Εφημερίδα "Τα Νέα"

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Βιβλιοδρόμιο :: Κριτική βιβλίου

( ποιος μίλησε για έρωτες; :: 15-03-2003) 

Ποιος μίλησε για έρωτες;

ΜΙΚΕΛΑ ΧΑΡΤΟΥΛΑΡΗ

Μια ερωτική ιστορία που συνεπαίρνει τον αναγνώστη. Αυτό έγραψε ο Ισπανο-γάλλος Χόρχε Σεμπρούν στα 78 του χρόνια και έβαλε τα γυαλιά σε πολλούς - πάρα πολλούς - ομοτέχνους του. Ποιος θα το 'λεγε ότι ένας άνθρωπος ταγμένος στον πολιτικό αγώνα, που θυσίασε την προσωπική ζωή του για να υπηρετήσει τις ιδέες του, μένοντας 20 χρόνια στην παρανομία κι έφθασε να γίνει υπουργός Πολιτισμού και να διακριθεί ως συγγραφέας στην πολιτική λογοτεχνία, θα μπορούσε να απελευθερωθεί τόσο ριζικά ώστε να γράψει μια τόσο δυνατή ερωτική νουβέλα. Πρόκειται για τα «Σανδάλια», ένα βιβλίο 60 σελίδων που μόλις κυκλοφόρησε από τον «Εξάντα». Ένα διαμαντάκι, που ξυπνά αυτόματα μέσα μας το ερώτημα: γιατί δεν διαβάζουμε πια καλογραμμένες ερωτικές ιστορίες; Έχουμε πνιγεί στα γλυκανάλατα ρομαντζάκια, στις δήθεν απελευθερωμένες - δήθεν τολμηρές νεο-κατινίστικες ερωτικές περιπέτειες, στις κιτς ερωτογραφικές απόπειρες που δεν συνιστούν παρά μια καμουφλαρισμένη πορνογραφία, στις εργαστηριακές και αποστειρωμένες νατουραλιστικές περιγραφές της ερωτικής πράξης, στις νοσηρές σχέσεις που τίποτα ερωτικό δεν διαθέτουν. Παρόλα αυτά, σπάνια ανακαλύπτουμε ένα καλό ερωτικό στιγμιότυπο σε μια μυθιστορηματική σύνθεση αξιώσεων ή σε ένα διήγημα. Ο Τσίρκας π.χ. έχει υποβλητικές ερωτικές σκηνές στην πολιτικο-ιστορική τοιχογραφία των «Ακυβέρνητων Πολιτειών». Ο Θέμελης ήταν μια έκπληξη στην «Αναζήτηση» και στην «Ανατροπή», όπως και η Καστρινάκη στις «… Πηνελόπες» της. Η Μιχαλοπούλου έχει κάνει άλματα στο καινούργιο της μυθιστόρημα, ο Βαλτινός κι ο Χαβιαράς έχουν δώσει ενδιαφέροντα δείγματα στα διηγήματά τους, όμως δεν πρόκειται παρά για εξαιρέσεις. Τι συμβαίνει άραγε; Περνάνε κρίση νεο-πουριτανισμού ή σοβαροφάνειας οι καταξιωμένοι συγγραφείς; Είναι ανέραστοι; Έγινε ντεμοντέ ο έρωτας; Ή μήπως το θέμα έχει μεγαλύτερες απαιτήσεις απ' ό,τι νομίζουμε;

Το μυστικό του Χόρχε Σεμπρούν κρύβεται στη δοσολογία όσων λέει ρητά και όσων υπαινίσσεται, προκαλώντας τον αναγνώστη να συμπληρώσει ό,τι αφήνει αόριστο. Έτσι, δημιουργείται κάτι σαν χημική αντίδραση που φορτίζει την αφήγηση, αφυπνίζει τον κορεσμένο αναγνώστη, τον ιντριγκάρει και - το σημαντικότερο - τον πείθει. Η γλώσσα του συγγραφέα παίζει μεγάλο ρόλο εδώ. Ο Σεμπρούν π.χ. ξέρει να μην είναι σεμνότυφος, όντας ταυτόχρονα ποιητικός. Γι' αυτό και είναι κρίμα που ο μεταφραστής του - ο και συγγραφέας Αύγουστος Κορτώ που ασκείται μάλιστα στην ερωτογραφία - τον «στολίζει» με τα μεταφραστικά του φάουλ ή το εξεζητημένο ύφος του. Χαρακτηριστική η παρακάτω σκηνή: «Κι ύστερα το αριστερό της χέρι, μικρό, σκανταλιάρικο, αυτόνομο ζώο, γλίστρησε στον αντρικό καβάλο κι έμεινε εκεί ώσπου αισθάνθηκε μια άρτι αφυπνισθείσα μεγαλειότητα».

Τα «Σανδάλια» είναι η ιστορία ενός παράνομου αλλά αποκλειστικού ζευγαριού, της Φρανς και του Μπερνάρ. Είναι δύο μοντέρνοι, πετυχημένοι κι ανεξάρτητοι επαγγελματίες, που αγκιστρώνουν ο ένας τον άλλον με όπλο την εκλεπτυσμένη τους κουλτούρα, παραδίνονται παθιασμένα στη σαρκική τους έλξη χωρίς ταμπού, αλλά επί 20 χρόνια δεν ξεπερνούν ποτέ τον ορίζοντα της σχέσης τους, που σταματά στις σποραδικές συναντήσεις τους. Αξίζει, άραγε, αυτό το εξευτελιστικό κρυφτούλι που παίζουν μεταξύ τους για λίγες ώρες ηδονής ή μήπως αντλεί κανείς ουσιαστικότερη ικανοποίηση από μια διαρκή φλογερή συνομιλία, σαν αυτή που προκύπτει από τις ερωτικές αλληλογραφίες του Κάφκα με τη Μιλένα, του Χάιντεγκερ με τη Χάνα Άρεντ κ.ά., αναρωτιέται η ηρωίδα. Κι αρκεί στον Σεμπρούν αυτός ο απλός καμβάς, για να κεντήσει πάνω του το παιχνίδι της σαρκικής και της πνευματικής έλξης, της πραγματικότητας και της φαντασίωσης, της αλήθειας και της ψευδαίσθησης, της μελετημένης και της τυχαίας εξέλιξης, της κραυγής και της σιωπής. Έτσι, όταν όλα θα τελειώσουν, ο αναγνώστης θα νιώθει στο πετσί του ότι ο έρωτας πεθαίνει πάντα δύο φορές.