο, το 1998 ο Ανδρέας Αποστολίδης στο Αστυνομικές ιστορίες για πέντε δεκαετίες. Δεν παύει, όμως, να είναι μια ενδιαφέρουσα ιδέα. Δεν θα επιμείνω εδώ σ' εκείνο που έχω γράψει επανειλημμένα και έχουν εξηγήσει θεωρητικοί επιφανέστεροι από εμένα: ότι οι διάφορες μορφές αστυνομικού αφηγήματος προσφέρουν ένα πρώτης τάξεως όχημα για να διερευνήσει κανείς ζητήματα που δεν απασχολούν τους τυπικούς εκπροσώπους της αστυνομικής λογοτεχνίας. Θα προσθέσω μόνον ότι υπάρχει μία απαραίτητη προϋπόθεση: να αγαπάει ο συγγραφέας το είδος που χρησιμοποιεί ως πρόσχημα, δηλαδή να μην το αντιμετωπίζει εντελώς ως πρόσχημα, αλλά να μπορεί να συγκινείται με τέτοιες ιστορίες. Ο Πανσέληνος πληροί αυτή την προϋπόθεση.

Αλλά οι οφειλές του Κουτσού Άγγελου δεν περιορίζονται στο νουάρ αφήγημα. Φαίνεται να επεκτείνονται σ' ένα μυθιστόρημα εντελώς διαφορετικού τύπου: το Δόκτωρ Φάουστους του Τόμας Μαν. Εκεί, ο Διάβολος, που παρουσιάζεται με διάφορες σύγχρονες ανθρώπινες μορφές, κλείνει μια συμφωνία με τον μουσικοσυνθέτη Άντριαν Λέβερκυν: του δίνει έμπνευση και παίρνει ως αντάλλαγμα την υγεία του. Εδώ, ο Διάβολος, που επίσης αλλάζει κάθε φορά παρουσιαστικό και στιλ, μένοντας ωστόσο σταθερά αναγνωρίσιμος ως ένας κοτσονάτος, επιβλητικός, εκκεντρικός ηλικιωμένος κύριος, ο οποίος συστήνεται με το κάθε άλλο παρά διαβολικό όνομα Αγάθος (αλλά μήπως τέτοια δεν κάνει πάντα ο Διάβολος ή τουλάχιστον η διαβολική ειρωνεία των συγγραφέων;), ο Αγάθος-Διάβολος, λοιπόν, επεμβαίνει πάλι στη ζωή ενός μουσικοσυνθέτη, αυτή τη φορά όμως με πιο πολύπλοκο τρόπο: δεν συναλλάσσεται άμεσα με τον Μίλτο Μπεράτη, τον μουσικό ο οποίος τον ενδιαφέρει, αλλά με τον Ελληνοαμερικανό ιδιωτικό ντετέκτιβ Άγγελο Σωτηρίου, στον οποίο αναθέτει έναντι αδράς αμοιβής την προστασία του Μπεράτη. Ποιο θα είναι το αντάλλαγμα; Αυτό δεν θα δηλωθεί ποτέ ρητά, αλλά μπορούμε να κάνουμε διάφορες υποθέσεις.

Οι κίνδυνοι που απειλούν τον Μίλτο Μπεράτη δεν είναι λίγοι: η κακή υγεία του, τα αντιγερμανικά φρονήματα και η συμμετοχή του στο ΕΑΜ Καλλιτεχνών, ο παράνομος δεσμός του με τη γυναίκα ενός στενού φίλου του, τη γοητευτική Μαρίκα Κανέλλη. Ωστόσο, η μεγαλύτερη απειλή γι' αυτόν αποδεικνύεται ότι είναι ο φοβερός Γερμανός διευθυντής ορχήστρας Μπόντο Φρόμπεργκερ, ο οποίος έχει έρθει για να διευθύνει μια παράσταση του Χρυσού του Ρήνου στην Εθνική Λυρική Σκηνή. Ο Φρόμπεργκερ, που γνωρίζει τον Μπεράτη από την εποχή των σπουδών εκείνου στη Γερμανία, τον μισεί θανάσιμα, γιατί τον θεωρεί εκπρόσωπο της "παρακμιακής" μουσικής, και ζητάει αφορμή για να τον εξοντώσει.

Ο συγγραφέας Αλέξης Πανσέληνος

Μίλτος Μπεράτης, Μπόντο Φρόμπεργκερ. Όπως στο προηγούμενο μυθιστόρημα του Πανσέληνου, το Ζαΐδα ή Η καμήλα στα χιόνια, δύο βασικοί χαρακτήρες απηχούν υπαρκτές μορφές και (φαίνεται να) ενσαρκώνουν, εκτός από τη σύγκρουση ανάμεσα στην καλλιτεχνική παράδοση και την καλλιτεχνική πρωτοπορία, μια αντιπαράθεση Ελλάδας - Δύσης. Ο Μίλτος Μπεράτης θυμίζει "σκανδαλωδώς" τον Νίκο Σκαλκώτα: καταγωγή από τη Χαλκίδα, φιλάσθενη κράση, σπουδές στη Γερμανία, ατονική μουσική. Ο Μπόντο Φρόμπεργκερ, πάλι, δεν μπορεί παρά να μας φέρει στον νου τον Βίλχελμ Φούρτβαινγκλερ: γιος διάσημου αρχαιολόγου που έκανε ανασκαφές στην Ελλάδα, συνεργασία (αν και όχι ταύτιση) με το χιτλερικό καθεστώς, μεγάλη αντιπαλότητα με τον Τοσκανίνι, νεορομαντισμός. Αλλά ούτε ο Φρόμπεργκερ είναι ο Φούρτβαινγκλερ ούτε ο Μπεράτης είναι ο Σκαλκώτας. Ο συγγραφέας, αν δεν παίζει απλώς με τις ομοιότητες ανάμεσα στα φανταστικά και τα υπαρκτά πρόσωπα, ίσως προβάλλει στα πρώτα την ιστορική λογική της στάσης των δεύτερων: ο Φρόμπεργκερ είναι φανατικότερος και αλαζονικότερος "Άριος" από ό, τι ήταν ο Φούρτβαινγκλερ, ο Μπεράτης είναι παθητικότερος, αφελέστερος και πιο decadent από ό,τι ήταν ο Σκαλκώτας. Σε περιόδους σύγκρουσης, τα βασικά χρώματα καταργούν τις αποχρώσεις, ο καλλιτέχνης δεν μπορεί να παραμείνει αθώος. Ο Πανσέληνος γελοιοποιεί την παράσταση που διευθύνει ο υπερφίαλος Φρόμπεργκερ, γελοιοποιεί όμως και τη μουσική του Μπεράτη, γιατί, καθώς τη γνωρίζουμε μόνο μέσα από την περιγραφή του αφηγητή, του Ελληνοαμερικανού ντετέκτιβ Άγγελου Σωτηρίου, μένουμε με την εντύπωση πως ένας πιανίστας κι ένας βιολιστής "διαγωνίζονταν ποιος να βγάλει τις πιο φριχτές παραφωνίες". Η μουσική, που ξέρουμε ότι αποτελεί το δεύτερο πάθος του Πανσέληνου πλάι στη λογοτεχνία, κινείται εδώ ανάμεσα στη ζοφερή υψηλοφροσύνη του βαγκνερικού έπους και την ατονική "βαρβαρότητα". Ας παρατηρήσουμε ότι παρόμοια εξέλιξη έχει και η μουσική του Λέβερκυν, του ήρωα του Τόμας Μαν στο Δόκτωρ Φάουστους.

Η επιλογή ενός Ελληνοαμερικανού ως αφηγητή μιας ιστορίας που τοποθετείται στην κατοχική Αθήνα είναι ιδιοφυές τέχνασμα: ο Άγγελος Σωτηρίου είναι ξένος προς την ελληνική πραγματικότητα, γι' αυτό προσέχει λεπτομέρειες που στους ντόπιους δεν κάνουν καμιά εντύπωση και απορεί για πράγματα που για εκείνους είναι αυτονόητα. αλλά δεν είναι τόσο ξένος ώστε όσα παρατηρεί να του φαίνονται ακατάληπτα ή γραφικά. Ως "Αμερικανάκι", πάντως, κάνει συχνά γκάφες.

Εκτός από αυτό, είναι κουτσός και σεξουαλικά αχρηστευμένος, γιατί στην Αμερική είχε την ατυχή ιδέα να ξελογιάσει την κόρη ενός αρχιμαφιόζου και τιμωρήθηκε ανάλογα. Ο Σωτηρίου, λοιπόν, αν και ντετέκτιβ, είναι ένας ανήμπορος άνθρωπος και η ανημπόρια του συνοψίζει εμβληματικά την καθημερινή πραγματικότητα των Αθηναίων της Κατοχής.

Ο Αλέξης Πανσέληνος "γεμίζει" λίγα οικοδομικά τετράγωνα στο κέντρο της Αθήνας με αγέρωχους Γερμανούς, φοβισμένους Αθηναίους νοικοκύρηδες, μαυραγορίτες, αντιστασιακούς διανοούμενους, ερωτικά τρίγωνα, εκπορνευόμενα ανήλικα κορίτσια και νέες γυναίκες, πτώματα λιμοκτονημένων, εφόδους της Γκεστάπο

Έχει όμως, χάρη σ' ένα σκεύασμα του κυρίου Αγάθου, μια μαγική ικανότητα: μπορεί να πετάει όποτε το απαιτεί η περίσταση. Αυτή η παρεμβολή του εξωλογικού στοιχείου, που συναντάμε και σε προηγούμενα έργα του Πανσέληνου, αλλά εδώ είναι πιο "ρεαλιστική" (ενσωματωμένη στην υλική πραγματικότητα), μπορεί να ξενίσει. Πόσες φορές, όμως, δεν έχουμε πει μέσα μας "Αχ, να μπορούσα να πετάξω, για να εμποδίσω το τάδε, για να αποφύγω το δείνα, για να δω τι συμβαίνει τώρα εκεί πέρα"; Ε, οι πτήσεις του Άγγελου γίνονται με τα φτερά που φυτρώνουν από αυτή τη λαχτάρα! Όπως το μαγικό φίλτρο που κάνει τον Αστερίξ ανίκητο, δεν είναι έκφραση δύναμης, αλλά αδυναμίας. Τα θαύματα τα χρειάζονται οι απελπισμένοι.

Η πολυκατοικία όπου μένουν ο Άγγελος Σωτηρίου, το ζεύγος Κανέλλη και άλλα πρόσωπα της ιστορίας βρίσκεται στην οδό Γενναδίου (όπως και ο "Κέδρος", ο εκδοτικός οίκος του Πανσέληνου). Το γραφείο του ντετέκτιβ δυο βήματα πιο κάτω, στην οδό Γαμβέτα. Η Λυρική Σκηνή δυο βήματα πιο πάνω, στην Ακαδημίας. Το σπίτι του Μπεράτη λίγο πιο πέρα, στα Εξάρχεια. Με σχεδόν μόνες εξαιρέσεις δύο επισκέψεις στα Λεμονάδικα του Πειραιά, μία σ' ένα μπορντέλο της Τρούμπας και μία στο άντρο των Χιτών, στο Θησείο, ολόκληρη η ιστορία ξετυλίγεται ανάμεσα σε λίγα οικοδομικά τετράγωνα. Αυτό τον στενό χώρο ο συγγραφέας καταφέρνει να τον διαστείλει, και μάλιστα με άξονα μια πλοκή μάλλον ισχνή τελικά, γεμίζοντάς τον με αγέρωχους Γερμανούς, φοβισμένους Αθηναίους νοικοκύρηδες, μαυραγορίτες, αντιστασιακούς διανοούμενους, υποσιτισμένους μουσικούς, ερωτικά τρίγωνα, εκπορνευόμενα ανήλικα κορίτσια και νέες γυναίκες, πτώματα λιμοκτονημένων, κατοχικές βεγγέρες, εφόδους της Γκεστάπο.

Προς τι όλα αυτά;

Στον βάναυσο, ιμπεριαλιστικό μεσσιανισμό του Φρόμπεργκερ και στην πιο ήπια, αποδεκτική στάση του Μπεράτη αισθάνεται κανείς κάτι περισσότερο από μια διαφορά ατομικής προσωπικότητας, αισθάνεται μια διαφορά πολιτισμικού ήθους.

Αλλά, κατά τη γνώμη μου, τόσο ο Φρόμπεργκερ όσο και ο Μπεράτης είναι πολύ επίπεδοι χαρακτήρες για να ενσαρκώσουν τη σύγκρουση ανάμεσα σε δύο διαφορετικούς πολιτισμούς ή δύο διαφορετικές καλλιτεχνικές παραδόσεις. Θα έλεγα, μάλιστα, ότι είναι οι πιο αδύναμοι, δραματουργικά, χαρακτήρες του βιβλίου. Ο θυμωμένος διάλογός τους, που διεξάγεται αναγκαστικά μέσω ενός τρίτου, του ντετέκτιβ, δεν έχει το βάθος που είχαν οι διάλογοι μεταξύ Περτλ/Μότσαρτ και Ροϊλού/Σολωμού στη Ζαΐδα. Άλλωστε ο συγγραφέας, όπως ήδη είπαμε, φαίνεται να απορρίπτει τις αντιλήψεις και των δύο περί τέχνης.

Έτσι, το κύριο βάρος πέφτει στα υπόλοιπα πρόσωπα, που είναι γενικά πειστικότερα. Και παρατηρούμε εδώ κάτι ενδιαφέρον. Όλοι αυτοί οι τύποι δεν περιγράφονται όπως θα φαίνονταν στην εποχή τους, αλλά μάλλον με τη μορφή προς την οποία έτειναν και η οποία θα αποκρυσταλλωνόταν μετά τον πόλεμο. Οι μαυραγορίτες και οι δωσίλογοι έχουν ήδη τα χαρακτηριστικά μιας νέας ολιγαρχίας. Οι "αντιστασιακοί" διανοούμενοι που συγκεντρώνονται στο σπίτι των Κανέλληδων μοιάζουν περισσότερο με σημερινούς κουλτουριάρηδες, φαφλατάδες και οπορτουνιστές μικροαστούς. Οι Χίτες του Θησείου δίνουν μάλλον την εικόνα παρακρατικών στοιχείων του '50 και του '60, βέβαιων για τη σταθερότητα της θέσης και των προνομίων τους. Οι πόρνες, επαγγελματίες ή ερασιτέχνισσες, είναι οι αμοράλ, "απενοχοποιημένες" πόρνες της σημερινής εποχής.

Σ' αυτό το ελάχιστα ελκυστικό κοινωνικό φάσμα υπάρχει μόνον ένας αγνός λαϊκός άνθρωπος: η υπηρέτρια των Κανέλληδων Κωνσταντίνα. Και αυτός ακριβώς ο άνθρωπος πρέπει να θυσιαστεί, για να εξευμενιστεί ο θηριώδης Φρόμπεργκερ και να γλιτώσει ο Μπεράτης. Αυτό είναι το αντάλλαγμα για την προστασία που προσφέρει ο Αγάθος-Διάβολος στον μουσικοσυνθέτη. Το τελευταίο κύτταρο που έχει μείνει απρόσβλητο από τον "ιό Φρόμπεργκερ", από την αλλοτρίωση του κοινωνικού σώματος, πρέπει να προσβληθεί και αυτό, για να ολοκληρωθεί η άλωση της παραδοσιακής Ελλάδας από το πνεύμα της σύγχρονης εποχής.

Έτσι τουλάχιστον μπόρεσα να οργανώσω εγώ τις εντυπώσεις μου από τον Κουτσό Άγγελο. Δεν αμφιβάλλω, ωστόσο, ότι μπορούν να υποστηριχτούν και άλλες ενδιαφέρουσες αναγνώσεις. Χρειάζεται άραγε να θυμίσω ότι αυτό είναι ένα βασικό γνώρισμα των καλών μυθιστορημάτων;