Εφημερίδα "Τα Νέα"

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Βιβλιοδρόμιο :: Κριτική βιβλίου

( συναρπαστικό στόρι με μεγάλα κενά :: 15-03-2003) 

Με πληροφόρηση που ελήφθη άνωθεν εγράφησαν τα περισσότερα από τα βιβλία για τη 17Ν

Συναρπαστικό στόρι με μεγάλα κενά

ΔΕΚΑ ΒΙΒΛΙΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΑΝ ΓΙΑ ΤΗ 17Ν ΤΟΥΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΥΣ 10 ΜΗΝΕΣ. ΟΛΑ ΜΑΖΙ ΣΥΝΘΕΤΟΥΝ ΜΙΑ ΣΥΝΑΡΠΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, ΤΟ ΚΑΘΕΝΑ ΜΟΝΟ ΤΟΥ ΟΜΩΣ, ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΙ ΚΕΝΑ. ΙΣΩΣ, ΔΙΟΤΙ ΤΟ ΨΑΧΝΟ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΔΙΟΧΕΤΕΥΘΗΚΕ ΚΥΡΙΩΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΔΙΩΚΤΕΣ ΤΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Τον Απρίλιο του 2002, ο υπουργός Δημόσιας Τάξης Μιχάλης Χρυσοχοΐδης έλεγε πως «η υπόθεση της 17Ν είναι το τελευταίο μεγάλο στόρι της Μεταπολίτευσης». Μερικούς μήνες αργότερα, η παρατήρηση αυτή όχι απλώς επιβεβαιώθηκε, αλλά ίσως και να ξεπεράστηκε από τα γεγονότα. Η εξάρθρωση της 17Ν καταγράφτηκε σε περισσότερα από πενήντα συνεχόμενα πρωτοσέλιδα των ελληνικών εφημερίδων. Αν και δεν υπάρχει συγκριτική μελέτη, μπορεί κανείς να πιθανολογήσει με ασφάλεια ότι, ποσοτικά, η τρομοκρατία ξεπέρασε σε έντυπες σελίδες και τηλεοπτικό χρόνο το «βρώμικο '89» με την υπόθεση Κοσκωτά και τη «δίκη του αιώνα» στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, αλλά και την περίοδο 1974-75, με την τραγωδία της Κύπρου, την αποκατάσταση της Δημοκρατίας και τις δίκες της χούντας.

Γιατί συνέβη αυτό; Είχε το φινάλε της τρομοκρατίας μεγαλύτερη σημασία ως γεγονός; Μάλλον όχι. Πολιτικά, η δράση της 17Ν είχε μάλλον περιθωριακό χαρακτήρα. Ωστόσο, είναι αλήθεια πως το μυστήριο που κάλυπτε την τρομοκρατία επί τριάντα χρόνια και οι ποικίλες θεωρίες για την προέλευσή της είχαν ερεθίσει την περιέργεια της κοινής γνώμης. Αυτά από πλευράς περιεχομένου - «στόρι», κατά τη διατύπωση του Χρυσοχοΐδη. Από συστημικής πλευράς, η 17Ν εξαρθρώθηκε σε μια φάση που έντυπα και ηλεκτρονικά ΜΜΕ ήταν υπερτροφικά. Τρία μεγάλα κρατικά και πέντε μεγάλα ιδιωτικά κανάλια αναπαρήγαγαν τις εξελίξεις σε ρυθμό 24ώρου. Η απήχηση της τρομοκρατίας αναδεικνύεται σαφώς και στις προθήκες των βιβλιοπωλείων. Δέκα μήνες μετά την έκρηξη στον Πειραιά, με τη δίκη του Κορυδαλλού να βρίσκεται σε εξέλιξη και το θέμα να είναι ακόμη «ζεστό», ο αναγνώστης μπορεί να διαλέξει ανάμεσα σε εννέα βιβλία: δύο βασίζονται σε ρεπορτάζ, πέντε είναι δοκιμιακού χαρακτήρα, δύο αποτελούν μαρτυρίες και ένα συνιστά εικονογραφικό μετα-σχόλιο της όλης υπόθεσης. Προφανώς, έπεται συνέχεια.

Η εξάρθρωση της τρομοκρατίας - όπως και η περίοδος 1974-75 ή το «βρώμικο '89» - ήταν μια αλυσίδα γεγονότων που θρυμμάτισε την επικαιρότητα και «ηλέκτρισε» την κοινωνία ολόκληρη. Ένα θέμα για το οποίο ο καθένας είχε άποψη. Ως εξέλιξη προήλθε από τη δραστηριοποίηση της εκτελεστικής εξουσίας. Η 17Ν πιάστηκε χάρη σε συντονισμένες ενέργειες των ελληνικών διωκτικών και δικαστικών αρχών, σε συνεργασία με ξένες - κυρίως αμερικανικές και βρετανικές - υπηρεσίες. Οι αποκαλύψεις προήλθαν από τη δράση των αρχών και όχι από το ρεπορτάζ των δημοσιογράφων - όπως, παραδείγματος χάριν, έγινε με το σκάνδαλο Γουοτεργκέιτ στις ΗΠΑ που έφερε στο φως με δική της πρωτοβουλία η εφημερίδα «Washington Post», προκαλώντας τελικά την πτώση του προέδρου Νίξον το 1974. Τούτο δεν είναι χωρίς σημασία. Τα ΜΜΕ - και τα επτά από τα εννέα υπό κρίσιν βιβλία - κατέγραψαν το «στόρι» επί τη βάσει πληροφόρησης που ελήφθη άνωθεν.

Ως επί το πλείστον, η πληροφόρηση αυτή ήταν ανώνυμη και ανεπίσημη, διάσταση κρίσιμη, διότι σημαίνει ότι οι δημοσιογράφοι «πήραν επάνω» τους την αξιοπιστία αυτών που έγραψαν ή μετέδωσαν. Οι δεκαεννέα υπόδικοι του Κορυδαλλού έκαναν ελάχιστη προσπάθεια να δώσουν τη δική τους εκδοχή. Άλλοι εσίγησαν ενώπιον των αρχών. Άλλων οι απολογίες διέρρευσαν στα ΜΜΕ. Σε γενικές γραμμές, πάντως, μπορεί να επισημανθεί ότι το «στόρι» της 17Ν διοχετεύθηκε κυρίως - αν όχι αποκλειστικά - από τους διώκτες της. Όταν οι φερόμενοι ως μέλη της οργάνωσης έδωσαν τις πρώτες συνεντεύξεις τους ήταν ήδη αργά. Οι δημοσιογράφοι που έκαναν το ρεπορτάζ δεν μπόρεσαν να αναιρέσουν τον χαρακτήρα της μονόπλευρης κυβερνητικής πληροφόρησης, αφού η άλλη πλευρά σποραδικά και ελλιπώς διεκδίκησε μερίδιο στην ενημέρωση.

Crash - test σε δέκα βιβλία για την τρομοκρατία στην Ελλάδα

Λένε πως κάθε μεγάλο δημοσιογραφικό «στόρι» έχει περί τους είκοσι παίκτες που το κινούν. Ρεπόρτερ που διακρίνονται για την έγκυρη και έγκαιρη πληροφόρησή τους, σχολιαστές που είναι «μέσα στα πράγματα». Συνήθως, η εικοσάδα μοιράζεται μεταξύ εφημερίδων και τηλεόρασης. Η κάλυψη της ελληνικής τρομοκρατίας δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Όλοι οι δημοσιογράφοι - συγγραφείς των υπό κρίσιν βιβλίων προέρχονται από την εικοσάδα αυτή. Παπαχελάς - Τέλλογλου και Λαμπρόπουλος «κυνήγησαν» το θέμα στο ρεπορτάζ. Καρκαγιάννης, Παππάς και Πρετεντέρης αναζήτησαν ως σχολιαστές την αλήθεια πίσω από το «ύφασμα» των καθημερινών εξελίξεων περί την τρομοκρατία. Ο Γρίβας συμμετείχε στον δημόσιο διάλογο για το θέμα. Διακριτή η περίπτωση του Κασιμέρη, του οποίου το βιβλίο προηγήθηκε της 29ης Ιουνίου 2002, αποτελεί προσέγγιση ακαδημαϊκών προδιαγραφών, με όρους πολιτικών και κοινωνικών επιστημών, του φαινομένου της ελληνικής τρομοκρατίας και εγράφη σε πανεπιστημιακό περιβάλλον. Πρόκειται για βιβλίο που γράφτηκε εν ψυχρώ, την εποχή που η 17Ν αποτελούσε μυστήριο, με αναφορά σε όσα ήταν αντικειμενικώς γνωστά για την οργάνωση από τις ενέργειες και τις προκηρύξεις της. Ως κοινωνιολογική προσέγγιση, το βιβλίο αυτό υπερέχει σαφώς απέναντι σε όλα τα υπόλοιπα, παρά το «βαρύ» του ύφος.

Από τα βιβλία των δημοσιογράφων, αυτά που βασίζονται στο ρεπορτάζ διαβάζονται με το μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Ο «Φάκελος 17 Νοέμβρη» των Παπαχελά - Τέλλογλου έχει και την έξωθεν καλή μαρτυρία του αναγνωστικού κοινού, αφού είναι το αδιαφιλονίκητο μπεστ σελερ της ελληνικής τρομοκρατίας. Το εγχείρημα δεν είναι εύκολο, αφού οι συγγραφείς επιχειρούν να καλύψουν μία ιστορική περίοδο από τα τέλη της δεκαετίας του '60 ώς το τέλος καλοκαιριού του 2002. Αξιοσημείωτο είναι ότι απουσιάζει σχεδόν πλήρως μία προσπάθεια πολιτικής αποτίμησης της δράσης μιας οργάνωσης, όπως η 17Ν, αλλά και ενός ευρύτερου χώρου που γνώρισε σημαντική εξέλιξη, αν όχι μετάλλαξη, σε διάστημα τριών δεκαετιών. Το βιβλίο υιοθετεί αφηγηματική προσέγγιση, που εξασφαλίζει υψηλή αναγνωσιμότητα, αλλά έχει και το πλεονέκτημα ότι διαχωρίζει το ύφος του βιβλίου από τα θερμά ρεπορτάζ του καλοκαιριού. Αν η ελληνική τρομοκρατία είναι ακόμη ένα παζλ, οι Παπαχελάς - Τέλλογλου προσθέτουν ενδιαφέρουσες ψηφίδες, για την περίοδο 1968-72 στο Παρίσι, τις πρώτες έρευνες των Αμερικανών μετά τη δολοφονία του Γουέλτς και τις «φιλικές συνομιλίες» που έκαναν στην Αθήνα Βρετανοί πράκτορες με πρόσωπα του αριστερού χώρου.

Το βιβλίο δεν κομίζει, ωστόσο, κάποιο καινούργιο ουσιώδες στοιχείο ή έγγραφο στο ρεπορτάζ. Ούτε αλλάζει τη μορφή τού «στόρι», όπως διαμορφώθηκε συλλογικά από τα ρεπορτάζ των ιδίων και άλλων το καλοκαίρι του 2002. Οι συγγραφείς κινούνται, πάντως, μέσα στα όρια του δημοσιογραφικού «φερ πλέι», καθώς τεκμηριώνουν τις δευτερεύουσες πηγές στις οποίες βασίζονται. Ως γνωστόν, «όλα τα κακά ξεκινούν από καλές προθέσεις». Η κριτική στο βιβλίο των Παπαχελά - Τέλλογλου βασίστηκε κυρίως σε θέματα τεκμηρίωσης. Χαρακτηριστική η περίπτωση Γρίβα, που ψέγει τους Παπαχελά - Τέλλογλου για τις ανώνυμες πηγές και την τεκμηρίωσή τους, αλλά ο ίδιος δεν επικαλείται καμία πηγή για τον ισχυρισμό του ότι «η τρομοκρατία είναι πάντοτε πρακτορική, νεοφασιστική, ακροδεξιά» ή τη σύνδεση των δολοφονιών Γουέλτς, Σόντερς και Μπακογιάννη με το ψυχροπολεμικό δίκτυο Gladio του ΝΑΤΟ, που στην Ελλάδα έφερε τον δημώδη κωδικό «Κόκκινη προβιά».

Σε αντίθεση με τους Παπαχελά - Τέλλογλου, ο Λαμπρόπουλος, ο οποίος τιμήθηκε με το βραβείο Μπότση για την κάλυψη της τρομοκρατίας επιχειρεί να διευρύνει και να συμπληρώσει το ψηφιδωτό της ιστορίας. Το βιβλίο διεκδικεί αφηγηματικότητα, αλλά δεν έχει σαφή δομή, ίσως γιατί ο συντάκτης του δεν έχει απόσταση από το θέμα. Οι σελίδες διατηρούν τη θερμότητα του καθημερινού ρεπορτάζ. Το βιβλίο του Λαμπρόπουλου είναι η εκτενέστερη εκδοχή των αστυνομικών ερευνών τριάντα χρόνων για την τρομοκρατία και αντανακλά τα ξεκινήματα, τα σταματήματα, τις λοξοδρομήσεις, τα λάθη και τα αδιέξοδα εκείνων που κυνηγώντας τη 17Ν έψαχναν… ψύλλους στα άχυρα της Μεταπολίτευσης. Ελλείψει αυστηρής τεκμηρίωσης, κάποια από τα νέα στοιχεία λειτουργούν λιγότερο ως αποκαλύψεις και περισσότερο ως υποθέσεις εργασίας, γεγονός που δεν μειώνει το ενδιαφέρον τους.

Στα τρία βιβλία που συνιστούν δοκιμιακές προσεγγίσεις, ο αναγνώστης περνάει από την ατμόσφαιρα παρασκηνίων της αστυνομικής έρευνας στο κλίμα των ατέρμονων πολιτικών συζητήσεων της Μεταπολίτευσης για την τρομοκρατία. Και εδώ, η σοδειά είναι πλούσια. Ο Αντώνης Καρκαγιάννης προσεγγίζει το μεγάλο πολιτικό ταμπού των τριών τελευταίων δεκαετιών, τη σχέση τρομοκρατίας και Αριστεράς. Είναι η προσεκτική αποσύνδεση των δύο όρων, όπως το κόψιμο των σωστών καλωδίων ενός εκρηκτικού μηχανισμού, που επέτρεψε στην κυβέρνηση Σημίτη την εξάρθρωση της 17Ν το καλοκαίρι του 2002. Σε παράλληλη διαδρομή σκέψης, ο Τάσος Παππάς επισημαίνει σωστά πως ήταν η αντοχή περιβλήματος της 17Ν που ευθύνεται για τη μακροβιότητά της, εξίσου πιθανώς με την παροιμιώδη ανικανότητα ελληνικών και ξένων διωκτικών αρχών. Δεν είναι τυχαίο ότι η καταλυτική συνεισφορά των εμπειρικών Βρετανών στις έρευνες ήταν η πολιτική απο-δραματοποίηση και η νηφάλια απο-ιδεολογικοποίηση της ελληνικής τρομοκρατίας.

Το βιβλίο του Γιάννη Πρετεντέρη συνδυάζει την πολιτική ανάλυση με την πολεμική. Ο Πρετεντέρης επιχειρεί να απο-νομιμοποιήσει πολιτικά, ιδεολογικά και ηθικά την τρομοκρατία - και σε μεγάλο βαθμό το επιτυγχάνει. Εδώ ισχύει το αντίστροφο με το βιβλίο τών Παπαχελά - Τέλλογλου. Από το βιβλίο των δεύτερων απουσιάζει η πολιτική ανάλυση. Από το βιβλίο του Πρετεντέρη λείπουν τα γεγονότα. Αξιολογείται η τρομοκρατία με τον ίδιο τρόπο το 1975 και το 2002; Ο Πρετεντέρης επιχειρηματολογεί προς τη θετική κατεύθυνση: «Η 11/9 και η 17/11 είναι πλευρές του ιδίου φαινομένου, εμπεριέχουν μια κοινή λογική και μια ταυτόσημη μέθοδο», γράφει αναφερόμενος στην 11η Σεπτεμβρίου και τη 17Ν. Η ελληνική τρομοκρατία γεννήθηκε την εποχή του Τσε Γκεβάρα - στην Κούβα δεν είναι το μυθικό ταξίδι γένεσης της 17Ν; - και εξαρθρώθηκε την εποχή του Μπιν Λάντεν. Όση πειστικότητα κι αν διαθέτει η ηθική σκέψη του Πρετεντέρη - «η λογική τής επιβολής διά του τρόμου είναι ενιαία», επιμένει -, οι δύο εποχές δεν εξομοιώνονται εύκολα.

Δύο εβδομάδες έκλεισε η δίκη των φερόμενων ως μελών της 17Ν. Από αριστερά διακρίνονται ο Σάββας Ξηρός, ο Δημήτρης Κουφοντίνας, ο Χριστόδουλος Ξηρός και όρθιος ο Αλέξανδρος Γιωτόπουλος. Σε δεύτερο πλάνο οι δικηγόροι Οικονομίδης και Σταμούλης. Η ακροαματική διαδικασία θα «γεννήσει» οπωσδήποτε και νέα βιβλία

Ένα μετα-σχόλιο στην τρομο-υστερία των ΜΜΕ το καλοκαίρι του 2002 είναι το κεφάτο και αμφίσημο «(αντι)τρομοκρατικό λεξικό» της Εύης και του Γιώργου Τσακνιά. Παρόν και εδώ το θέμα της τεκμηρίωσης που απασχολεί τους επίδοξους βιογράφους της 17Ν. Το λήμμα «ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες» ορίζεται ως εξής: «Είναι ακριβώς σαν τις κανονικές πληροφορίες, με τη μόνη διαφορά ότι πάντα μεταδίδονται με κάθε επιφύλαξη».

Τέλος, διαφορετικής υφής και άλλης συναισθηματικής θερμοκρασίας είναι δύο βιβλία-μαρτυρίες για την τρομοκρατία. Προέρχονται από πρόσωπα που άγγιξε με διαφορετικό τρόπο η 17Ν. Το βιβλίο του Νίκου Μπακογιάννη για τον Παύλο Μπακογιάννη τιμά τη δημόσια μνήμη του, ενώ αποτυπώνει και το ανθρώπινο κόστος της τρομοκρατίας, με τρόπο που συνιστά γροθιά στο στομάχι του αναγνώστη. Ο Βίκτωρ Αναγνωστόπουλος-Μελκιάδες είναι εξ αυτών που προσέγγισαν οι Βρετανοί, στην αναζήτηση του Γιωτόπουλου. Το βιβλίο του είναι κατά το ήμισυ απομνημόνευμα από τη σχέση του με τον «Αλέκο», δηλαδή τον Αλέξανδρο Γιωτόπουλο, στα χρόνια της δεκαετίας του '60 και κατά το άλλο ήμισυ η προσωπική του εμπειρία από τις συζητήσεις με τους Βρετανούς την άνοιξη του 2002, συζητήσεις διανθισμένες με αρκετή λογοτεχνία και διαποτισμένες με ένα άρωμα μυστικών υπηρεσιών.

Ο Αναγνωστόπουλος είναι, κατά τον στίχο των Πινκ Φλόιντ, το «τρελό διαμάντι» της υπόθεσης, αφού η μαρτυρία του προσθέτει νέα κομμάτια στο ψηφιδωτό, καθώς ισχυρίζεται ότι υπήρξε καταδότης που έδωσε στους Βρετανούς, ήδη από το 2000, το όνομα Γιωτόπουλος και την πληροφορία ότι αυτός ζούσε στην παρανομία από το 1974. Βιωματικό και απρόβλεπτο, το βιβλίο θέτει σκληρά ερωτήματα όχι μόνο για τα όρια άτυπης δράσης ξένων υπηρεσιών στη χώρα μας, αλλά και για κάποιες από τις «πραγματικότητες» της εξάρθρωσης της 17Ν. Εν πολλοίς, η κατάθεση του Αναγνωστόπουλου αμφισβητεί τη μορφή του περίφημου «ψηφιδωτού» τού ρεπορτάζ για την τρομοκρατία. Από την άποψη αυτή, ο Αναγνωστόπουλος αποδομεί μια υπόθεση που οι άλλοι θέλουν να αντικειμενικοποιήσουν ως Ιστορία.

Εν κατακλείδι, όλα τα βιβλία για την τρομοκρατία έχουν μεγάλο αναγνωστικό ενδιαφέρον, αφού καλύπτουν διαφορετικές πτυχές μιας πολυσχιδούς υπόθεσης. Το ευτύχημα θα ήταν αυτοί που έγραψαν να συνεχίσουν την προσπάθεια και να επανέλθουν με περισσότερα στοιχεία, ενώ αυτοί που δεν έγραψαν να προσθέσουν και αυτοί τις δικές τους ψηφίδες. Η ιστορία της 17Ν είναι συναρπαστική, αλλά έχει μεγάλα κενά. Από την άποψη αυτή, η βιογράφηση της οργάνωσης συνιστά «έργο εν προόδω» που δεν πρέπει να εγκαταλειφθεί, αφήνοντας άλλο ένα ιστοριογραφικό κενό στη δημόσια ζωή της χώρας.