Εφημερίδα "Τα Νέα"

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Γνώμες-Σχόλια :: Σχόλιο

( ματιες - σαββόπουλος :: 26-02-2003) 

ΜΑΤΙΕΣ Σαββόπουλος

ΛΕΥΤΕΡΗΣ Π. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

Το ποίημα του Ρίτσου εν πρώτοις: "Εδώ, στην ακαταστασία της κάμαρας / ανάμεσα στα σκονισμένα βιβλία / και στα γεροντικά πορτραίτα / ανάμεσα στο ναι και στο όχι τόσων σκιών / μια στήλη ασάλευτο φώς / εδώ, σ' αυτή τη θέση / πούχες γδυθεί μια νύχτα". Διαβάζω το ποίημα, πέντε, δέκα φορές, ώσπου να το μάθω απ' έξω. Ύστερα, το αντιγράφω σε σελίδα τετραδίου, χωρίς χαράκια. Και κατόπιν, το ρίχνω μέσα στο φλιτζάνι μου και το πίνω, με αργές, επίσημες γουλιές.

Παλιά συνήθεια - κι άλλες, παρεμφερείς, από το σπίτι - τη συνήθεια αυτή είχε φέρει η μάνα μου από τη Ρωσία. "Το ποίημα", έλεγε, "πρέπει να το καταλάβεις. Εν ανάγκη και με μαστίγωμα!". Αυτή ήταν η μάνα μου. Από γκλαμουριές και τέτοιες αηδίες δεν ήξερε. Και ήταν ικανή να βρεθεί σε κάποιο νυχτερινό κέντρο και πάνω στη "φωτιά" της γιορτής να πει τα στιχάκια που 'χε μάθει στον κλήδονα: "Πέσε κυρά μου ανάσκελα και σήκωσε τα πόδια / να σου φυτέψω μια ροδιά να κρέμονται δυο ρόδια". Ή το άλλο: "Ψωμί τυρί δεν είχαμε, χοντρή ψωλή γυρεύαμε" ή "Το σπίτι μας γέμισε από μουσαφιραίους: Μας περισσεύαν τα μουνιά, μας ήρθαν κι από Πέργαμο…".

Απύλωτο στόμα! Έτσι, όμως, απύλωτα, ήταν όλα τα στόματα τις Απόκριες, εκείνη την εποχή. Οι άνθρωποι ήθελαν να το ρίξουν έξω. Να τραγουδήσουν, να πειράξουν, να βωμολοχήσουν, ν' αλλάξουν, για ένα εικοσιτετράωρο, τον κόσμο που τόσο τους καταπίεζε. Τα γαϊτανάκια στην οδό Φυλής πήγαιναν και ερχόντουσαν. Κι οι όμορφες έβγαιναν στα παραθύρια τους και χάζευαν, γελώντας κακαριστά…

Μια Καθαρή Δευτέρα, μας πήρε η Αννούλα η Βαγενά και μας πήγε στις "φαλλικές γιορτές" του Τυρνάβου! Παναγιά και Χριστέ! Κάθε άρμα, κάθε άνθρωπος, κάθε ρούχο, γεμάτα από γιγαντιαία πέη. Και να τα χαϊδεύουν οι γυναίκες και να τα φιλούν και να φωτογραφίζονται. Μπήκαμε όλη η παρέα - Άννα, Λουκιανός, Κουπαρούσος, Ράια, εγώ - σ' ένα καφενείο όπου το γλέντι είχε αρχίσει προ πολλού. Βλέπει κάποιος, μαθυσμένος, την Άννα και της λέει: "Γιατί μωρό, γιατί γλυκό / πηγαίνεις κούτσα κούτσα; Από τα μάτια φαίνεσαι / πως αγαπάς την πούτσα!". Αρχίσανε όλοι να γελάνε. Πάω κι εγώ στο πατάρι και πιάνω να τους φτιάχνω, επιτόπου, τέτοια τετράστιχα. Έλεγα, έλεγα, έλεγα… Ύστερα από λίγο, μάζεψαν τα κιλά τους και έφυγαν νικημένοι.

Τσικνοπέμπτη αύριο. Μεγάλη γιορτή, στο πλαίσιο της Αποκριάς. Χαίρομαι που το γενικό πρόσταγμα το έχει ο Σαββόπουλος. Και μπράβο στην Ντόρα, που τον επέλεξε. Ο Σαββόπουλος είναι μεγάλος! Και το ξέρει το αντικείμενο. Ξέρει την Αποκριά, το πανηγύρι, την παράδοση, τα πρόστυχα τραγουδάκια, τον κλήδονα. Ο Σαββόπουλος δεν πουλάει μούρη. Τα εννοεί αυτά που φτιάχνει. Και είναι μέσα, παντού. Και στον χορό και στο τραγούδι το σκωπτικό και στο ρομαντικό και στον Καραγκιόζη και στο σμυρναίικο - Δόμνα Σαμίου - και στο ελαφρό και στο ρεμπέτικο. Είμαι βέβαιος ότι η δουλειά του θ' αφήσει εποχή.

Δεν έχουμε πολλούς Σαββόπουλους. Όσους έχουμε, πρέπει να τους αξιοποιούμε. Να τους παίρνουμε και την τελευταία σκέψη. Γιατί έρχεται μεγάλη ξηρασία στον κόσμο. Πιθανόν, μετά τους Ολυμπιακούς, να μην έχουμε ούτε λαγάνες, που λέει ο λόγος…