Εφημερίδα "Τα Νέα"

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Ελλάδα :: Ευθυμογράφημα

( οι ώρες του ζόφου :: 22-03-2003) 

Οι ώρες του ζόφου

ΕΛΕΝΑ ΑΚΡΙΤΑ

Σου είχα τάξει ένα ανάλαφρο κειμενάκι γι' αυτό το Σάββατο. Ένα «γελαστικό», όπως συνηθίζεις να το λες. Το ξέρω, γιε μου. Στις παρυφές της 25ης Μαρτίου, με τους νεοέλληνες να ξεχειλώνουν μια ημερήσια γιορτή σε τετραήμερο κι όπου φύγει φύγει. Με παρελάσεις και χαρές, με γαλανόλευκες να ανεμίζουν (η ξανθιά ρωτάει στο μαγαζί που πουλάνε σημαίες «Συγγνώμη, εκτός από γαλανόλευκο, σε τι άλλες αποχρώσεις την βγάζετε;»).

Τέτοια σου είχα τάξει, αγόρι μου. Όμως, οι ώρες του ζόφου ακολουθούν τη δική τους λογική. Τα πλήκτρα του κομπιούτορα άλλα μού υπαγορεύουν. Ως δικτατορίσκοι, αλλού με οδηγούν. Αλλού με πάνε, αλλού με στέλνουν. Μακριά; Κοντά; Δεν ξέρω…

Ψάξαμε το Ιράκ στην υδρόγειό σου και τρομάξαμε. Λίγα δάχτυλα απόσταση απ' το κατώφλι μας. Αυτός ο πόλεμος… μακριά; Κοντά; Υπάρχουν σύνορα για τα πυρηνικά; Τα βιολογικά; Τα ατομικά; Τα μαζικά;

Είσαι αρκετά μεγάλος για να ρωτάς. Είσαι αρκετός μικρός για να καταλάβεις. Κι εγώ η μεγάλη, τις είδα τις προκοπές μου. Γαντζωμένη από εφημερίδες και δελτία - κι εγώ να καταλάβω προσπαθώ. Να σου απαντήσω στο αναπάντητο. Να σου εξηγήσω το ανεξήγητο. Μη με ξεφτιλίσει τούτη η άγνοια στα ματάκια σου. Όλες οι μπούρδες που σου αράδιαζα τόσα χρόνια, μη με ακυρώσουν στη συνείδησή σου: Μαζικές εξεγέρσεις. Κινητοποιήσεις των λαών. Οι άνθρωποι - και καλά - μπορούν να αλλάξουν τη μοίρα τους. Να δυναμώσουν τη φωνή τους. Να διατρανώσουν το μπόι τους. Να κερδίσουν τις μάχες τους.

Τρίχες κατσαρές. Μια υφήλιος ολόκληρη ούρλιαξε γι' αυτόν τον πόλεμο και νάτην η τρύπα στο νερό. Όλα γίνονται εν ονόματι των λαών. Όλα διαπράττονται ενάντια στους λαούς. Η πρώτη επίθεση μέχρι και τον Μπλερ έπιασε με τα σώβρακα. (Με τις πιτζάμες, σόρι! Με τις πιτζάμες κάνει πιο κόσμιο. Ξεβράκωτος χάνει το πρεστίζ του. Το χαμένο. Το κονιορτοποιημένο).

Είσαι αρκετά μεγάλος για να ρωτάς. Είσαι αρκετά μικρός για να καταλάβεις. Γιατί αμολάνε τα κοτόπουλα μπροστά; Γιατί αυτή η γριούλα έστησε μια σκηνή στη μέση του απολύτως τίποτα; Γιατί τρέχουνε με τα μωρά στην αγκαλιά, μέσα στην έρημο, χωρίς προορισμό; Γιατί κλαίει αυτό το παιδί με τα τεράστια μάτια; Γιατί;

Μουδιασμένη ξιφουλκώ με τα «γιατί» σου. Το ένστικτό μου κομμάτια και θρύψαλα. Δεν ξέρω. Αυτός ο πόλεμος είναι μακριά; Ναι - αν θέλω να σε προστατέψω από τη φρίκη του. Αυτός ο πόλεμος είναι κοντά; Ναι - αν θέλω να σε ευαισθητοποιήσω στην αλήθεια του.

Σε προστατεύω; Σε ευαισθητοποιώ; Και τα δύο - πανίσχυρα - κοντράρονται μέσα μου. Απλώνω τις φτερούγες μου και σε σκεπάζω; Σε οπλίζω για τη ζωή που σε περιμένει; Δεν ξέρω, μάτια μου. Νιώθω ανεπαρκής. Ανίκανη. Ανήμπορη, όταν η παράνοια του ανεξήγητου με ξεπερνάει. Οι άνθρωποι χωρίς πατρίδα πορεύονται μόνοι, ολομόναχοι στο πουθενά. Με μοναδικό σύντροφο τη θύελλα της άμμου, οι γυναίκες αγκαλιάζουν τα παιδιά με τα μεγάλα μάτια και προχωρούν.

Χωρίς αποσκευές. Χωρίς τελικό προορισμό. Χωρίς αύριο. Το αύριο είναι κοντά; Το αύριο είναι μακριά; Το αύριο υπάρχει; Καν; Δεν ξέρω, γιε μου. Δεν ξέρω. Είμαι κι εγώ αρκετά μικρή για να καταλάβω.

Είμαι κι εγώ αρκετά μεγάλη για να φοβάμαι…