Εφημερίδα "Τα Νέα"

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Ελλάδα :: Γνώμη (άρθρο σχολιασμού)

( οι απαιτήσεις της πιο κρίσιμης υποψίας :: 18-03-2003) 

Η ματιά ενός πολίτη

Οι απαιτήσεις της πιο κρίσιμης υποψίας

ΚΩΣΤΑΣ ΜΠΟΤΟΠΟΥΛΟΣ

Η υποψία της χρήσης βίας κατά κατηγορουμένων είναι, σε ένα Κράτος Δικαίου, η πιο επικίνδυνη θρυαλλίδα στα θεμέλια αυτού που ονομάζεται «δίκαια δίκη». Η όποια βαρύτητα των εγκλημάτων δεν μπορεί να δικαιολογήσει υιοθέτηση από το κράτος μεθόδων που πλήττουν βασικά δικαιώματα των κατηγορουμένων, στην πρώτη γραμμή των οποίων βρίσκονται η μεταχείρισή τους με αυστηρότητα αλλά χωρίς απανθρωπιά και ο σεβασμός, κάθε στιγμή, της δυνατότητάς τους να υπερασπισθούν τον εαυτό τους. Η γραμμή ανάμεσα στην ανεκτή στα πλαίσια της ανάκρισης πίεση για την ανακάλυψη της αλήθειας και στην ψυχολογική και σωματική βία που έχει σκοπό την εξουθένωση των κατηγορουμένων μπορεί, ιδίως σε περιπτώσεις με τόσο πολλά θύματα και τόσο βαριές κοινωνικές επιπτώσεις, να είναι λεπτή, όμως δεν πρέπει να ξεπερνιέται.

Αυτά ως προς την απαραίτητη ως υπόβαθρο, όχι όμως επαρκή ως κριτήριο, θεωρία, εν όψει του νέου κύματος ενστάσεων που αφορούν τον τρόπο συλλογής του ανακριτικού υλικού. Στην πράξη σημασία έχει όχι να λεχθούν κάποια πράγματα, όχι απλώς να ισχυρισθούν ορισμένοι κατηγορούμενοι ότι το περιεχόμενο των ομολογιών τους - γιατί γι' αυτές κυρίως, στη συγκεκριμένη υπόθεση, πρόκειται - είναι προϊόν βίας, αλλά να αποδειχθεί η ενδεχόμενη χρήση αθέμιτων μεθόδων. Το βάρος της απόδειξης ανήκει στους κατηγορουμένους και τους υπερασπιστές τους, αλλά οι ίδιοι οι προβληθέντες χθες στο δικαστήριο ισχυρισμοί βαρύνονται ήδη από σημαντικά, λογικής και νομικής φύσεως, ερωτηματικά: πώς εξηγείται το γεγονός ότι η εκ μέρους ενός των κατηγορουμένων επίκληση «βασανιστηρίων» και χορήγησης φαρμάκων «που αλλοίωσαν την προσωπικότητά του» έγινε με τόσο μεγάλη καθυστέρηση σε σχέση με την παρασχεθείσα ομολογία του και μόνο από τη στιγμή που ήρθε σε επαφή με έναν από τους συγκατηγορουμένους του (κατά σύμπτωση μάλιστα τον κατ' εξοχήν εμπνευστή της «σκληρής γραμμής»);

Πώς ξεπερνιέται η μάλλον ομόφωνη επιστημονική διαπίστωση ότι δεν υπάρχουν φάρμακα ικανά να επιφέρουν τέτοια απώλεια διανοητικού προσανατολισμού που να οδηγήσει σε ομολογίες μη ανταποκρινόμενες στη βούληση του ομολογούντος και στην πραγματικότητα; Γιατί παραλείπεται να διαψευσθεί πειστικά η υφιστάμενη στο προανακριτικό υλικό βεβαίωση ότι ο κατηγορούμενος, από την ομολογία του οποίου ξεκίνησαν όλα, ζήτησε ο ίδιος να μην παρίσταται δικηγόρος στην αρχική του κατάθεση; Με βάση ποιες γενικές ή ειδικές αρχές είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι μια πραγματογνωμοσύνη είναι νόμιμη μόνον όταν εκτελείται από πρόσωπα που επελέγησαν από τους κατηγορουμένους; Πώς εξηγείται ότι «ψευδείς» καταθέσεις, όπως τις χαρακτηρίζουν όσοι κατηγορούμενοι τις ανακάλεσαν, δένουν σε τέτοιο βαθμό μεταξύ τους ως προς τα στοιχεία που αποκαλύπτουν και για τα οποία υφίστανται (το δικαστήριο θα κρίνει πόσο πειστικές) αποδείξεις;

Και κάτι τελευταίο: οι συνθήκες υπό τις οποίες αποσπάστηκε μια ομολογία έχουν τη σημασία τους. Έχω προσωπικά δημοσιοποιήσει σε αρκετές περιπτώσεις την αντίθεσή μου σε αυτό που έχω ονομάσει «θεσμοποίηση της προδοσίας» και που κατέστη δυνατή χάρη στις «ευεργετικές» για τους καταδίδοντες διατάξεις του νόμου περί οργανωμένου εγκλήματος. Όμως μια τέτοιου είδους «διευκόλυνση», ακόμα κι αν η έλλειψή της τιμούσε τη δημοκρατία μας, δεν συνιστά ούτε βασανιστήριο ούτε καταλήγει αναγκαστικά σε ομολογίες χωρίς αποδεικτική αξία, ιδίως - και πάλι - αν η βασιμότητά τους μπορεί να διασταυρωθεί. Το ζητούμενο εδώ δεν είναι η ηθικότητα αλλά η νομιμότητα.