Εφημερίδα "Τα Νέα"

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Ορίζοντες :: Πορτρέτο

( "τητητητητη την αιτία; ποιποιποιος ο λόγος;" :: 04-03-2003) 

"Τητητητητη την αιτία; Ποιποιποιος ο λόγος;"

ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΦΑΣΟΥΛΗΣ

Γράφω το κείμενο, κι ύστερα θα έρθω για το τελευταίο αντίο. Δεν θα 'ναι δέκα μέρες, έψαχνα για κάτι φωτογραφίες να δώσω, κάποιο περιοδικό μου της ζήτησε, βρήκα δυο τρεις κι όπως ξανάβαζα τις υπόλοιπες στον φάκελο έπεσε μια ξεβαμμένη πολαρόιντ, κάνω να δω και… ναι, είναι σε κάτι σαν ταβέρνα του '80, σαν κέντρο διασκέδασης της εποχής, τα πρόσωπα λάμπουν, βοηθάει και το πέρασμα του χρόνου που έχει σβήσει τις λεπτομέρειες στα πρόσωπα, στο χρώμα. Σκέφτηκα πάει, θα ξεθωριάσει η φωτογραφία εντελώς, κι είπα να τη δώσω σ' ένα φίλο φωτογράφο να τη σκανάρει και μετά να την τυπώσει κανονική φωτογραφία, ανεξίτηλη στον χρόνο…

… με πρόλαβαν τα νέα, οι ψίθυροι δηλαδή, για "κάτι έχει ο Μίμης σοβαρό, μη το λέμε…". Δεν το άκουσα, όπως δεν ακούω τόσα για ν' αντέξω τη ζωή, πήγα θέατρο, κοινούς φίλους δεν ρώτησα, νόμιζα αν δεν το σκέφτομαι δεν θα υπάρχει κιόλας το κακό. Προχθές με πρόλαβε η τηλεόραση… η φωτογραφία σου και η αναγγελία…

Σκέφτομαι τα χρόνια που σε ξέρω… μεταπολίτευση νομίζω άρχισε η παρέα μας. Ώρες κι ώρες στο σπίτι της Βέρας και του Κώστα τότε, μετά στο δικό μου, πιο μετά στου Βασίλη. Σε θυμάμαι πάντα γερμένο στην καρέκλα με το αιώνιο, χαμόγελο… όχι, γελάκι. Γελάκι γιατί έβλεπα τον ήχο να σκάει κάτω απ' το μουστάκι. Μέχρι το '94, '95 κάπου εκεί, που αραίωσαν αυτές οι συναντήσεις, και πια βλεπόμαστε τυχαία, αλλά, Μίμη μου, να 'ξερες τι καλό που μου 'κανες. Ήσουν (έλα, άσε με για σήμερα τουλάχιστον να λέω "είσαι"). Είσαι απ' τους λίγους, τους ελάχιστους, που μ' έχουν κοιτάξει μ' αυτό το βλέμμα. Μόλις μ' έβλεπες έσκαγες το γνωστό γελάκι που απλωνόταν και στα μάτια σου. "Σταματάκο" μου 'λεγες κι έβλεπα καθαρά πως κάτι σαν να μου αναγνώριζες, κάτι σαν να άλλαξε μέσα μου κι μόνο εσύ το καταλάβαινες και ζεστά, γλυκά και συνωμοτικά μου το επικροτούσες. Σαν να 'χα καλυτερέψει σε κάτι (έξω από το επάγγελμα, έξω απ' το θέατρο), σε κάτι που αγνοούσα και που εσύ το γνώριζες καλά και το καμάρωνες. Να 'ξερες πόσο μ' έχει στηρίξει αυτό σου το βλέμμα. Οι πιο κοντινοί μου… και τόσο πολύ δεν μ' έχουν ζεστάνει.

Η πρώτη φορά που σε έχω δει, δεν στο 'χω πει ποτέ, ήμουν μικρός, πρώτες τάξεις του Γυμνασίου, παίζατε στο Πορεία τους "Όρνιθες"… κι εσύ ένα πουλάκι αεικίνητο με τα φτερά στην πλάτη, το λοφίο πλουμιστό στο κεφάλι, να τρέχεις με ένα άσπρο πανάκι δεμένο στη μέση σου, με τα μάτια να πίνουνε τον κόσμο όλο, τα χέρια φτερούγες να πετάξουν ώς τα πέρατα της Νεφελοκοκκυγίας…

Αχ, πουλάκι μου, μια χαρά ήταν τα φτεράκια σου. Τι ζήλεψες και τα άλλαξες με τις βαριές φτερούγες των αγγέλων;

ΥΓ: Μόλις μου 'φερε ο φίλος φωτογράφος, την παλιά μας τη φωτογραφία. Είσαι εσύ, η Ρένη, ο Μίμης ο Χρυσομάλλης και μια άλλη κοπέλα με κατσαρά μαλλιά… είναι… ναι… ναι, είναι το "Άλσος"… τραγουδάει η Οπισθοδρομική Κομπανία… η κοπέλα… τώρα την γνωρίζω, είναι η Ελευθερία. Έχει τελειώσει το πρόγραμμά της κι έχει κάτσει στο τραπέζι μας… ακούω πίσω ένα λυγμό από τραγούδι του Τσιτσάνη… Γελάμε όλοι. Λάμπουμε και… Μίμη το βλέπω… Τώρα το βλέπω καθαρά… Μίμη ήμασταν πολύ ευτυχισμένοι…