Εφημερίδα "Τα Νέα"

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Ελλάδα :: Κοινωνικό ρεπορτάζ

( «γιατί έμεινα στη βαγδάτη» :: 22-03-2003) 

Τι πιστεύουν και πώς αισθάνονται οι δημοσιογράφοι που παρέμειναν στη ζώνη του πυρός

«Γιατί έμεινα στη Βαγδάτη»

Πίτερ Αρνέτ: «Αλίμονο αν τους πολέμους τούς κάλυπτε κανείς από το σπίτι του»

ΓΙΑΝΝΗΣ Ε. ΔΙΑΚΟΓΙΑΝΝΗΣ

Όταν ρώτησα προχθές το μεσημέρι τον δημοσιογράφο Ρόμπερτ Φισκ «αν κάναμε καλά που μείναμε στη Βαγδάτη», μου απάντησε: «Εγώ έφθασα μόλις προχθές. Αισθάνομαι ότι είμαι στην καρδιά των γεγονότων, όπως πρέπει να είναι ένας ρεπόρτερ. Και ασφαλώς δεν φοβάμαι. Έχω ταξιδέψει αρκετά».

Ρόμπερτ Φισκ: «Αισθάνομαι ότι είμαι στην καρδιά των γεγονότων, όπως πρέπει για έναν ρεπόρτερ»

Όλη αυτή η φημολογία και σεναριολογία που εντέχνως εδώ και μήνες κυκλοφορούσαν ορισμένες αμερικανικές πηγές, ότι δηλαδή ο πόλεμος αυτός είναι διαφορετικός, ότι θα κινδυνεύσουν σοβαρά οι δημοσιογράφοι αν μείνουν στη Βαγδάτη και πως δεν θα έχουν τεχνικά τη δυνατότητα να μεταδώσουν ειδήσεις γιατί μπορεί να σιγήσουν μέχρι και οι δορυφόροι, απετέλεσε για ορισμένους ανασχετικό παράγοντα. «Μένεις ή φεύγεις;». Κι αν μείνεις «πόσο ασφαλής θα είσαι;» και «τι θα μπορείς να μεταδώσεις;».

Ο Αμερικανός δημοσιογράφος Πίτερ Αρνέτ, έχοντας πλούσια εμπειρία από τον πόλεμο στο Βιετνάμ και τον εμφύλιο στον Λίβανο, έχει μια απάντηση: «Αλίμονο αν τους πολέμους τούς κάλυπτε κανείς ειδησεογραφικά από το σπίτι του ή μακριά από τα ίδια τα γεγονότα ή μεταφράζοντας από ξένα πρακτορεία ειδήσεων ή παίζοντας με το Ίντερνετ. Καλά είναι όλα αυτά, αλλά ο δημοσιογράφος είναι υποχρεωμένος να φθάσει μέχρι και το πρώτο χαράκωμα, αν χρειασθεί».

Στη Βαγδάτη έμειναν τελικώς πολλοί δημοσιογράφοι, κάμεραμεν και φωτορεπόρτερ από όλο τον κόσμο. Ορισμένοι μάλιστα Ευρωπαίοι επέμειναν σε αυτή την επιλογή παρά το ότι οι κυβερνήσεις, ακόμη και οι πρεσβείες τους στο Ιράκ τούς πίεζαν αρκετά και ποικιλότροπα.

Η Γερμανίδα δημοσιογράφος και συγγραφέας Καρίν Λοϊκέφελντ τονίζει στα «ΝΕΑ»: «Έχουμε να κάνουμε με έναν πόλεμο πάνω από όλα στον τομέα της προπαγάνδας και στον τομέα της φημολογίας. Τι χρειάζεται; Ο αναγνώστης της εφημερίδας, ο τηλεθεατής, ο ακροατής του ραδιοφώνου να μπορεί να επικεντρώνεται όσο γίνεται στις πληροφορίες. Θα έλεγα ότι ένα μεγάλο μέρος των μέσων ενημέρωσης έχουν τη δυνατότητα να έχει ανταποκριτές στις εμπλεκόμενες χώρες και επομένως να ενημερώνουν πολύπλευρα το κοινό του».

Ορισμένοι λένε πως στη Βαγδάτη το καθεστώς δεν αφήνει πολλά περιθώρια στον δημοσιογράφο. Γιατί από την ώρα που άρχισε ο πόλεμος ελέγχουν τις εικόνες της τηλεόρασης που στέλνουν τα τηλεοπτικά συνεργεία. Αλλά μήπως υπήρξε ποτέ - σε παρόμοιες περιπτώσεις - καθεστώς σε αποχή πολέμου που να άφησε ελεύθερο το πεδίο της ενημέρωσης; Μήπως η ενημέρωση των πολεμικών ανταποκριτών στον πόλεμο του Βιετνάμ δεν γινόταν πολλές φορές με ένα ξερό ανακοινωθέν ενός Αμερικανού λοχαγού ή ακόμα και λοχία;

Η Άνχελες Εσπινόζα, της ισπανικής «Ελ Παΐς», παρατηρεί ότι «σε αρκετά μέσα ενημέρωσης ανά τον κόσμο παρατηρήθηκε το φαινόμενο να υπάρχουν κατεβατά ειδήσεων για τον προαναγγελθέντα πόλεμο του Ιράκ, κυρίως βασισμένα σε αμερικανικές πηγές, αλλά πολύ λίγες ειδήσεις να προέρχονται από το ίδιο το Ιράκ που βομβαρδίζεται».

«Να ακούς τον βομβαρδιζόμενο». Στο θέμα αυτό αναφέρεται και η συνάδελφός της Μαρία Αντόνια Σάνχες Βαλέτο, του περιοδικού «Ελ Σεμανάλ»: «Ακόμα και στα δικαστήρια δίνεις τη δυνατότητα στον κατηγορούμενο να απολογηθεί, του δίνεις χρόνο. Ακόμα περισσότερο στον βομβαρδιζόμενο, που θα πρέπει τουλάχιστον να ακούς και να καταγράφεις τι λέει, ποια επιχειρήματα έχει. Σε αυτόν τον πόλεμο και το Ιράκ που έχει υποστεί εδώ και τόσα χρόνια το εμπάργκο, με αποτέλεσμα παιδιά να πεθαίνουν στον Νότο από καρκίνο που προκλήθηκε από το ουράνιο, θα έπρεπε να έχει τη δυνατότητα να μιλήσει».

Οι Ιρακινοί ιθύνοντες - αν και έδειξαν στην αρχή μια διάθεση να μη δεχθούν πολλούς δημοσιογράφους και να ακολουθήσουν τη μέθοδο του '91, που άφησαν ουσιαστικά μόνο το CNN να μεταδίδει σε παγκόσμια αποκλειστικότητα την Καταιγίδα της Ερήμου - άνοιξαν τελικά τις πόρτες σε αρκετούς.

Μέχρι πότε θα ισχύσει αυτό κανείς δεν το γνωρίζει. Ωστόσο, ο παλιός και έμπειρος Ιρακινός δημοσιογράφος Σούμπι Χανγκάκ, ανταποκριτής του βρετανικού BBC και του ισπανικού EFE, τονίζει στα «ΝΕΑ»: «Σε έναν πόλεμο όσο περισσότεροι δημοσιογράφοι υπάρχουν τόσο μεγαλύτερη είναι η ελπίδα να ακουστεί η αλήθεια και έτσι να ωφεληθεί και η υπόθεση της ειρήνης, η οποία έχει πάει από καιρό περίπατο…».

Έλεγχος της πληροφόρησης. Φυσικά το Κέντρο Τύπου της Βαγδάτης επιδιώκει να ελέγχει τη ροή πληροφόρησης. Κυρίως για την τηλεοπτική κάλυψη έχουν ορίσει να υπάρχουν «οδηγοί», οι οποίοι και δίνουν ουσιαστικά την άδεια για το τι μπορεί να μαγνητοσκοπήσει κανείς και να το μεταδώσει.

«Γιατί όμως αυτό ενοχλεί μερικούς;», αναρωτιέται ο κ. Κάντεμ Αλ Κάγιε του υπουργείου Πληροφοριών του Ιράκ. «Ξεχνάνε πώς έκανε η κ. Θάτσερ τον πόλεμο στα νησιά Φόκλαντ στην Αργεντινή και τι λογοκρισία έπεσε τότε;».

Ο Ζαν Πολ Μαρί του γαλλικού «Νουβέλ Ομπσερβατέρ» έχει κουβαλήσει μαζί του όλα τα τεχνικά μέσα για να μπορεί να μεταδώσει τις ειδήσεις που συλλέγει. «Δεν γίνεται σε τέτοιες χώρες, όπου δεν υπάρχουν κινητά, να μην έχεις ένα καλό δορυφορικό ή έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή με ενσωματωμένο ένα τέτοιο σύστημα. Αν είσαι απλώς με το χαρτί και το μολύβι, είσαι ένας ευνουχισμένος δημοσιογράφος…».

Αντιμέτωποι με τους πυραύλους και τις φήμες

Οι Έλληνες δημοσιογράφοι κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου όπου διαψεύστηκαν οι φήμες για τον Ταρέκ Αζίζ. Ανάμεσά τους διακρίνεται και ο πολεμικός ανταποκριτής των «ΝΕΩΝ» Γιάννης Διακογιάννης

Στη Βαγδάτη τα ξενοδοχεία όπου μένουν οι δημοσιογράφοι δεν παίζουν αμερικανικά ή ευρωπαϊκά ή άλλα δίκτυα εκτός του κρατικού σταθμού του Ιράκ. Και επομένως, ο δημοσιογράφος πολύ δύσκολα αποκτά μια σφαιρική ενημέρωση του τι γίνεται στον υπόλοιπο κόσμο.

Οι Έλληνες απεσταλμένοι των τηλεοπτικών σταθμών Μ. Καρχιλάκη και Σ. Δανέζης (Mega), Ν. Βαφειάδης και Γ. Παπαδάκης (ΑΝΤ1), Γ. Φιλιππάκης (Alter), Ε. Καλογεροπούλου (Alpha), Κ. Βαξεβάνης (ΕΡΤ), Ε. Πεντραράκη (Star) και Ε. Αναστασοπούλου (Σκάι) πολλές φορές αναζήτησαν αυτή την ενημέρωση στο Ίντερνετ. Από προχθές, οπότε άρχισε και ο… πραγματικός πόλεμος, τα περιθώρια για τη δουλειά των δημοσιογράφων στένεψαν. Οι πύραυλοι και οι βομβαρδισμοί είναι το πρώτο πρόβλημα που τους αναγκάζει για λόγους ασφαλείας να περιορίσουν τις κινήσεις τους. Έπειτα, χρειάστηκε πολλές φορές να αλλάξουν ξενοδοχείο, για να βρουν έναν ασφαλέστερο τόπο διαμονής. Μετά μάλιστα τις φήμες ότι η νέα αμερικανική ηλεκτρομαγνητική βόμβα θα αχρηστέψει τις ηλεκτρονικές συσκευές τους αναγκάστηκαν να τις «ντύσουν» με ασημόχαρτο και να περιμένουν με αγωνία μήπως σιγήσουν οι δορυφόροι.

Ο Τούρκος δημοσιογράφος Γκιουνούς Σεν της NTV πιστεύει ότι ο δημοσιογράφος πρέπει να δίνει το «παρών» παντού, πολύ περισσότερο «εκεί που μια αποστολή είναι δύσκολη και ο κόσμος διψά να μάθει από πρώτη πηγή για τα γεγονότα».

Προσωπική εμπειρία. Και αυτό το έζησα προσωπικά - ήταν και η σημαντικότερη δημοσιογραφική εμπειρία που είχα μέχρι σήμερα σε αυτόν τον πόλεμο -, όταν με… βομβάρδισαν κι εμένα και άλλους συναδέλφους με τη δήθεν είδηση ότι ο Ταρέκ Αζίζ αυτομόλησε και πως στο δήθεν φευγιό του προς τον Βορρά από την περιοχή των Κούρδων τραυματίστηκε.

Τον αντιπρόεδρο της ιρακινής κυβέρνησης τον είχα πρωτοσυναντήσει στην Αθήνα και του είχα κάνει μια συνέντευξη για «ΤΑ ΝΕΑ» τον Ιούλιο του 1994. Όμως η «επιτυχία» - σε σχέση με το πρόσωπο αυτό - δεν ήταν εκείνη η συνέντευξη όσο η χειραψία που ανταλλάξαμε και η απάντηση που μου έδωσε στην εμπόλεμη Βαγδάτη σε έκτακτη συνέντευξη Τύπου, την οποία παραχώρησε την ώρα ακριβώς που διαδιδόταν μέχρι και ότι σκοτώθηκε…

«Όλη αυτή όμως η ιστορία που ζήσαμε και ό,τι δώσαμε ως πραγματική πλέον είδηση στον κόσμο για τον Ταρέκ Αζίζ ήταν μια συνεισφορά στην αλήθεια», λέει στα «ΝΕΑ» ο Ισπανός συνάδελφος Αντόνιο Μπαρνέο Ινγκλέσιο του «Ελ Περιόντικο ντε Καταλούνια». Γι' αυτό, προσθέτει, «αξίζει που μείναμε στη Βαγδάτη, Γιάννη, και ας έχει πολλά ρίσκα».