Εφημερίδα "Τα Νέα"

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Ελλάδα :: Γνώμη (άρθρο σχολιασμού)

( δεν είναι του επιπέδου μας :: 13-03-2003) 

Έτσι τα βλέπω

Δεν είναι του επιπέδου μας

ΠΕΤΡΟΣ ΤΑΤΣΟΠΟΥΛΟΣ

Πριν από μερικά χρόνια η Ευρωπαϊκή Ένωση διεξήγαγε δύο μεγάλες έρευνες στις χώρες-μέλη. Δύο από εκείνες τις έρευνες που δικαιολογούν το ξόδεμα σεβαστών κοινοτικών κονδυλίων και καλούνται κατά διαστήματα να επιβεβαιώσουν ή να διαψεύσουν την πρόοδο στην πολυπόθητη κοινοτική συνοχή.

Επιφανειακά, τουλάχιστον, τα ερωτήματα δεν παρουσίαζαν την παραμικρή συγγένεια. Στην πρώτη έρευνα, το ζητούμενο ήταν κατά πόσον οι Ευρωπαίοι κηδεμόνες αναθρέφουν με ορθολογικό τρόπο τα προσφιλή τους τέκνα. Στη δεύτερη, πόσο καθαρό διατηρούν τον δημόσιο και τον ιδιωτικό τους χώρο.

Φαντάζομαι ότι δεν θα εκπλαγείτε εάν πληροφορηθείτε ότι η Ελλάδα - και η Νότια Ιταλία, αν δεν απατώμαι - αρίστευσε στην ανορθολογική διαπαιδαγώγηση. Στην πατρίδα μας μπορεί να φας ένα ηχηρό σκαμπίλι, ακόμη και αν προσκομίσεις έλεγχο με δεκάρια, όπως μπορεί και να σε χαϊδολογήσουν, ακόμη και αν πρωτεύσεις στις κοπάνες. Η συμπεριφορά απέναντί σου δεν εξαρτάται από την καλή ή την κακή σου διαγωγή, αλλά από την ψυχολογική διάθεση των γονιών σου. Αν τους πετύχεις στις μαύρες τους, δεν σε σώζει καμία Παναγία.

Εξίσου αποκαλυπτικά ήταν τα αποτελέσματα και στη δεύτερη έρευνα. Εδώ οι Έλληνες φανέρωσαν την εξής πανευρωπαϊκή, αν όχι παγκόσμια, πρωτοτυπία. Ήρθαν πρώτοι και τελευταίοι ταυτοχρόνως. Πρώτοι, όσον αφορά στην καθαριότητα του ιδιωτικού τους χώρου, τελευταίοι, όσον αφορά στην καθαριότητα του δημοσίου. Ο Έλληνας νοικοκύρης μπορεί να βγάλει φουσκάλες μέχρις ότου γυαλίσει και το πιο μικρό τασάκι στο σαλόνι του, αλλά αντιλαμβάνεται τον δημόσιο χώρο σαν μια τεράστια χωματερή, όπου θα μπορούσε και ν' αδειάζει τα σκουπίδια κατευθείαν από το μπαλκόνι του, εάν εξασφάλιζε την ατιμωρησία. Κοινός παρονομαστής και στις δύο έρευνες; Ένας αβάσταχτος εαυτουλιδισμός. Το πιο εγωιστικό και το πιο αυτάρεσκο έθνος.

Με γνώμονα πάλι τον εαυτό μας, κρίνουμε τη 17 Νοέμβρη. Εάν στήσει κανένας αυτί στις κουβέντες μας, θα πιστέψει ότι στήθηκε ένας από τους πιο ισχυρούς καταδιωκτικούς μηχανισμούς, μέσα κι έξω από την Ελλάδα, μόνο και μόνο για να δικαιώσει τις προσωπικές, τις ασήμαντές μας προκαταλήψεις. Όσον καιρό η οργάνωση δρούσε ανενόχλητη, επικρατούσε η πιο εκκωφαντική σιωπή, ανάμεικτη άλλοτε με φόβο - μήπως συμπεριλάβουν κι εμάς στις προγραφές - και άλλοτε με νοσηρή συνενοχή: τα παλικάρια, εκεί έξω, θα «κανόνιζαν» όσους μας καρπαζώναν καθημερινά. Οι εφημερίδες έδιναν μάχη για να δημοσιεύσουν τις προκηρύξεις τους, έστω και αν γνώριζαν ότι, σε πολλές από αυτές, το όνομα του θύματος έμενε κενό ώς την εσχάτη ώρα και πως η ίδια η προκήρυξη θα κατέληγε στον κάλαθο των αχρήστων αν το θύμα είχε Άγιο. «Σκοτώνουμε για να μας δημοσιεύσετε». - «Σας δημοσιεύουμε επειδή σκοτώνετε». Ουδείς έχανε τον ύπνο του με αυτήν τη διεστραμμένη εξίσωση.

Από τη στιγμή που τους μπαγλαρώσαν, αλλάξαμε κι εμείς τροπάρι. Σαν κάτι αντράκια που προπηλακίζουν τους κακούργους, αρκεί να τους πετύχουν αλυσοδεμένους. Τώρα, μάλιστα. Μπορούσαμε να τους κρίνουμε αφ' υψηλού. Να χλευάσουμε τις ενδυματολογικές προτιμήσεις τής Σωτηροπούλου. Να σκανδαλιστούμε - εμείς, που στραβωνόμαστε στις δημόσιες βιβλιοθήκες και δεν ανοίγουμε ποτέ τηλεόραση - με τα ασύντακτα ελληνικά τού Κουφοντίνα. Τόσο απαίδευτοι, όλοι, τόσο μικροαστοί. Είναι δυνατόν να μας «εκπροσωπούσαν» τόσα χρόνια; Αν το ξέραμε - θέλει και ρώτημα; Ασφαλώς και θα βγαίναμε στους δρόμους. Δεν θα το επιτρέπαμε επ' ουδενί - να ρίχνουν ρουκέτες αυτοί οι άξεστοι, να πυροβολούν αυτοί οι αγροίκοι. Άκου, από τη Θεσπρωτία, άκου, από τη Χαλκίδα. Μαγάρισαν το όραμά μας οι καράβλαχοι. Πάλι καλά που υπάρχει και αυτός ο Γιωτόπουλος. Φαίνεται του επιπέδου μας. Αρνείται όμως τα πάντα. Χάθηκε ο κόσμος να ομολογήσει;