Εφημερίδα "Τα Νέα"

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Βιβλιοδρόμιο :: Κριτική βιβλίου

( στέλιος σκοπελίτης - "φωτογραφίζω σαν κοινωνιολόγος" :: 18-01-2003) 

Στέλιος Σκοπελίτης "Φωτογραφίζω σαν κοινωνιολόγος"

ΕΧΘΡΟΣ ΤΟΣΟ ΤΗΣ ΘΕΑΜΑΤΙΚΗΣ ΟΣΟ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ, Ο ΣΤΕΛΙΟΣ ΣΚΟΠΕΛΙΤΗΣ ΚΑΤΑΘΕΤΕΙ ΤΟ ΠΙΣΤΕΥΩ ΤΟΥ ΣΕ ΕΝΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΤΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ, ΠΟΥ ΤΑΡΑΚΟΥΝΑ ΤΗ ΜΑΤΙΑ ΜΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΔΕΙΚΝΥΕΙ ΤΑ ΗΘΙΚΑ ΔΙΛΗΜΜΑΤΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΥ

ΜΙΚΕΛΑ ΧΑΡΤΟΥΛΑΡΗ

"Εγώ κάνω ποιητική κοινωνιολογία με τις φωτογραφίες μου". Ο Στέλιος Σκοπελίτης δηλώνει ευθέως τις προτιμήσεις του. Τριάντα χρόνια τώρα, φωτογραφίζει τον Άνθρωπο (το Βλέμμα π.χ. κορυφαίων προσωπικοτήτων της Τέχνης και των Γραμμάτων ή το Γυμνό), την Αρχιτεκτονική (τα Νεοκλασικά της Αθήνας π.χ. ή τους Πύργους της Μυτιλήνης), τα βιομηχανικά τοπία του μόχθου (Λαύριο, Γκάζι) και τώρα, αναγγέλλοντας ότι αποσύρεται στη Φύση, καταθέτει ένα βιογραφικό δοκίμιο σε αποσπασματική γραφή, για εκείνη τη Φωτογραφία που, κατά τη γνώμη του, χάνεται.

Το βιβλίο του είναι αυτο-αναφορικό, αλλά δεν περιέχει ούτε ένα δικό του κλισέ. Μόνο 26 φωτογραφίες που τράβηξαν από τις αρχές του 20ού αιώνα οι μεγάλοι ξένοι μετρ. Και, κυρίως, εναλλασσόμενα μυητικά κείμενα, ημερολογιακές σημειώσεις και σχόλια δικά του, που απευθύνονται σε όσα μάτια δεν έχουν ακόμα διαφθαρεί από τις εικόνες με τη λογική του "λάιφ στάιλ". Εκείνο που τον απασχολεί είναι "η ματιά" του Φωτογράφου ως στάση ζωής, στάση ηθική. Και μεταξύ των φωτογραφιών που καταγράφουν μια πραγματικότητα, την ερμηνεύουν ή την αποκαλύπτουν, διαλέγει τις τελευταίες, που κατά τη γνώμη του δημιουργούν όρους επικοινωνίας με τον εκάστοτε θεατή. "Με ενδιαφέρει η κατάθεση ψυχής του φωτογράφου μέσα από οποιοδήποτε θέμα", λέει, "διότι έτσι το θέμα φανερώνεται, άρα ο φωτογράφος γίνεται μεσολαβητής σε έναν διάλογο. Οι εικόνες του δεν είναι νεκρές".

Σήμερα, μας λέει, κυριαρχούν οι εστετίστικες, εγκεφαλικές εικόνες που τις νομίζουμε εικαστικά επιτεύγματα. Πέρασε η εποχή της "καθαρής φωτογραφίας" και έχουμε εισέλθει "στην εποχή της αλαζονείας, της εικόνας-για-την-εικόνα και βιώνουμε έναν εικονογραφημένο παραπολιτισμό" που αποκαλύπτει την πνευματική ένδεια, μπρος και πίσω απ' τον φακό. Χαρακτηριστικά παρατηρεί ότι "Μπορούμε να κοιτάμε πλήθος φωτογραφίες σημαντικών ή μη φωτογράφων, αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι αυτές συμπληρώνουν το παζλ της εποχής τους". Ακόμα και οι φωτογραφίες-ρεπορτάζ δεν συνιστούν πλέον μηνύματα, ο Σαλγάδο παραείναι άρτιος και οι πολεμικοί φωτο-ανταποκριτές συμμετέχουν, συνειδητά ή μη, "στους προπαγανδιστικούς σκοπούς των παραγγελμένων πολέμων"…

Ο Σκοπελίτης είχε ανέκαθεν τα "κολλήματά" του, δεν ήταν εύκολος άνθρωπος και αυτό το πλήρωσε μένοντας έξω από Σχολές, Επιτροπές, Σεμινάρια, "Πρότζεκτ", αρπαχτές κ.ο.κ. Δεν το μετανιώνει όμως, και με το βιβλίο του αυτό καταφέρνει να κάνει τον αναγνώστη να γοητευθεί από τις εμμονές του. Ενδεχομένως, κάποιες φιλοσοφικές (ή μάλλον θυμοσοφικές) κορόνες του να μη λειτουργούν, αλλά ο αφοπλιστικός προσωπικός τόνος του και ο νηφάλιος θυμός του, η έλλειψη επιτήδευσης και το ειλικρινές πάθος του κερδίζουν τις εντυπώσεις. Δεν σπούδασε φωτογραφία. Διδάχθηκε από τους τεχνίτες τα μυστικά της και από τους ζωγράφους την ψυχική της φόρτιση. Τα υπόλοιπα, τα ανέλαβαν οι αρχές της "Γενιάς του '30". Ξεκίνησε έφηβος το 1954, δεν έκανε ποτέ διαφημιστική φωτογραφία, "διότι δεν μου άρεσε να λέω ψέματα", ούτε φωτογραφία μόδας "διότι σιχαίνομαι τις μόδες", και πορεύτηκε με οδηγό την αμφιβολία και την αυστηρότητα, σε βαθμό υπερβολικό ενδεχομένως.

Πολύ νωρίς, το '70-'80 δοκιμάστηκε σε ερωτογραφικές φωτογραφίες αλλά η εποχή δεν τις σήκωνε, έτσι δεν τις παρουσίασε ποτέ. Δεν μιλά γι' αυτές στο βιβλίο του, όπως δεν μιλά για Έλληνες φωτογράφους, "διότι στην Ελλάδα κυριάρχησε μια πρόθεση καλλωπισμού"… Μόνο τη Nelly's και τη Βούλα Παπαϊωάννου ξεχωρίζει, "διότι δημιούργησαν αρχετυπικές εικόνες". Και από τους ξένους, ονομάζει δασκάλους του στον ποιητικό ρεαλισμό, τον Atget (1857-1927), τον Sander (1876-1964) και τον Strand (1890-1976). Σχολιάζει φυσικά και πλήθος άλλους. Και, κυρίως, αναδεικνύει τα διλήμματα του φωτογράφου: Θα αποτυπώσει το θέμα ή τις επιθυμίες του; Τη συντριβή ή την έκπτωση του ανθρώπου; Μία πραγματικότητα ή πολλές; Θα διαλέξει την αισθητική αρτιότητα ή τη φυσικότητα κ.ο.κ.; Ο τόνος του είναι καμιά φορά νοσταλγικός και εκφράζει οπισθοδρομικούς, ενδεχομένως, φόβους, όμως ακονίζει τη ματιά του αναγνώστη. Και ενώ το βιβλίο του δεν έχει θεματική ανέλιξη, ξέρει να τον ταξιδεύει.