Εφημερίδα "Τα Νέα"

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Ελλάδα :: Γνώμη (άρθρο σχολιασμού)

( αόρατοι μάρτυρες, ορατή αλήθεια :: 12-03-2003) 

Η ματιά ενός πολίτη

Αόρατοι μάρτυρες, ορατή αλήθεια

ΚΩΣΤΑΣ ΜΠΟΤΟΠΟΥΛΟΣ

Αναμένοντας την κρίση του δικαστηρίου για το αν η «επιτιθέμενη αριστερά» θα αναγκασθεί τελικά να αμυνθεί ενώπιόν του ή άλλου δικαστηρίου, περάσαμε ήδη ανεπαίσθητα στο ψυχολογικό κλίμα της επόμενης φάσης. Γιατί ποινική δίκη σημαίνει αποδεικτική διαδικασία και αυτή λαμβάνει χώρα κυρίως μέσα από τις καταθέσεις των μαρτύρων, των οποίων εκφωνήθηκε στη χθεσινή συνεδρίαση ο κατάλογος. Μόνο που στη συγκεκριμένη δίκη θα έχουμε, για πρώτη φορά, και «μάρτυρες υπό προστασία». Ήδη οι περίφημοι «Α1» και «Β1» τρέφουν τη φαντασία και εκτρέφουν υποθέσεις πιθανώς δυσανάλογες με την αποδεικτική αξία των καταθέσεών τους.

Ο θεσμός της προστασίας μαρτύρων θεσπίστηκε με το άρθρο 9 του καταχρηστικά γνωστού ως «αντι-τρομοκρατικού» νόμου και έχει ως πρότυπο αντίστοιχες ρυθμίσεις αρκετών χωρών και ιδίως τα μέτρα που προβλέπονται στη Διεθνή Σύμβαση του ΟΗΕ κατά του οργανωμένου εγκλήματος. Αφορά «ουσιώδεις» μάρτυρες, που κρίνεται σκόπιμο να προστατευθούν από «πιθανή εκδίκηση ή εκφοβισμό», λόγω αυτών που έχουν να αποκαλύψουν σε συνδυασμό με την ιδιαίτερη επικινδυνότητα των εγκλημάτων που δικάζονται. Η προστασία πρέπει να ζητείται από τους ίδιους τους ενδιαφερομένους και να κλιμακώνεται ανάλογα με την εκτίμηση του δικαστηρίου για τον κίνδυνο που διατρέχουν τα συγκεκριμένα πρόσωπα.

Πυρήνας πάντως της ειδικής προστασίας είναι η κατά το δυνατόν αποφυγή της δημοσιοποίησης της ταυτότητας των μαρτύρων, που επιτυγχάνεται διά της μεταβολής των στοιχείων τους και διά της παροχής του δικαιώματος να καταθέσουν χωρίς να φαίνονται. Η αρχή της διαφάνειας της δίκης («όλα στο φως μπροστά στα μάτια όλων») φαίνεται να κάμπτεται και κάτι τέτοιο θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μόνο στην οριακή περίπτωση που ενδεχόμενη διαφάνεια θα ακύρωνε την ίδια την ύπαρξη κατάθεσης, και μάλιστα κρίσιμης. Η ιδιότητα του μάρτυρα απαιτεί εξ ορισμού θάρρος και πειστικότητα, το μόνο που είναι εύλογο να μη ζητά η Πολιτεία είναι η επίδειξη και ηρωισμού.

Η ελληνική εκδοχή, πάντως, παρουσιάζει και άλλα προβλήματα πέρα από την εγγενή εξαιρετικότητά της. Πρώτα απ' όλα, ο σκοπός τής μη κοινοποίησης της ταυτότητας του μάρτυρα αναιρείται από τον ίδιο τον νόμο, που «επιτρέπει» (στην ουσία επιβάλλει) την αποκάλυψη όταν το ζητήσει έστω και ένας διάδικος.

Στην πράξη, η μυστικότητα αυτοεξουδετερώθηκε ήδη από τη δημόσια δήλωση των Α1 και Β1 ότι παρίστανται. Αιωρείται επίσης το ερώτημα εάν τη μαρτυρία αυτών των οποίων τελικώς θα αποκαλυφθούν τα ονόματα ο νόμος τη θεωρεί εκ προοιμίου ικανή να στηρίξει αφ' εαυτής καταδίκη των κατηγορουμένων, αφού το ορθό αντίθετο (ότι δηλαδή κάθε μαρτυρία θα συνυπολογίζεται αλλά δεν θα επαρκεί) το γράμμα της παραγράφου 4 του άρθρου 9 φαίνεται να το επιφυλάσσει μόνο στις καταθέσεις που μένουν έως το τέλος «απρόσωπες».

Μειώνεται, τέλος, ακόμα και ο λόγος ύπαρξης της εξαιρετικής ρύθμισης, όταν ο ίδιος ο νόμος κάνει ρητή αναφορά στην «κανονική» διαδικασία του άρθρου 354 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, σύμφωνα με την οποία, σε εξαιρετικές περιπτώσεις (άρα και για κίνδυνο της ζωής των μαρτύρων), ορισμένοι μάρτυρες μπορούν να εξετάζονται εκτός ακροατηρίου. Πολλή συζήτηση, συνεπώς, για λίγη ουσία; Ας ελπίσουμε μόνον οι μαρτυρίες των συγκεκριμένων «προστατευομένων» προσώπων να βοηθήσουν περισσότερο την αποκάλυψη της αλήθειας παρά την αστυνομική εξιστόρησή της.