Εφημερίδα "Τα Νέα"

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Ελλάδα :: Δικαστικό ρεπορτάζ

( «γιατι τοσες σφαιρεσ;» :: 20-03-2003) 

«ΓΙΑΤΙ ΤΟΣΕΣ ΣΦΑΙΡΕΣ;»

Ξέσπασμα της χήρας Ρουσσέτη που ζήτησε από τον Κουφοντίνα να την κοιτάξει στα μάτια

Η Ερμιόνη Ρουσσέτη κρατώντας τα τρυπημένα από τις σφαίρες χαρτονομίσματα που είχε ο σύζυγός της στο μοιραίο δρομολόγιο

Δεκαοκτώ χρόνια περίμενε τη χθεσινή ημέρα η κ. Ερμιόνη Ρουσσέτη. Ο σύζυγός της Παναγιώτης είχε δολοφονηθεί μαζί με τον εκδότη της εφημερίδας «Απογευματινή» Νίκο Μομφερράτο, στις 21 Φεβρουαρίου 1985.

Παρά τα χρόνια που πέρασαν, η ίδια δεν έχει καταφέρει να εξηγήσει γιατί οι 11 σφαίρες της οργάνωσης 17Ν στόχευσαν τον σύζυγό της και τον Νίκο Μομφερράτο. «Γιατί τόσες σφαίρες; Γιατί τόσο μίσος;» ρωτούσε με έντονη συναισθηματική φόρτιση τον πρόεδρο του δικαστηρίου κ. Μιχάλη Μαργαρίτη γνωρίζοντας καλά πως δεν θα έπρεπε να περιμένει απάντηση.

Κατήγγειλε μάλιστα ότι οι δράστες της δολοφονίας αποπειράθηκαν να αποτελειώσουν τον σύζυγό της, ο οποίος έζησε 11 ημέρες μετά τον τραυματισμό του, μπαίνοντας ντυμένοι ως γιατροί στην εντατική μονάδα, όπου νοσηλεύτηκε. Το γεγονός είχε πληροφορηθεί, όπως είπε, από τους γιατρούς του νοσοκομείου, οι οποίοι στη συνέχεια φρόντισαν και έλαβαν επιπλέον μέτρα προστασίας.

Τρυπημένα χαρτονομίσματα

Και τότε ήταν που έβγαλε από την τσέπη της τα τρυπημένα από τις σφαίρες χαρτονομίσματα που είχε μαζί του ο σύζυγός της σε εκείνο το μοιραίο δρομολόγιο. Τα επέδειξε προς το δικαστήριο, αλλά εκείνο που πρωτίστως την ενδιέφερε ήταν να δουν τα απομεινάρια μίας δολοφονίας οι κατηγορούμενοι, κυρίως εκείνοι που, κατά το παραπεμπτικό βούλευμα, είχαν ανάμειξη στην επίθεση. Μέσα στα επόμενα λεπτά γύρισε την πλάτη της στους δικαστές. Είχε φθάσει η στιγμή να αντικρύσει κατά πρόσωπο τους κατηγορουμένους. Έριξε μία γρήγορη ματιά σε όλα τα εδώλια. Το βλέμμα της σταμάτησε στον Δημήτρη Κουφοντίνα, ο οποίος φέρεται ως συνεργός στο έγκλημα. Ήθελε να του απευθύνει πολλές ερωτήσεις.

«Έχει κι αυτός παιδί»

Περιορίστηκε όμως σε έναν μικρό μονόλογο. «Ο κ. Κουφοντίνας - είπε η κ. Ερμιόνη Ρουσσέτη - έχει ένα παιδί και θέλω να με κοιτάξει στα μάτια αυτήν τη στιγμή και να μου πει. Το παιδί του θέλει να το έχει κοντά του και να το βλέπει. Τον πατέρα τού δικού μου παιδιού τον βάλατε τρία μέτρα μέσα στη γή…».

Ο ετοιμόλογος άλλες φορές Δημ. Κουφοντίνας προς στιγμήν ένιωσε άβολα ακούγοντας το «κατηγορώ» της γυναίκας, αλλά δεν έδωσε καμία απάντηση. Και εκείνη για να μην της καταλογίσουν ότι σπεύδει να καταδικάσει κάποιον πριν κριθεί από τη Δικαιοσύνη, πρόσθεσε: «Εγώ δεν λέω ότι τη δολοφονία την έκανε ο κ. Κουφοντίνας. Τον ρωτώ γιατί κατέστρεψαν τη ζωή μου. Ήμουν 35 ετών και εκείνος 40. Γιατί, κύριε πρόεδρε, το έκαναν αυτό; Τι μίσος είχαν με τον άντρα μου; Ένα "γιατί". Θέλω να μου το απαντήσουν. Γιατί τόσες σφαίρες στον άντρα μου;».

Η κ. Ρουσσέτη κατά τη διάρκεια της κατάθεσής της διευκρίνισε ότι ο σύζυγός της είχε άδεια οπλοφορίας, αλλά το όπλο το είχε πάντοτε στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου, όπως και την ημέρα εκείνη που δεν πρόλαβε να το χρησιμοποιήσει. Περιέγραψε πως πριν από το χτύπημα είχε παρατηρήσει ότι τον ακολουθούσαν συχνά μοτοσυκλέτες και προσπαθούσαν να του κλείσουν τον δρόμο. Αλλά και την ημέρα της δολοφονίας έφερε στη μνήμη της κάτι περίεργο που είχε συμβεί. «Την ημέρα εκείνη - κατέθεσε - πέντε δέκα λεπτά αφότου έφυγε από το σπίτι πήρε κάποια κυρία και ρώτησε το παιδί μου, που ήταν επτά ετών, "ο μπαμπάς είναι εκεί;". Έφυγε, είπε το παιδί, για τη δουλειά και τότε έκλεισαν το τηλέφωνο».

Η δίκη συνεχίζεται σήμερα με καταθέσεις μαρτύρων.

«Ο άνδρας μου δεν ήταν κεφάλαιο - αυτοί έχουν βίλες»

Η δολοφονία του Π. Ρουσσέτη δεν μπορεί να θεωρηθεί έγκλημα πολιτικό. Το εξήγησε η σύζυγός του καταθέτοντας στο δικαστήριο.

Ε. ΡΟΥΣΣΕΤΗ: Ο άνδρας μου δεν ήταν ούτε… κεφάλαιο ούτε πολιτικό έγκλημα. Γιατί τα κεφάλαια, αν το πάρουμε έτσι, οι κύριοι είναι που έχουν τις βίλες. Εγώ έχω ένα δυάρι και κάθομαι. Δεν έχω στον ήλιο μοίρα.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Καλά είναι το δικαστήριο να το αφήνετε χωρίς φόρτιση συναισθηματική. Ούτε υπέρ τους ούτε κατά τους. Δεν τα θέλω αυτά.

Ε. ΡΟΥΣΣΕΤΗ: Ναι, οι κύριοι όμως μπορούν να απολογούνται και να λένε ό,τι θέλουν. Εμείς δεν μπορούμε να πούμε δύο κουβέντες;

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Είπατε τις δύο κουβέντες, γι' αυτό σας άφησα. Αλλά περαιτέρω νομίζω ότι ξέρετε πως αυτά δεν μας βαρύνουν καθόλου. Βαρύνει μόνο το τι θα αποδειχθεί. Αν αποδειχθεί, θα πούμε το ένοχος.