Εφημερίδα "Τα Νέα"

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Ελλάδα :: Δικαστικό ρεπορτάζ

( 17 μήνες... φουρτούνα για τον καπετάν πάρη :: 04-01-2003) 

Όταν δικάστηκε, αθωώθηκε πανηγυρικά. Ήδη όμως είχε περάσει προφυλακισμένος ενάμιση χρόνο στον Κορυδαλλό

17 μήνες… φουρτούνα για τον καπετάν Πάρη

"Δεν υπάρχει μεγαλύτερο έγκλημα από το να φυλακίζεται ένας αθώος"

ΑΡΕΤΗ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

Τα πλοία ανήκαν σε Έλληνες πλοιοκτήτες, είχαν παναμέζικες σημαίες και διέσχιζαν τους ωκεανούς αλλάζοντας εν πλω ονόματα και… φορτία. Μέσα σε δύο χρόνια κατόρθωσαν να διοχετεύσουν από την Κολομβία στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ περισσότερους από 50 τόνους κοκαΐνη, αξίας πάνω από ένα τρισ. δραχμές.

Πάρης Τσαλδάρης. Ο αρχιπλοίαρχος που αθωώθηκε παμψηφεί στη δίκη του "καρτέλ κοκαΐνης", αλλά… δεν εδικαιούτο αποζημίωση

Έλληνες πλοιοκτήτες, επιχειρηματίες και ναυλομεσίτες σε συνεργασία πάντα με τα ηχηρότερα ονόματα των "νονών" της Κολομβίας απάρτιζαν το μεγαλύτερο "καρτέλ κοκαΐνης" που αποκαλύφθηκε ποτέ, οργάνωναν με τα πλοία τους τις διεθνείς μεταφορές και αποκόμιζαν αστρονομικά κέρδη. Χρειάστηκαν δύο χρόνια συντονισμένων ερευνών μεταξύ των Αρχών Διώξεως Ναρκωτικών των ΗΠΑ και των συναρμόδιων Διωκτικών και Εισαγγελικών Αρχών της Μ. Βρετανίας, της Ισπανίας και της Ελλάδας για να εντοπισθούν, από τις αρχές έως και τα μέσα του 1999, οι συμμετέχοντες στο διεθνές κύκλωμα και να κατασχεθούν πλοία-φαντάσματα με κρυμμένα στα αμπάρια τους φορτία με κοκαΐνη. Δύο από τα ελληνόκτητα πλοία που κατασχέθηκαν από τις αμερικανικές Διωκτικές Αρχές ήταν το "Cannes" και το "China Breeze". Στα αμπάρια τους βρέθηκαν αντίστοιχα 3.800 και 4.000 κιλά κοκαΐνη. Μετά την κατάσχεση και του δεύτερου πλοίου σήμανε στην Ελλάδα συναγερμός. Εκατό αστυνομικοί του ΣΔΟΕ έκαναν ταυτόχρονα αιφνιδιαστικούς ελέγχους σε 11 σημεία της Αθήνας, του Πειραιά, της Κηφισιάς, της Εκάλης και της Καλλιθέας και αρχικά συνελήφθησαν τα οκτώ βασικά, όπως ονομάστηκαν, μέλη της διεθνούς σπείρας. Επρόκειτο για τον επιχειρηματία Γιάννη Κατελούζο, τον ναυλομεσίτη Ιάκωβο Καρτσωνάκη, τον πλοιοκτήτη Διονύση Κονδύλιο, τον επιχειρηματία Κ. Χαϊκάλη, τον πλοιοκτήτη Ηλία Κάλη, τον αρχιμηχανικό Γιώργο Πίσπα, τον πλοίαρχο Ανδρέα Βεργή και τον πλοίαρχο Παρασκευά Τσαλδάρη.

Συμμετοχή προέκυψε στην πορεία και για πολλούς άλλους. Συγκεκριμένα, για τον Κώστα Κατελούζο, αδερφό του επιχειρηματία Γιάννη Κατελούζου, που φέρεται ότι δολοφονήθηκε το καλοκαίρι του '98 στην Κολομβία, τον Σπύρο Λιουνέα, που και τα δικά του ίχνη έχουν χαθεί και εικάζεται ότι έχει κι αυτός δολοφονηθεί, τον Γιώργο Κάδογλου, επιχειρηματία που αυτοκτόνησε με πιστόλι στο γραφείο του τις ημέρες της αποκάλυψης, τον Σπύρο Μπουζιώτη, πλοίαρχο του φορτηγού πλοίου "Cannes", και τον μηχανικό Γεράσιμο Ρουβά που δικάστηκαν και κρατούνται στις ΗΠΑ. Ενάμιση χρόνο μετά τις συλλήψεις, στην περίφημη δίκη που έγινε στην Αθήνα το φθινόπωρο του 2000 και κράτησε 32 ημέρες. Καταδικάστηκαν όλοι με ποινές κάθειρξης και ισόβιας κάθειρξης πλην… ενός. Ο αρχιπλοίαρχος Παρασκευάς Τσαλδάρης αθωώθηκε πανηγυρικά.

Η πόρτα του Κορυδαλλού άνοιξε για τον καπετάν Πάρη, όπως είναι γνωστός στον Πειραιά, κι εκείνος μπόρεσε να επιστρέψει στη γυναίκα του και στον μικρό τους γιο. Στη ζωή τους. Είχε όμως εκτίσει ποινή 17 1/2 μηνών - τόσο διήρκεσε η άδικη προφυλάκισή του!

"Απορώ πώς δεν τρελάθηκα"

Κυκλοφορεί ελεύθερος δύο χρόνια και κάτι αλλά δεν το έχει ξεπεράσει. Αυτό που συνέβη στη ζωή του δεν ήταν λογικό, λέει, δεν ήταν καν παράλογο, ξεπερνούσε κάθε όριο. Ένα πρωινό, πολύ πρωί, πριν από τις 7, στις 28 Μαΐου του '99, χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού του, άνοιξε την πόρτα και… συνελήφθη. Στα καλά καθούμενα, δίχως να προηγηθεί απολύτως τίποτα, δίχως ποτέ να κληθεί να καταθέσει για τίποτα και τρεις μήνες αφού είχε αποχωρήσει από την εταιρεία του Καρτσωνάκη και εργαζόταν σε άλλη ναυτιλιακή εταιρεία. Η ανατροπή. Η ζωή του όλη ανατράπηκε μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Ήταν τόσο "απίστευτο, τόσο αναπάντεχο, τόσο οριακό, που κινιόμουν σαν μαριονέτα. Δέκα ημέρες στην Ασφάλεια, κάτω από άθλιες συνθήκες κράτησης και τις πρώτες εβδομάδες στον Κορυδαλλό ήμουν τόσο σαστισμένος, που έκλαιγα συνεχώς και τα είχα χαμένα. Απορώ πώς δεν τρελάθηκα…".

Τριάντα χρόνια στον Πειραιά, πέρασε από κάθε πόστο της ναυτιλίας και εργάστηκε σε αναρίθμητες εταιρείες. Στην εταιρεία του Ιάκωβου Καρτσωνάκη δεν έμεινε περισσότερους από πέντε-έξι μήνες. Κάποια στιγμή, μέσα στον Οκτώβριο του '98, ο Καρτσωνάκης αγόρασε ένα φορτηγό πλοίο που βρισκόταν επί μήνες στη Βιτόρια της Βραζιλίας, κατασχεμένο για δεδουλευμένα από το πλήρωμά του: "Ήταν το "Cannes". Μου ανέθεσε λοιπόν το αφεντικό μου να πάω στη Βιτόρια, ως εκπρόσωπος της εταιρείας, για να παραστώ στις διάφορες δίκες που θα γίνονταν μέχρι να "καθαρίσει" το καράβι και να ελευθερωθεί. Πράγματι, πήγα και έμεινα εκεί δυόμισι μήνες μέχρι να λήξει η υπόθεση, να έρθει νέο πλήρωμα, να φορτωθεί το καράβι με σιδηρομετάλλευμα από το λιμάνι Μπόντα Ομπού και να φύγει με προορισμό εκφόρτωσης το λιμάνι Χιούστον των ΗΠΑ. Μισή ώρα αφού το καράβι αναχώρησε για τον προορισμό του, βγάζω εισιτήριο και την επομένη το πρωί, στις 23 Δεκεμβρίου του '98, επιστρέφω επιτέλους στην Ελλάδα, να κάνω Χριστούγεννα με την οικογένειά μου…".

Το… φορτίο. Το "Cannes" εκτέλεσε κανονικά τον προορισμό του έως την… Καραϊβική. Λίγο πριν από την Κούβα, αραγμένα σε δύο μικρά νησάκια, το περίμεναν ταχύπλοα σκάφη και εν πλω έγινε η φόρτωση του παράνομου φορτίου: 3.800 κιλά κοκαΐνης. Λίγες ημέρες αργότερα, το αμερικανικό "κοστ καρτ" επιβιβάζεται και ελέγχει το πλοίο και εντοπίζει το εμπόρευμα. Γίνεται κατάσχεση του φορτίου και του πλοίου και συλλαμβάνονται ο πλοίαρχος και το πλήρωμα: "Τον Φεβρουάριο, μου ζητά η εταιρεία να πάω στο Χιούστον και να διαπιστώσω αν υπάρχει τρόπος να πάρει πίσω το καράβι. Δεν είχα λόγο να αρνηθώ ούτε λόγο να φοβηθώ τίποτα. Φεύγω για Αμερική. Στο αεροδρόμιο με ανακρίνουν δύο άνδρες με πολιτικά, τους εξηγώ για ποιο λόγο ταξίδεψα στην Αμερική και με αφήνουν ελεύθερο να κάνω τη δουλειά μου επιδίδοντάς μου ταυτόχρονα και μια κλήση για ανάκριση από το "γκραντ-τζούρι", το περίφημο δικαστήριο με τους 60 ενόρκους.

Ο Έλληνας πρόξενος μού συνιστά να πάρω δικηγόρο γιατί η ανάκριση αυτή ήταν πολύ σοβαρή και δύο ημέρες μετά παρουσιάζομαι στο δικαστήριο των ενόρκων, στο οποίο συμμετείχε και ο γενικός εισαγγελέας του Χιούστον.

Ανακρίσεις. Επί έξι ολόκληρες ώρες, ανακρίνομαι από 60 ανθρώπους όλων των ηλικιών, οι οποίοι ήξεραν τόσο καλά το αντικείμενο της δουλειάς τους, που ρωτούσαν ακριβείς και συγκεκριμένες ερωτήσεις και πήραν προφανώς απόλυτα πειστικές απαντήσεις αφού με άφησαν ελεύθερο να κινηθώ στις ΗΠΑ και να φύγω όποτε ήθελα για την Ελλάδα… Το κατασχεμένο καράβι, φυσικά, ήταν αδύνατον να ελευθερωθεί και λίγες ημέρες μετά επέστρεψα στην Αθήνα. Ένα δεκαήμερο αργότερα δίνω την παραίτησή μου στην εταιρεία του Καρτσωνάκη και αλλάζω δουλειά. Δεν ήθελα να έχω καμιά σχέση, δεν μου άρεσαν καθόλου όλα όσα είχαν συμβεί και ήδη είχα ταλαιπωρηθεί…".

Δεν άφησα τη φυλακή να με υποτάξει

Η ανακρίτρια έκανε μόνο πέντε-έξι ερωτήσεις, ο εισαγγελέας ήταν πιο διστακτικός για την περίπτωσή του αλλά, τελικά, δεν προέκυψε διαφωνία για το πρόσωπό του: "Μας έβαλαν όλους στο ίδιο τσουβάλι, με βαριές κατηγορίες και βρεθήκαμε στον Κορυδαλλό. Προφανώς κυριάρχησε η άποψη "όποιος μπορεί να αποδείξει την αθωότητά του, θα το κάνει στο δικαστήριο"! Είναι αυτό που λέει ο λαός "κοντά στα ξερά καίγονται και τα χλωρά". Πιστέψτε με, δεν υπάρχει μεγαλύτερο έγκλημα από το να φυλακίζεται ένας αθώος. Ακόμη και μία ημέρα ή μία βδομάδα άδικης φυλάκισης, είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να συμβεί στη ζωή ενός ανθρώπου…". Επιβίωσε 17,5 μήνες στον Κορυδαλλό, επιβάλλοντας μια φοβερή πειθαρχία στον εαυτό του. Ήταν φυλακισμένος και "νομοταγής" στους νόμους και τους κανόνες της φυλακής, αλλά παράλληλα κρατήθηκε μακριά από όσα συνέβαιναν γύρω του και περιορίστηκε αποκλειστικά στον εαυτό του και τις ανάγκες του: "Αποφάσισα να αυτοπεριοριστώ, να "μαντρωθώ" στα στενά όρια του κελιού μου! Σεβόμουν τους πάντες και δεν ενοχλούσα κανέναν. Ειλικρινά, ούτε εμένα ενόχλησε ποτέ κανένας. Είχα μια τυπική καλημέρα με όλους, αλλά δεν ρώτησα ποτέ, ούτε τους συγκρατούμενούς μου στο ίδιο κελί, για ποιον λόγο ήταν στη φυλακή. Προσπάθησα να μην αλλάξω τις συνήθειες που είχα στη ζωή μου. Ξυριζόμουν κάθε πρωί και έκανα μπάνιο με παγωμένο νερό, χειμώνα-καλοκαίρι. Έφτιαχνα μόνος μου τον καφέ μου και έτρωγα το φαγητό που μου έφερνε η γυναίκα μου και η πεθερά μου. Διάβαζα πολύ και δεν αφηνόμουν σε σκέψεις. Γιατί, αν αφεθείς και αν χάσεις τον έλεγχο της ύπαρξής σου, είσαι χαμένος…". Βαθιά μέσα του πίστευε ότι στη δίκη θα αθωωθεί και με αυτή την ελπίδα ζούσε: "Το πίστευα σε ποσοστό 95% - μονάχα τις δολοπλοκίες φοβόμουν. Ήξερα πως δεν είχα κάνει τίποτα - όλη τη ζωή μου υπήρξα ένας έντιμος και καθαρός άνθρωπος".

Στους λογαριασμούς του, που ανοίχθηκαν, δεν βρέθηκε δραχμή τσακιστή. Η οικογένειά του καταστράφηκε οικονομικά. Τη συντήρηση του παιδιού και της γυναίκας του ανέλαβαν "η μητέρα και οι αδερφές της Ευγενίας. Και εκείνη αναγκάστηκε να βρει δουλειά - φύλακας σε σχολείο - για να προσφέρει ό,τι μπορούσε στο παιδί μας και στα έξοδα της δίκης. Ευτυχώς, όλοι οι άνθρωποί μου πίστεψαν σ' εμένα από την πρώτη στιγμή, όπως και ο δικηγόρος μου, ο Φίλιππος Φίλιας, που έγινε αδερφός για εμένα. Είμαι, τελικά, ένας τυχερός άνθρωπος…".

Στις 29 Οκτωβρίου του 2000, τον περίμενε ένα αυτοκίνητο έξω από τη φυλακή: " Η Ευγενία με ρώτησε πού θέλω να πάμε… "Στον Πειραιά" της απάντησα. Οδήγησα εγώ. Παρκάρισα στο λιμάνι. Σ' όλη αυτήν τη μεγάλη πρώτη βόλτα της ελευθερίας μου, αναρίθμητοι άνθρωποι με σταματούσαν και με αγκάλιαζαν. Δεν μπορούσα να φανταστώ τόσο θερμό καλωσόρισμα. Ήταν το μεγαλύτερο δώρο που μου έδωσαν ποτέ οι άνθρωποι, η μεγαλύτερη αθώωση…".