Εφημερίδα "Τα Νέα"

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Ορίζοντες :: Κριτική θεάτρου

( απ' την αρχή αλλιώς :: 13-01-2003) 

ΘΕΑΤΡΟ

Απ' την αρχή αλλιώς

Τα έργα του Τσέχωφ δεν είναι μόνο αριστουργήματα γραφής, θεατρικής τεχνικής και ιδεολογίας. Είναι και πειραματικά δοκιμαστήρια υποκριτικής τέχνης

ΚΩΣΤΑΣ ΓΕΩΡΓΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ

Ο Παναγιώτης Παναγόπουλος, η Σοφία Σεϊρλή και η Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου στην παράσταση "Ο Γλάρος" που παρουσιάζεται στην Α' Σκηνή του Θεάτρου "Οδού Κεφαλληνίας"

Όσο κι αν μερικοί νομίζουν πως ο Στανισλάβσκι καθόρισε τον τρόπο προσέγγισης των τσεχωφικών χαρακτήρων, θα έλεγα πως και ο Τσέχωφ από τη μεριά του, με τις δραματουργικές του τεχνικές και κυρίως με τον νέο πρωτότυπο ρυθμό της καθημερινότητας, έδωσε στον Στανισλάβσκι τους θεμελιώδεις κανόνες μιας νέας υποκριτικής. Όπως και να έχει το πράγμα, εκεί στη Ρωσία, στο τέλος του 19ου αιώνα και στις αρχές τους 20ού, ένας μεγάλος συγγραφέας φτάνει στην τελειότητα το αίτημα του νατουραλισμού που είχε εισαγάγει στη γαλλική δραματουργία ο Ζολά και οι περί αυτόν. Και ο Στανισλάβσκι φτάνει στην τελειότητα το νατουραλιστικό υποκριτικό σύστημα που εισήγαγε στη Γερμανία ο Γεώργιος του Μαϊνίνγκεν, ο πρώτος σκηνοθέτης με όραμα στην ιστορία του θεάτρου.

Έκτοτε, τα έργα του Τσέχωφ, όχι μόνο στη Ρωσία αλλά ως κτήματα πλέον της ανθρωπότητας, είναι φορτισμένα και με τις πρώτες σκηνοθετικές λύσεις που τα καθιέρωσαν, παρόλο που συχνά οι μελετητές του Τσέχωφ αλλά και η ίδια η μαρτυρία του δραματουργού, είτε στα γράμματά του είτε μέσω της ηθοποιού του "Θεάτρου Τέχνης", γυναίκας του Όλγας Κνίπερ, διαπίστωναν πως ο συγγραφέας και ο σκηνοθέτης βρέθηκαν συχνά-πυκνά σε κάθετη διαφωνία σχετικά με το υποκριτικό ύφος και ήθος της τσεχωφικής γραφής και του τρόπου της σκηνικής της αποτύπωσης. Ο Τσέχωφ εμφανίζεται να διαμαρτύρεται για το βαρύ, ζοφερό, αργόσυρτο ύφος που καταγράφει την επαρχιακή ρωσική πλήξη που προτιμούσε ο Στανισλάβσκι, ενώ ο ίδιος ο δραματουργός επιθυμούσε να προβάλλεται η ειρωνεία του, να σώζονται τα περιγράμματα μιας δραματουργικής τεχνικής που ρέπει προς την καρικατούρα. Παρ' όλα αυτά, για χρόνια η τεχνική και η αισθητική του Στανισλάβσκι κυριάρχησαν διεθνώς.

Σε μας εδώ προπολεμικά ο Τσέχωφ παίχτηκε από την Κυβέλη, την Κοτοπούλη, τον Μινωτή, τον Βεάκη, σύμφωνα με τους κανόνες και τους κώδικες τους συνήθεις στο τρέχον θέατρο, του γαλλικού μπουλβάρ. Ο Κουν μεταπολεμικά, μεταφέροντας τον τρόπο του Στανισλάβσκι, καθιέρωσε ένα τσεχωφικό ύφος ερμηνείας, αργόσυρτο, σκοτεινό, ψυχολογικού φόρτου και τρέχουσας μίμησης της καθημερινής συμπεριφοράς. Πρώτος έσπασε αυτήν την ένδοξη, χωρίς άλλο, υποκριτική παράδοση ο Μίνως Βολανάκης στον "Βυσσινόκηπο" που ανέβασε με τη Λαμπέτη και τον Παπαμιχαήλ. Πρόσφατα, ο πολύς και μεταμοντέρνος Γιούρι Λιουμπίμοφ και με τον "Γλάρο" και με τον "Βυσσινόκηπο", με τη Δανδουλάκη και άλλους άξιους (πάντα και κυρίως μαθητές του Κουν, τον Φυσσούν, τον Φέρτη) ηθοποιούς, τόνισε και την ειρωνεία και το κωμικό υποκείμενο στοιχείο των τσεχωφικών έργων.

Μια μεσάζουσα πρόταση έκανε ο Ντασσέν με έναν νεανικό "Γλάρο" που ανέβασε στο "Εθνικό", όπου συνδύασε τον συμπεριφορικό κώδικα του στανισλαβσκικού "συστήματος", όπως το πολιτογράφησε αμερικανικά το Άκτορς Στούντιο, αλλά με μια λοξή ματιά στους χαρακτήρες, που τονίστηκε στην παράσταση μέσω των φωτισμών που λειτουργούσαν σαν κάμερες του σινεμά και δομούσαν το έργο σε κάδρα και πλάνα.

Φέτος στην Ελλάδα παίζονται τέσσερις "Γλάροι". Αν σκεφτεί κανείς πως το έργο αυτό θεωρείται βίβλος γενέσεως του συγχρόνου "μοντέρνου" θεάτρου, και ως γραφή και ως υποκριτική, η καταφυγή σ' αυτό σε μιαν εποχή εκατό χρόνια μετά τον μοντερνισμό και σε μια περίοδο που μας παιδεύει χωρίς να μας εκπαιδεύει ο μετα-μοντερνισμός σημαίνει πως οι άνθρωποι του θεάτρου επανεξετάζουν την όλη πορεία του θεάτρου μπουχτισμένοι από την αισθητική σαβούρα και τη θολούρα των μεταμοντέρνων συγγραφικών και σκηνοθετικών τεράτων. Παίρνουν πλέον αμπάριζα και "βγαίνουν" από τον γεννήτορα του θεατρικού μοντερνισμού.

Προς το παρόν, είδα τον "Γλάρο" του θεάτρου "Πράξη", στο θέατρο της "Οδού Κεφαλληνίας". Πρόκειται για μια σημαντικότατη μετα-στανισλαβσκική σκηνοθετική πρόταση του Νίκου Μαστοράκη.

Ο νέος αυτός σκηνοθέτης, που κολύμπησε αρκετές φορές και υπέκυψε στη γοητεία του μεταμοντέρνου, ευτυχώς κατέληξε πως η πρυτανεύουσα σ' αυτήν την πρακτική ειρωνεία δεν είναι σκοπός αλλά μέσον και, βέβαια, δεν είναι νέο εργαλείο ερμηνευτικό.

Ο ίδιος ο Τσέχωφ, κι αυτό δεν φαίνεται να το πρόσεξε ούτε ο Στανισλάβσκι και οι οπαδοί του, στα μονόπρακτά του και στα έξοχα διηγήματά του χρησιμοποίησε ως μέσον και την ειρωνεία και τη χλεύη και την καρικατούρα και την ανατροπή. Ο Μαστοράκης κράτησε από το μεταμοντερνικό "σύστημα" την ειρωνεία και τη "θεατρικότητα".

Για να αντιληφθεί κανείς τη σημασία του τελευταίου αυτού "μέσου" θα πρέπει να πω ότι και ο Γεώργιος του Μαϊνίνγκεν και ο Στανισλάβσκι ήσαν θαυμαστές του Ότο Μπραμ, ο οποίος στο απόγειο της νατουραλιστικής περιόδου έβαζε ως αίτημα την "αποθεατροποίηση του θεάτρου", εντοπίζοντας στη σκηνή τη Ζολαδική θεωρία για μια τέχνη = φέτα ζωής.

Ο Λιουμπίμοφ στις "Τρεις Αδελφές" του χρησιμοποίησε το θέατρο εν θεάτρω, χωρίς όμως εσωτερικό έρεισμα στο κείμενο του Τσέχωφ. Ο Μαστοράκης, εκκινώντας από το πρόχειρο πάλκο της πρώτης πράξης του "Γλάρου", καθιστά τη θεατρική σκηνή μεγεθυντικό φακό για την προσέγγιση των χαρακτήρων, τη μελέτη τους και την έκθεσή τους στους άλλες χαρακτήρες και εν τέλει στο κοινό. Στην παράσταση του Μαστοράκη κάποιοι ηθοποιοί παίζουν κάποιους χαρακτήρες που παίζουν θέατρο, με θεατές κάποιους άλλους ηθοποιούς που παίζουν χαρακτήρες ενώπιον κοινού. Λύσεις ιδιοφυείς που αξιοποίησαν στο έπακρο το τσεχωφικό κείμενο, το ανέλυσαν, το εξέθεσαν χωρίς, όπως κάνει ο μεταμοντερνισμός, να το διαλύσουν και να το καταστρέψουν.

Ο Μαστοράκης είχε στη διάθεσή του την ξαναδουλεμένη μετάφραση της Ξένιας Καλογεροπούλου, θεατρικότατη, που διασώζει και τους χυμούς των χαρακτήρων και τη ρητορική τους. Είχε τα σκηνικά και τα κοστούμια της Λελούδα, που βρέθηκε στην καλύτερη ώρα της, είχε τους σοφούς φωτισμούς του Αλέκου Βασιλείου, είχε την κινησιολογική πείρα της Μαρίας Αλβανού και είχε μια θαυμάσια ομάδα ηθοποιών.

Οι ηθοποιοί

Η Αγγελική Παπαθεμελή προχωρεί με μεγάλους διασκελισμούς προς την κορυφή. Έχει προσωπικό υποκριτικό αναγνωρίσιμο στίγμα και σκηνικό ήθος. Ο Δημοσθένης Παπαδόπουλος είναι ένας ηθοποιός με βάθος και έγνοια, που βασανίζει τον ρόλο του και βγάζει ζουμί. Η Σοφία Σεϊρλή καταθέτει χυμούς και χιούμορ με καημό ψυχής. Η Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου (Μάσα) φτιάχνει έναν υποκριτικό αδάμαντα με άπειρες έδρες. Ο Γιωτόπουλος, μάστορας ύφους, παίζει στα δάχτυλα τη θεατρικότητα του Σόριν. Ο Παναγιωτίδης είναι ο σωστός και μετρημένος κυνικός ραισονέρ του θεάτρου ιδεών, ο Χαραλαμπίδης ωραία φιγούρα πρόπλασμα του Λοπάχιν. Η Μπέττυ Αρβανίτη ξεπερνάει κάθε φορά τα όριά της, που είναι πλέον αναπάντεχα. Ζυγιασμένα τα πάντα και τα έγκατα διάφανα. Ο Μάινας, ωριμότερος από κάθε άλλη φορά, ένας βαριεστημένος επαγγελματίας κυνηγός γλάρων για βαλσάμωμα.

INFO

Θέατρο "Οδού Κεφαλληνίας", Κεφαλληνίας 18, Κυψέλη, τηλ. 210-88.38.727.