Εφημερίδα "Τα Νέα"

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Βιβλιοδρόμιο :: Κριτική βιβλίου

( οι πρίγκιπες του αμερικανικού υποκόσμου :: 11-01-2003) 

Το βιβλίο που ενέπνευσε τον Μάρτιν Σκορσέζε

Οι πρίγκιπες του αμερικανικού υποκόσμου

ΟΠΩΣ ΟΛΕΣ ΟΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΕΣ ΕΧΟΥΝ ΤΑ ΕΠΗ ΤΟΥΣ, ΕΤΣΙ ΚΑΙ Η ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΕΧΕΙ ΤΟ ΔΙΚΟ ΤΗΣ. ΟΙ "ΣΥΜΜΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΥΟΡΚΗΣ" ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟΥ ΥΠΟΚΟΣΜΟΥ, ΠΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕ ΤΗ ΜΑΦΙΑ. ΟΙ ΣΚΟΤΕΙΝΟΙ ΤΟΥ ΗΡΩΕΣ ΜΕ ΤΑ ΠΑΡΑΞΕΝΑ ΠΑΡΑΤΣΟΥΚΛΙΑ ΣΦΡΑΓΙΣΑΝ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΟΣΜΟΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΜΕΓΑΛΟΥΠΟΛΗΣ, ΟΠΩΣ ΟΙ ΠΙΣΤΟΛΕΡΟ, ΟΙ ΧΡΥΣΟΘΗΡΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΡΕΪΝΤΖΕΡΣ ΧΡΩΜΑΤΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΓΡΙΑ ΔΥΣΗ

ΜΙΚΕΛΑ ΧΑΡΤΟΥΛΑΡΗ

Το 1928, όταν ο γνωστός δημοσιογράφος και συγγραφέας Χέρμπερτ Άζμπερι (1891-1963) ολοκληρώνει, με τις "Συμμορίες της Νέας Υόρκης", την "ανεπίσημη ιστορία του υπόκοσμου", όλα έχουν τελειώσει. Οι οργανωμένες πολυάνθρωπες συμμορίες από άντρες και γυναίκες οπλισμένους με κουμπούρια, λαστιχένια ρόπαλα, ξυράφια, μαχαίρια, σιδηρογροθιές, σφεντόνες με βαρίδια, μεταλλικά νύχια για… εξόρυξη οφθαλμών κ.ο.κ. έχουν διαλυθεί. Περισσότεροι από 300 γκάνγκστερ βρίσκονται στη φυλακή και η εποχή όπου οι πολιτικοί μίσθωναν πυγμάχους για να πετυχαίνουν βίαια το εκλογικό αποτέλεσμα που επιθυμούσαν έχει παρέλθει. Οι διαρρήκτες, οι ληστές, οι φονιάδες και οι κακοποιοί που κάνουν πλέον παράνομο εμπόριο ποτών και ναρκωτικών ελάχιστα μοιάζουν με τους σκληροτράχηλους, πωρωμένους βάρβαρους που έμεναν σε άθλια καταγώγια, μπλέκονταν σε θεαματικές συμπλοκές, δούλευαν σαν πυροσβέστες, χασάπηδες ή μπράβοι και τροφοδοτούσαν τον μύθο τους με το πλιάτσικο και την πειρατεία στα πλεούμενα του ποταμού Χάντσον ή με την εκμετάλλευση πορνείων και λεσχών τζόγου. Η οικονομική ανάκαμψη, η γενίκευση της εκπαίδευσης, η αναδιάρθρωση της αστυνομίας, η απαγόρευση της οπλοφορίας, η κινητοποίηση των δημοτών άλλαξαν σιγά σιγά το κλίμα στην Νέα Υόρκη και τα καθάρματα κατέληξαν να χάσουν την ηρωική τους διάσταση και να κρατήσουν μόνο την εγκληματική.

Κι όμως, από το 1840 και για έναν σχεδόν αιώνα όλα "όσα ήταν αποκρουστικά, έκφυλα και παρηκμασμένα, βρίσκονταν εκεί", καθώς έγραφε και ο γνωστός μας Ντίκενς. Αυτόν τον κόσμο θέλησε να αποτυπώσει ο Άζμπερι στο χρονικό των "Συμμοριών της Νέας Υόρκης". Ένα βιβλίο καλτ που έγινε κλασικό, έφθασε να εμπνεύσει τον Μπόρχες και ξαναβρίσκεται σήμερα στο προσκήνιο, με αφορμή την ομώνυμη ταινία του Μάρτιν Σκορσέζε, την οποία θα δούμε στην Ελλάδα από τις 24 Ιανουαρίου. Το βιβλίο θα κυκλοφορήσει μια εβδομάδα πριν.

Ο κεντρικός ήρωας του Σκορσέζε είναι ο Χασάπης Μπιλ (Bill the Butcher) - τον υποδύεται ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις - αρχηγός μιας συμμορίας νταήδων του Ουέστ Σάιντ, που είχε μαθητεύσει κοντά στους Μπάουερι Μπόυς και έτρεφε ασίγαστο μίσος για τους Ιρλανδούς και γενικότερα τους μετανάστες, που η γνωστότερη συμμορία τους ήταν οι Ψοφιοκουνέλληδες (Ντεντ Ράμπιτς, στην ταινία έχουν αρχηγό τον Λίαμ Νίσον). Φορούσε ψηλό καπέλο από γούνα κάστορα, μακριά ρεντιγκότα, φουσκωτά παντελόνια και οι βόστρυχοι στους κροτάφους του ήταν κομψά κατσαρωμένοι. Ήταν, λέει, ο φοβερότερος ταραξίας και οφθαλμοβγάλτης της δεκαετίας του 1850, πληρωμένος κομματάρχης που συνεργαζόταν με την ομάδα των Αυτόχθονων Αμερικανών και όταν έπεσε θύμα μιας συμπλοκής, αφήνοντας την τελευταία του πνοή, λένε ότι φώναξε: "Γεια σας παιδιά, πεθαίνω γνήσιος Αμερικάνος!".

Ο Χασάπης Μπιλ

Στις λασπερές γειτονιές των Φάιβ Πόιντς, οι συμμορίες των Ιρλανδών καθολικών (φωτογραφία) έρχονταν αντιμέτωπες με εκείνες των Ολλανδών, Άγγλων και Γερμανών προτεσταντών

Ο Χασάπης Μπιλ δεν αντιστοιχεί όμως παρά σε ένα υποκεφάλαιο του ογκώδους βιβλίου του Άζμπερι. Κοντά του δρουν κι άλλες "ηρωικές" μορφές όπως ο Σκίνερ Μίχαν (Εκδορέας Μίχαν), ο Χοπ Αλόνγκ Πίτερ (Χοροπηδηχτούλης Πίτερ), ο Κιτ Μπερνς που έκοβε κεφάλια ζωντανών αρουραίων, ο Τζόρτζ Λιζ ή Σνάτσ'εμ (Τσάκωσ' τους), πειρατής στο ποτάμι και "βδέλλα" στους αγώνες πυγμαχίας, ο Τζον Άλεν (ο "αχρειότερος όλων"), γόνος θεοσεβούμενης και εύπορης οικογένειας που άνοιξε με τη γυναίκα του χορευτικό κέντρο και οίκο ανοχής και πλούτισε ως ιδιοκτήτης κέντρων διασκέδασης, η Γκάλους Μαγκ (Μαγκ η Τιράντω), δεξιοτέχνις στον ακρωτηριασμό, η Χελ-Κατ Μάγκι (Διαβολόγατα Μάγκι) που φορούσε νύχια από ορείχαλκο για να ξεσκίζει στις μάχες τους αντιπάλους της, οι Επτά Αδελφές από τη Νέα Αγγλία που εκμεταλλεύονταν πόρνες αλλά πρόσφεραν τα χριστουγεννιάτικα έσοδά τους σε φιλανθρωπίες κ.ά.

Οι θρυλικότερες μορφές ήταν πάντως ο γιγαντόσωμος Μόουζ, ο καλοφαγάς "Λεβέντης του Μπάουερι", που εφορμούσε με μπαλτά ή με… τηλεγραφόξυλα και κομμάτια από κράσπεδα. Και, αρκετές δεκαετίες αργότερα, εκείνος που έγινε ειρωνικός ήρωας του Χόρχε Λουίς Μπόρχες στην "Παγκόσμια Ιστορία της Ατιμίας", ο Εβραίος ασχημομούρης Μονκ Ίστμαν ή Έντουαρντ Ντιλέινι, αρχηγός μιας συμμορίας 1.500 ανδρών, των Ίστμανς, ο οποίος έπειτα από μια εγκληματική καριέρα ως προστάτης πορτοφολάδων, σαλταδόρων, πορνών, χαρτοκλεφτών κ.ά., διακρίθηκε για την ανδρεία του στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο για να υποτροπιάσει μετά την αποστράτευσή του και να δολοφονηθεί τελικά τα Χριστούγεννα του 1920 από τον συνεταίρο του στο λαθρεμπόριο αλκοολούχων και ναρκωτικών…

Αυτό που εντυπωσιάζει σε τούτο το χρονικό είναι τα ρευστά όρια μεταξύ έννομης τάξης και παρανομίας, μεταξύ υποκόσμου και πολιτικών, που παρουσιάζονται εξίσου πωρωμένοι έτσι που ο υπόκοσμος αναδεικνύεται σε πολιτικό παράγοντα. Ο Μονκ Ίστμαν π.χ. ήταν το χαϊδεμένο παιδί της πολιτικής ηγεσίας και για χρόνια υπηρέτησε το Τάμανι Χωλ, τον κεντρικό οργανισμό του Δημοκρατικού Κόμματος στην Κομητεία της Νέας Υόρκης, χειραγωγώντας μεταξύ άλλων τους γκάνγκστερ κατά τις εκλογικές περιόδους.

Η διαφθορά των αρχών

Πάνω: ο Μάρτιν Σκορσέζε καθοδηγεί τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο στα γυρίσματα της ταινίας "Οι συμμορίες της Νέας Υόρκης", που πραγματοποιήθηκαν στα στούντιο της Τσινετσιτά στη Ρώμη. Αριστερά: η Κάμερον Ντίαζ υποδύεται την κλέφτρα Τζένυ Έβερντιν

Δεν ήταν ο μόνος ωστόσο. Η διαφθορά των δημοτικών και πολιτειακών αρχών ήταν τέτοια που συνεργάζονταν συστηματικά με τους γκάνγκστερ και φυσικά φρόντιζαν να τους απαλλάξουν από οποιεσδήποτε κατηγορίες τους οδηγούσαν τυχόν στα δικαστήρια. Η περίπτωση του Αϊζάϊα Ράιντερς, πολιτικού αφεντικού του Τάμανι Χωλ και αρχηγού συμμορίας στο Φάιβ Πόιντς, που εμφανίζεται στη Νέα Υόρκη γύρω στο 1830, είναι χαρακτηριστική. Διότι ο Ράιντερς κατάφερε να γίνει αστυνόμος και επί 25 χρόνια να κατευθύνει τις δραστηριότητες των συμμοριών, ακόμα και τις ταραχές που ξέσπασαν (ιδίως το 1849) με αφορμή το αίτημα για την κατάργηση της δουλείας.

Η δράση των συμμοριών, όπως την περιγράφει ο Άζμπερι, εξελίσσεται από τότε που φουντώνει το μεταναστευτικό ρεύμα, στα 1840, οπότε η πόλη γεμίζει Ιρλανδούς καθολικούς, οι οποίοι απειλούν σοβαρά την πρωτοκαθεδρία των Ολλανδών, Άγγλων και Γερμανών προτεσταντών (που είχαν πιάσει τα πόστα ήδη από τον 17ο αιώνα) και συνεχίζεται σε όλη τη διάρκεια του Αμερικανικού Εμφυλίου (1861-1865) μέχρι το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.

Πρόκειται για πολυπρόσωπες συμμορίες (και όχι απλές σπείρες) χωρίς μπέσα, χωρίς ηθικά διλήμματα, σε οξύ ανταγωνισμό μεταξύ τους, που οδηγούνται σε αιματηρές συμπλοκές ή σε ακολασίες σαν να ήταν αυτές μόνο που θα μπορούσαν να κάνουν τα μέλη τους να ξεχάσουν την ανέχεια, την αθλιότητα, την υποβάθμιση της ζωής τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1860, η Νέα Υόρκη που τότε περιοριζόταν στο νησί του Μανχάταν, είχε 813.669 κατοίκους από τους οποίους οι 58.067 καταδικάστηκαν εκείνη τη χρονιά για διάφορα εγκλήματα ενώ ο αριθμός των εγκληματιών υπολογιζόταν σε 80.000. Ήταν το 10% του πληθυσμού!

Στην αρχή ζούσαν σε κελάρια παλαιών ζυθοποιείων, σε τρισάθλιες τριώροφες παράγκες στις λασπερές γειτονιές των Φάιβ Πόιντς και της οδού Μπάουερι, έπειτα μετακινήθηκαν προς τις αποβάθρες και το Φορθ Γουόρντ όπου το 1850 λειτουργούσαν περί τις 6.000 (!) λέσχες τυχερών παιχνιδιών λιγότερο ή περισσότερο χλιδάτες, και στη συνέχεια αναπτύχθηκαν κατά μήκος του ποταμού Χάντσον. Την ίδια εποχή εμφανίζεται και η ιταλική Μαύρη Χείρα, πρόδρομος της Μαφίας, αλλά και οι πρώτες κινέζικες μυστικές εταιρείες εγκλήματος, με το όνομα Ντονγκς. Όσο για το νησάκι όπου στήθηκε το Άγαλμα της Ελευθερίας, εκεί γίνονταν οι απαγχονισμοί που ο συγγραφέας περιγράφει με λεπτομέρειες.

ΜΕ ΡΟΠΑΛΑ ΚΑΙ ΔΑΓΚΩΜΑΤΙΕΣ

Ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο (αριστερά) ως Άμστερνταμ Βάλον, αντιμέτωπος με τον Ντάνιελ Ντέι Λιούις ως Χασάπη Μπιλ, στους δρόμους της Νέας Υόρκης

"Οι σημαντικότερες συγκρούσεις συμμοριών στις αρχές του 19ου αιώνα έγιναν από τους Μπάουερι Μπόυς και τους Ντεντ Ράμπιτς, οι οποίοι συνέχισαν τη βεντέτα μέχρι τις ταραχές της Επιστράτευσης του 1863, όταν συνδύασαν τις δυνάμεις τους με άλλες συμμορίες και εγκληματίες σε μια προσπάθεια να κάψουν και να λεηλατήσουν την πόλη. Σε αυτές τις πρώιμες συμπλοκές οι Μπάουερι Μπόυς είχαν την υποστήριξη των υπόλοιπων συμμοριών του Μπάουερι, ενώ οι Πλαγκ Άγκλις (Ημιψηλο-κακομούτσουνοι) οι Σερτ Τέιλς (Εξωπουκαμισάκηδες) και οι Τσίτσεστερς συσπειρώθηκαν γύρω από το "ευωδιαστό" λάβαρο των Ντεντ Ράμπιτς, το ψόφιο κουνέλι. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι μάχες μαίνονταν για δυο τρεις μέρες χωρίς διακοπή. Οι γκάνγκστερς πυροβολούσαν ο ένας τον άλλον με μουσκέτα και πιστόλια ή μάχονταν σώμα με σώμα με μαχαίρια, θραύσματα από τούβλα, ρόπαλα, δαγκωματιές και γροθιές. Στις παρυφές των συμπλεκομένων συμμοριών ήταν παρατεταγμένες οι γυναίκες με τα χέρια γεμάτα πυρομαχικά για τον ανεφοδιασμό" (σελ. 49).

Εκμοντερνισμένη εκδοχή αρχαίου έπους

Το βιβλίο του Άζμπερι δεν διεκδικεί ούτε τα εύσημα της λογοτεχνίας ούτε τα εύσημα της κοινωνιολογικής πραγματείας. Ο συγγραφέας δεν ηθικολογεί ούτε και ψυχογραφεί τα σκληροτράχηλα καθάρματα που πρωταγωνιστούν στις σελίδες του. Παραθέτει μάλλον ξερά και αποστασιοποιημένα τα κατορθώματά τους, το ένα μετά το άλλο, έτσι που η αφήγηση γίνεται μερικές φορές μονότονη και οι περιγραφές εξαντλητικές.

Από την άλλη όμως, μαζί με τα ντοκουμέντα αφομοιώνει και την αύρα που περιέβαλε εκείνον τον κόσμο στην εποχή του, τους θρύλους που τον ακολουθούσαν κι έτσι δίνει ανάγλυφα το κλίμα που επικρατούσε. Τη βαρβαρότητα με όλη της τη σύγχυση, την ανοησία, τον γιγαντισμό, τη μεγαλομανία της. Η ματιά του Άζμπερι δεν έχει ιδεολογική απόχρωση, όπως ίσως θα περίμενε ο σημερινός αναγνώστης, ο συγγραφέας δεν εμβαθύνει στα αίτια της αθλιότητας ή της αχρειότητας όπως ενδεχομένως θα όφειλε.

Απελπισία

Επισημαίνει όμως την εκτεταμένη διαφθορά των κατεστημένων Αρχών και την απελπισία που προκαλεί η φτώχεια. Και σε σύγκριση με πιο επιστημονικές μελέτες για την εποχή (όπως εκείνη του Τάιλερ Ανμπάιντερ) αποδεικνύεται λιγότερο ρατσιστής, πιο ανεκτικός απέναντι στο πολυπολιτισμικό πλήθος του πρώτου αυτού υποκόσμου. Το βιβλίο του ισοδυναμεί θα έλεγε κανείς με μια εκμοντερνισμένη εκδοχή ενός αρχαίου έπους που συνίσταται σε συγκρούσεις γιγάντων και δαιδαλώδεις γενεαλογίες.

Η ιστορία των συμμοριών της Νέας Υόρκης είναι εντέλει και η ιστορία μιας μεγαλούπολης που απλώνεται χωνεύοντας το καλό και το κακό, γεννώντας νέες μορφές λαϊκής διασκέδασης όπως τα μιούζικ χωλ με τους ταπ-ντάνσερς, αλλά και οι κυνομαχίες ή οι ποντικομαχίες, αγκαλιάζοντας διαφορετικές κουλτούρες και θρησκείες, αντιμετωπίζοντας τον φυλετικό ρατσισμό και τη διαφθορά, διαμορφώνοντας με δυο λόγια μια δική της μυθολογία.

Η ταινία

Βάρβαροι εντός των πυλών

"Αυτοί οι άνθρωποι ήταν πολεμιστές και οι θεοί τους ήταν θεοί του πολέμου. Έτσι και η ταινία μου είναι μια ταινία που αποτυπώνει τη βαρβαρότητά τους" Αυτή ήταν η απάντηση του Μάρτιν Σκορσέζε όταν άκουσε κάποιους να εξανίστανται λέγοντας "μα, δεν μπορεί να ήταν τόσο βίαια τα πράγματα τότε!"

Οι "Συμμορίες της Νέας Υόρκης" είναι το στοίχημα του 60χρονου σήμερα σκηνοθέτη για το Όσκαρ που καμία από τις ταινίες του για τη σκοτεινή πλευρά της Νέας Υόρκης - όσο σημαντική κι αν ήταν - όπως ο "Ταξιτζής" (1976), το "Οργισμένο Είδωλο" (1980), τα "Καλά Παιδιά" (1990) δεν μπόρεσε να αποσπάσει. Ένα φιλόδοξο όνειρο ζωής, που του κόστισε πολύ σε χρήμα (97,5 εκατ. δολάρια), χρόνο και δυνάμεις αλλά κατάφερε, όπως τόνισε η αμερικανική κριτική, να αποκτήσει τη στόφα του κλασικού έργου.

Στην Τσινετσιτά

Τα γυρίσματα κράτησαν οκτώμισι μήνες και έγιναν στα στούντιο της Τσινετσιτά στη Ρώμη, όπου ανασυστήθηκε μια ολόκληρη νεοϋορκέζικη γειτονιά του 19ου αιώνα. Αυτός ήταν ο κύριος λόγος που δεν πρωταγωνιστεί ο αγαπημένος ηθοποιός του, ο Ρόμπερτ ντε Νίρο, ο οποίος επειδή τότε διεκδικούσε δικαστικά την επιμέλεια των παιδιών του, δεν μπορούσε να απουσιάζει από τη βάση του. Στη θέση του, ο Σκορσέζε διάλεξε έναν άλλον ηθοποιό με έντονη προσωπικότητα και πιο πειστική ηλικία, τον Ντάνιελ Ντέι Λιούις, που επιστρέφει στη μεγάλη οθόνη στον ρόλο του Χασάπη Μπιλ, έπειτα πέντε χρόνια απουσίας και ενώ είχε αποφασίσει να αποσυρθεί. Απέναντί του, ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο στον ρόλο του Ιρλανδού Άμστερνταμ Βάλον, που θέλει να εκδικηθεί για τον φόνο του πατέρα του. Κι ακόμα, η μοιραία γυναίκα Κάμερον Ντίαζ στον ρόλο της κλέφτρας Τζένυ Έβερντιν και ο Λίαμ Νίσον ως αρχηγός της συμμορίας των Ντεντ Ράμπιτς. Στο φόντο, η διαμάχη μεταξύ παλαιών - προτεσταντών- αποίκων της Ανατολικής Ακτής και των νέων - καθολικών - μεταναστών που ξεμπαρκάρουν από την Ευρώπη το 1840, όπως περιγράφεται το 1927 και μυθοποιείται στην "Ανεπίσημη ιστορία του υποκόσμου" του Χέρμπερτ Άζμπερι. info Οι "Συμμορίες της Νέας Υόρκης" θα προβάλλονται στην Ελλάδα από τις 24 Ιανουαρίου