Εφημερίδα "Τα Νέα"

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Ελλάδα :: Ανάλυση

( η θλίψη της ασημαντότητας :: 01-03-2003) 

Μπροστά στην επικείμενη δίκη

Η θλίψη της ασημαντότητας

ΝΙΚΟΣ Κ. ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΣ

Πλήξη. Ανία και πλήξη. Αν δεν σεβόμουνα τους συγγενείς των θυμάτων, τον πόνο και την αδημονία τους μπροστά στην επικείμενη δίκη, θα περιέγραφα με λέξεις σαν κι αυτές τα αισθήματα που, σε μένα τουλάχιστον, προκαλούν οι κατηγορούμενοι και οι κάθε είδους συμπάσχοντες και συμπαραστάτες.

Θα προτιμήσω λοιπόν τη λέξη θλίψη. Θλίψη για την ασημαντότητα των επιχειρημάτων, ίσως όμως και των ανθρώπων.

Οι ίδιοι οι κατηγορούμενοι εν πρώτοις. Το στοιχείο που εντυπωσιάζει είναι ότι, από το περασμένο καλοκαίρι, αν και το σύνολο των μέσων ενημέρωσης ήταν στραμμένο επάνω τους, δεν εκμεταλλεύθηκαν τη μοναδική ευκαιρία που τους δινόταν για να δικαιολογήσουν πολιτικά τη διαδρομή τους, για να δημοσιοποιήσουν τα «μανιφέστα» τους. Απεναντίας, με τις απολογίες, τις φλύαρες συνεντεύξεις και τις απανωτές επιστολές τους, προτίμησαν επί της ουσίας να σιωπήσουν. Εκτός αν δεν είχαν τίποτε να πουν.

Ιδού πώς όρισαν οι δύο σημαντικότεροι από αυτούς το όραμά τους: «Γέννημα του συγκεκριμένου ιστορικού περιβάλλοντος - ελληνικού και διεθνούς - [η 17Ν] υπήρξε μια ένοπλη αντικαπιταλιστική - αντιιμπεριαλιστική οργάνωση, με όραμα τον αυτοδιαχειριζόμενο σοσιαλισμό, με χαρακτηριστικά άμεσης δημοκρατίας» (Δ. Κουφοντίνας, «Ελευθεροτυπία», 17.12.2002). Όσο για τον Αλ. Γιωτόπουλο, όριζε ως στόχο της 17Ν «την ανατροπή του καπιταλιστικού καθεστώτος για έναν αντιγραφειοκρατικό σοσιαλισμό με λαϊκή εξουσία» («Λαμιακός Τύπος», 5.10.2002).

Λόγια ξύλινα. Λόγια της δεκαετίας του 1950-60 - αν όχι και του μεσοπολέμου - εν έτει 2002. Και αυτά, με ένα ύφος το οποίο, σε ό,τι αφορά τουλάχιστον τον φερόμενο ως αρχηγό της 17Ν, απέπνεε μιαν απίθανη αλαζονεία, μια προκλητική περιφρόνηση προς ανθρώπους που έχυσαν ποταμούς αίματος για παραπλήσια ιδανικά. Σαν να μην είχε μεσολαβήσει ούτε η κατάρρευση των τειχών (την οποία κάποιοι από τους κατηγορουμένους θα θεωρούν ασφαλώς ως «πρόσκαιρη υποχώρηση»), ούτε κυρίως οι απτές αποδείξεις για τα εγκλήματα στα οποία αναπόδραστα οδηγεί η εγκατάλειψη του κράτους δικαίου και της (αστικής) δημοκρατίας, όσο καλές προθέσεις και αν έχουν όσοι την επιχειρούν (αν υποτεθεί ότι πράγματι τις έχουν).

Ακολουθούν οι κάθε είδους συμπάσχοντες και συμπαραστάτες. Δεν αναφέρομαι βέβαια στα βάρβαρα και απάνθρωπα συνθήματα που ακούστηκαν στη διαδήλωση της 1.10.2002 αλλά και σε άλλες που ακολούθησαν. Ούτε στην άκριτη προβολή περίπου όλων των απόψεων της 17Ν από ορισμένα έντυπα, τα οποία φαίνεται πως δεν πρόσεξαν όσο θα έπρεπε ότι η ομάδα αυτή αυτοπροσδιορίζεται ως οργάνωση «ένοπλης προπαγάνδας» (Δ. Κουφοντίνας στην «Ελευθεροτυπία» της 7.12.2002). Αναφέρομαι, αντίθετα, στη «γλυκιά μελαγχολία» που αναδύουν τα δημοσιεύματα μιας σειράς λιγότερο ή περισσότερο επώνυμων συναγωνιστών του Αλ. Γιωτόπουλου από τα χρόνια της δικτατορίας. Σε μιαν Ελλάδα που, ήδη από τότε, δεν μπόρεσαν και ίσως δεν θέλησαν ποτέ να καταλάβουν, οι άνθρωποι αυτοί, όταν δεν επιδιώκουν απλώς να βγουν από την αφάνεια, επιστρέφουν στο παρελθόν των νιάτων τους και το ωραιοποιούν.

Προσπαθούν έτσι να δώσουν αναδρομικά νόημα σε μια ζωή, που μάλλον δεν δικαίωσε όλες τις προσδοκίες τους. Και αυτό, χωρίς καμιάν απόπειρα ατομικού και συλλογικού αναστοχασμού. (Ένα χαρακτηριστικό δείγμα τέτοια γραφής ήταν κατά τη γνώμη μου η κριτική του καθηγητή Β. Αγγελόπουλου στο βιβλίο των Αλ. Παπαχελά και Τ. Τέλογλου για τη 17Ν, στην «Ελευθεροτυπία» της 22.1.2003, λίγες μέρες πριν από το οδυνηρό - αν και μιντιακά μάλλον διογκωμένο - περιστατικό του αεροδρομίου της Νέας Υόρκης).

Άφησα τελευταίους τους νομικούς, παραστάτες και μη των κατηγορουμένων. Ως προς τους συνηγόρους, το λειτούργημα του υπερασπιστή επιβάλλει αν όχι τον σεβασμό, τουλάχιστον την ανοχή ακόμη και της πιο ακραίας υπερβολής.

Προσωπικά, ωστόσο, δεν μπορώ να αντιληφθώ γιατί - τουλάχιστον έως τώρα - το κύριο βάρος της υπεράσπισης δόθηκε στις συνθήκες κράτησης των 19, όταν είναι μάλλον βέβαιο ότι δεν σημειώθηκαν σημεία και τέρατα, και όταν οι όποιες αποκλίσεις από τις συνθήκες κράτησης των κοινών κρατουμένων είναι σίγουρο ότι δεν ξεπέρασαν τα όρια του ανεκτού, σύμφωνα με τα αυστηρότερα ευρωπαϊκά στάνταρ. (Περί αυτού, πολλά ασφαλώς θα είχαν να πουν όσοι πέρασαν από την Μπουμπουλίνας, το ΕΑΤ-ΕΣΑ και τις ελληνικές φυλακές του πρόσφατου ακόμη παρελθόντος, τις οποίες οι κατηγορούμενοι ούτε από μακριά φαίνεται πως είδαν).

Το ίδιο ισχύει και για την προβαλλόμενη παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας, το οποίο είναι προφανές ότι με διαφορετικό τρόπο συντρέχει στο πρόσωπο ενός κατηγορουμένου που αρνείται κάθε εμπλοκή (όπως η Αγγ. Σωτηροπούλου) και με διαφορετικό όταν ο κατηγορούμενος έχει ομολογήσει τα πάντα - και μάλιστα παρουσία συνηγόρου.

Όμως, εξίσου πολύ δεν μπορώ να αντιληφθώ γιατί η υπεράσπιση δεν έδωσε μεγαλύτερη έμφαση στον πολιτικό χαρακτήρα των εγκλημάτων που αποδίδονται στους 19. Αν και προσωπικά θα ήμουν πολύ διστακτικός να δεχθώ ότι η ειδεχθέστερη μορφή πολιτικής βίας, που είναι η εν ψυχρώ δολοφονία του αντιπάλου, μπορεί κατά το ισχύον Σύνταγμα να θεωρηθεί πολιτικό έγκλημα (και συνεπώς να υπαχθεί στη δικαιοδοσία των ενόρκων), θα ήμουν έτοιμος να αναγνωρίσω πολιτικά κίνητρα σε όλους σχεδόν τους κατηγορουμένους για ορισμένα τουλάχιστον από τα εγκλήματα που τους αποδίδονται, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ποινική μεταχείρισή τους (άρθρα 83-84 Π.Κ.). Έως σήμερα, ωστόσο, η υπεράσπιση των κατηγορουμένων ήταν ιδιαίτερα ισχνή και στο κεφάλαιο αυτό.

Άφησα τελευταίο το επιχείρημα περί επικείμενης τάχα κατάλυσης του κράτους δικαίου στη χώρα μας, με πρόσχημα την καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Δεν το προέβαλαν μόνο πολιτικοί (ο Π. Λαφαζάνης, βουλευτής του ΣΥΝ, μιλούσε π.χ. «για μιαν άνευ προηγουμένου επιχείρηση τρομοκράτησης» από το κράτος, «με στόχο όχι μόνο την περιστολή των δημοκρατικών ελευθεριών και των ατομικών δικαιωμάτων, αλλά κυρίως τη συντηρητική μεταλλαγή της συνείδησης της κοινωνίας», βλ. «Ελευθεροτυπία», 20.9.2002). Τα περί «κρατικής τρομοκρατίας» προέβαλαν κατά κόρον και συνάδελφοι πανεπιστημιακοί, χωρίς, ωστόσο, να επικαλούνται συγκεκριμένα στοιχεία (ή έστω ενδείξεις) που να αποδεικνύουν κατ' ελάχιστον τον ισχυρισμό τους. Λες και δεν μπορούν και αυτοί να αποκοπούν από την Ελλάδα της δεκαετίας του '50 και του '60, η οποία μοιάζει να ασκεί επάνω τους μιαν ανεξήγητη γοητεία. Εκτός και αν ήθελε θεωρηθεί ότι, παρά την παρουσία 320 διαπιστευμένων δημοσιογράφων, η διαφαινόμενη απαγόρευση της τηλεοπτικής κάλυψης της δίκης της 17Ν, βάσει του πρόσφατου Ν. 3090/2002, προσβάλλει τη δημοσιότητα της δίκης, κάτι που προσωπικά δεν το πιστεύω.

Είναι βέβαιο πως, από την προσεχή Δευτέρα, η δίκη της 17Ν θα συγκεντρώσει το ενδιαφέρον των μέσων ενημέρωσης. Αμφιβάλλω αν θα το διατηρήσει ύστερα από μερικές εβδομάδες. Εκτός αν, τα στερεότυπα μιας υπεράσπισης χωρίς φαντασία, τις μονότονες ενστάσεις για παντός είδους «αντισυνταγματικότητες» και τις ξύλινες κορόνες για την απανθρωπιά του καπιταλισμού, τις εκτοπίσει ένας λόγος κριτικός, έτοιμος να παραδεχθεί σφάλματα και να ζητήσει συγγνώμην, ένας λόγος που θα προσπαθήσει επιτέλους να συμβάλει στη συλλογική μας αυτογνωσία. Κοντολογίς, ένας λόγος που θα ξεπερνά την ασημαντότητα, τη φτήνεια και το παρωχημένο.