Εφημερίδα "Τα Νέα"

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Βιβλιοδρόμιο :: Κριτική βιβλίου

( η ελληνική πεζογραφία το 2002 :: 25-01-2003) 

Η ελληνική πεζογραφία το 2002

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ

Μια έγκαιρη και σε ικανοποιητικό βαθμό περιεκτική επισκόπηση της ετήσιας πεζογραφικής παραγωγής προϋποθέτει, έτσι όπως είναι σήμερα η κατάσταση, δύο πράγματα: πρώτον, να περνάει κανείς το μεγαλύτερο μέρος των γιορτών των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς διαβάζοντας ελληνική λογοτεχνία (αφού οι δύο τελευταίοι μήνες του χρόνου είναι μόνιμα πια περίοδος συνωστισμού νέων εκδόσεων). και δεύτερον, να διαβάζει γενικά περισσότερη ελληνική λογοτεχνία από όση αντέχει. Αρκετά μαζοχιστές, ως φαίνεται, καταφέραμε να αντεπεξέλθουμε και στις δύο δυσκολίες και τολμούμε να ισχυριστούμε ότι η εικόνα που θα παρουσιάσουμε αμέσως δεν έχει πολύ σημαντικά κενά.

Διηγήματα

Ο Σωτήρης Δημητρίου, στο "Τους τα λέει ο Θεός", αναδεικνύει τη φυσιογνωμία του ηπειρώτικου κόσμου μέσα από μια βραδινή τσιπουροποσία ανάμεσα σε ανθρώπους ποικίλων εθνοτήτων, που δουλεύουν για το χτίσιμο ενός σπιτιού

Στον χώρο του διηγήματος, λοιπόν, για να ξεκινήσουμε από αυτόν, η (ευχάριστη) έκπληξη ήρθε από έναν ποιητή, τον Νίκο Δαββέτα, που στη συλλογή Ιστορίες μιας ανάσας κατόρθωσε να μιλήσει για τον έρωτα μ' ένα ισορροπημένο μείγμα αισθησιασμού, μελαγχολίας, θυμοσοφίας, αυτοσαρκασμού και ονειροπόλησης. Αντίθετα ο Βασίλης Πεσμαζόγλου (που μας είχε εντυπωσιάσει πριν από δέκα χρόνια με το αφήγημα 1993) προσεγγίζει, στο Αγίου Βαλεντίνου, το ίδιο θέμα με μια εκ των προτέρων ειρωνική διάθεση, πράγμα που κάνει τις ιστορίες του μάλλον επίπεδες. Περισσότερο αισθαντική η Εύα Καραϊτίδη, στη δεύτερη εμφάνισή της ως διηγηματογράφος με τη συλλογή Για μία μόνο νύχτα Αθηναία, χρησιμοποιεί την ειρωνεία σαν ανεπαίσθητο, τρυφερό σχόλιο πάνω στη διελκυστίνδα επιθυμίας - φόβου που συνοδεύει την ερωτική έλξη. Η Αγγέλα Καστρινάκη, στο Εκδοχές της Πηνελόπης, μιλάει για τις παράδοξες συναισθηματικές αντιφάσεις που μπορεί να προκαλέσει μια ερωτική σχέση, με τρόπο πιο "εξωστρεφή" από ό,τι σε παλιότερα διηγήματά της, αλλά όχι εξίσου πλούσιο σε αποχρώσεις.

Τα διηγήματα του Κοσμά Χαρπαντίδη στη συλλογή Το έκτο δάχτυλο αποτελούν κάπως παλιομοδίτικες ηθογραφίες σε σύγχρονα πλαίσια, άλλοτε συμπαθητικές και άλλοτε αδιάφορες. Στους αντίποδες ο Τάσος Γουδέλης, που επανήλθε (και καλά έκανε) στη μινιατούρα του σύντομου διηγήματος με το Η γυναίκα που μιλά, εξερευνά με το κινηματογραφικά ιμπρεσιονιστικό βλέμμα του αλληλουχίες από στιγμιότυπα της μνήμης και τις αντανακλάσεις τους στο παρόν, κατακτώντας ιδιαίτερα με το διήγημα "Τόπος" υψηλή εκφραστικότητα. Ο πρωτοεμφανιζόμενος Νίκος Κουνενής μάς θύμισε, με το Δημόσια εγγραφή, ένα σχεδόν λησμονημένο είδος, την πολιτικοκοινωνική σάτιρα, και μάλιστα με πολύ επίκαιρους στόχους, αλλά οι έξυπνες ιδέες του αναπτύσσονται υπερβολικά μονότροπα και η ένταση της αφήγησής του αποκλιμακώνεται σταθερά.

Νουβέλες

Αν το διήγημα δυσκολεύεται να κρύψει το όνομα και την ιδιότητά του, η νουβέλα, στους χαλεπούς καιρούς που ζούμε, τα καταφέρνει καλύτερα στο καμουφλάζ, διαλέγοντας συνήθως το ψευδώνυμο "μυθιστόρημα". Ο κριτικός, ωστόσο, αντίθετα από τον (υποθετικό) μέσο υποψήφιο αγοραστή, δεν το χρειάζεται για να την εκτιμήσει όπως αληθινά είναι. Δυο αξιόλογες νουβέλες, λοιπόν, μας έδωσαν η Μαρία Ευσταθιάδη με το Σχεδόν… μελό και η Μαρλένα Πολιτοπούλου με το Οίκος ενοχής. Στην πρώτη, το κουτσομπολιό των υπαλλήλων ενός γραφείου γύρω από μια συνάδελφό τους μεταλλάσσεται, πολύ ωραία, σε συμπαθητικό ενδιαφέρον για την εξέλιξη της τηλεφωνικής ερωτικής σχέσης της μ' έναν άγνωστο. Στη δεύτερη, έχουμε το σπάνιο για την ελληνική λογοτεχνία θέμα των ενοχικών συνδρόμων με τα οποία δυο γονείς (προπαντός μια ψυχικά στερημένη και αυταρχική μητέρα) μεγαλώνουν τα παιδιά τους. Και οι δύο ιστορίες χάνουν κάπως στο τέλος, η μία γιατί γίνεται σχεδόν… πραγματικό μελό, η άλλη γιατί εκτρέπεται στην ηθικοπολιτική ρητορεία.

Νουβέλες μάλλον παρά μυθιστορήματα, όπως αυτοχαρακτηρίζονται, είναι και δύο άλλα βιβλία: Η επικάλυψη δεν είναι σοκολάτα του Μιχάλη Φακίνου και Τους τα λέει ο Θεός του Σωτήρη Δημητρίου.

Και οι δύο συγγραφείς βρίσκονται στο γνώριμο κλίμα τους. Ο Φακίνος, όμως, οργανώνει αυτή τη φορά τις γκροτέσκες εικόνες που συγκρατεί ή συγκροτεί η κινηματογραφική, όπως του Γουδέλη, ματιά του σε μια κριτική "συμφωνία της μεγαλούπολης" (της σύγχρονης Αθήνας), ενώ ο Δημητρίου, παρά το ωραίο εύρημά του ­ την ανάδειξη της φυσιογνωμίας του ηπειρώτικου κόσμου μέσα από μια βραδινή τσιπουροποσία ανάμεσα σε ανθρώπους ποικίλων εθνοτήτων, που δουλεύουν για το χτίσιμο ενός σπιτιού ­ αφήνει κάπως την αίσθηση της επανάληψης.

Στο αφήγημά του Το μέλι και η στάχτη του Θεού ο Μισέλ Φάις, με τη γνώριμη από προηγούμενα βιβλία του μέθοδο της συρραφής ντοκουμέντων και καταθέσεων μιας εσωτερικής φωνής, αναπλάθει μια λησμονημένη μορφή της πολιτισμικής μας ζωής, τον λαογράφο και ζωγράφο Τζούλιο Καΐμη. Πιο αναπάντεχα, αλλά και πιο "ορθόδοξα", ο Κωστής Γκιμοσούλης ασχολείται, στο μυθιστόρημά του Βρέχει φως, με μια άλλη, όχι ακριβώς λησμονημένη, αλλά υποβαθμισμένη πνευματική μορφή, τη Μαρία Πολυδούρη, δίνοντάς της μια συγκινητική νέα υπόσταση.

Ιστορικό μυθιστόρημα

Το κουτσομπολιό των υπαλλήλων ενός γραφείου γύρω από μια συνάδελφό τους μεταλλάσσεται, πολύ ωραία, σε συμπαθητικό ενδιαφέρον για την εξέλιξη της τηλεφωνικής ερωτικής σχέσης της μ' έναν άγνωστο, στο "Σχεδόν μελό" της Μαρίας Ευσταθιάδη

Και από αυτή τη γέφυρα περνάμε στο καθαυτό ιστορικό μυθιστόρημα (αν υπάρχει σήμερα τέτοιο), που το 2002 εκπροσωπήθηκε κυρίως από τρία βιβλία: Ο χαρταετός της Αθηνάς Κακούρη, Ο αιώνας των λαβυρίνθων της Ρέας Γαλανάκη και Πλωτές γυναίκες του Διαμαντή Αξιώτη. Τρία μυθιστορήματα που διαδραματίζονται κατά το μεγαλύτερο μέρος τους στην Αθήνα, το Ηράκλειο Κρήτης και την Καβάλα, αντίστοιχα. Πιο κοντά στα κλασικά πρότυπα του είδους το πρώτο, οργανώνεται στέρεα γύρω από ένα συγκεκριμένο γεγονός: τα Λαυρεωτικά του 1871 ­ την πρώτη "φούσκα" στην οικονομική ιστορία του ελληνικού κράτους. Ποιητικότερα τα άλλα δύο (το ένα στο αφηγηματικό χρώμα, το άλλο προπαντός στη μεταφυσική θεώρηση της τύχης των προσώπων του), απλώνονται χρονολογικά περισσότερο από όσο αντέχουν το δραματικό περιεχόμενο των χαρακτήρων τους και η μάλλον συντηρητική αντιμετώπιση του ιστορικού υλικού τους.

Μυθιστορήματα

Σύμφωνα με μια ορισμένη λογική, το εκδοτικό γεγονός της χρονιάς ήταν το λογοτεχνικό ντεμπούτο της Μάρας Μεϊμαρίδη με το μυθιστόρημα Οι μάγισσες της Σμύρνης, ένα βιβλίο που δεν του λείπουν οι αρετές (περισσότερο πραγματολογικές, πάντως, παρά λογοτεχνικές), αλλά θα πρέπει να χρωστάει την τεράστια επιτυχία του ­ πούλησε μέσα σ' έναν χρόνο πάνω από 100.000 αντίτυπα ­ στην έξυπνη ιδέα της συγγραφέως του να συναιρέσει δύο μοτίβα που συγκινούν το πλατύ κοινό: τις χαμένες πατρίδες και τον αποκρυφισμό.

Κατά τη δική μου ταπεινή γνώμη, ήδη κατατεθειμένη άλλωστε σ' αυτό το ένθετο, τα δύο σημαντικότερα ελληνικά μυθιστορήματα του 2002 ήταν το Μην πας ποτέ μόνος στο Ταχυδρομείο του Στέλιου Κούλογλου και Ο κουτσός Άγγελος του Αλέξη Πανσέληνου. Μολονότι δεν θα μπορούσαν να διαφέρουν περισσότερο, δείχνουν και τα δύο ότι ο συγγραφέας μπορεί να χρησιμοποιήσει ένα "παρακατιανό" είδος όπως το θρίλερ ή το νουάρ (για όσους πιστεύουν ότι υπάρχουν παρακατιανά είδη λογοτεχνίας και όχι απλώς παρακατιανά κείμενα) προκειμένου να πει πολύ σοβαρά πράγματα με περίτεχνο τρόπο.

Ο Άρης Μαραγκόπουλος προσπάθησε έντιμα, αν και με προβληματικό τρόπο, να συνδυάσει στο Αγάπη [Κήποι] Αχαριστία τις ποιητικές αρχές του μοντερνισμού με τις δικές του πολιτικές ανησυχίες, τις οποίες εκφράζει πιο άμεσα στη νουβέλα του Τα δεδομένα της ζωής μας. Με κάπως διδακτικό πνεύμα, όπως και στα προηγούμενα μυθιστορήματά της, η Λένα Διβάνη μιλάει, στο Ενικός αριθμός, για σημερινούς κοσμοπολίτες, εργασιομανείς, επαγγελματικά πετυχημένους σαραντάρηδες που ανακαλύπτουν ξανά την αξία της φιλίας.

Ο Άρης Σφακιανάκης δείχνει, με το Μπέιμπι Σίτινγκ, πως έχει βρει για τα καλά τον τρόπο να κερδίζει μια σημαντική μερίδα τού ­ ως γνωστόν γυναικοκρατούμενου ­ αναγνωστικού κοινού με μια "τυπικά ανδρική" θεματολογία και γραφή.

Ο Μίμης Ανδρουλάκης, στο Τάνγκο του Τσε. Από την Τάνια στην Τίνα, εξακολουθεί ακάθεκτος και ανεξάντλητος να χρησιμοποιεί λογοτεχνικά μέσα, που αφορούν όλο και περισσότερο το ύφος μάλλον παρά τη φόρμα, για να μιλήσει, με γόνιμα προκλητικές θέσεις, για την πολιτική, την οικονομία, τις επιστήμες, την τεχνολογία, την ηθική στον σύγχρονο κόσμο.

Οι δύο "πατριάρχες"

Δύο από τους πατριάρχες της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας έκαναν αισθητή την παρουσία τους στην πεζογραφική παραγωγή του 2002. Ο Νάνος Βαλαωρίτης (δεξιά) έδωσε, με Τα σπασμένα χέρια της Αφροδίτης της Μήλου, ένα σπονδυλωτό, παιγνιώδες μυθιστόρημα, για το οποίο θα μιλήσω προσεχώς, αλλά θέλω να σημειώσω εδώ ότι, παρά τις όποιες ενστάσεις, ακολουθεί τη μοντερνιστική παράδοση με πολύ πιο άνετο βηματισμό και πολύ πληρέστερη κατανόηση από ό,τι οι περισσότεροι θιασώτες της ανάμεσα στους Έλληνες συγγραφείς. Από την άλλη, ο Παύλος Μάτεσις (αριστερά), με το Σκοτεινός οδηγός, θα πρέπει να περιμένει από τους πιο αφοσιωμένους θαυμαστές του να εκτιμήσουν όπως εύχεται ο ίδιος το αποτέλεσμα της προσπάθειάς του να κάνει αυτό το μυθιστόρημα περίληψη όλης της λογοτεχνίας που τον συγκινεί, συμπεριλαμβανομένων των δικών του δημιουργιών, και να άρει (αφού θεωρεί ότι πρέπει να το κάνει) τις αντιφάσεις ή τις εντάσεις της ποιητικής συνείδησής του σ' έναν μυθικό κόσμο όπου όλα ταιριάζουν με όλα.

Πόσο ωραίοι είναι οι νέοι;

Αρκετά αντιφατικά ήταν τα μηνύματα που ήρθαν το 2002 από την πλευρά των νέων πεζογράφων, χοντρικά αυτών που άρχισαν να δημοσιεύουν μετά το 1990. Από τη μια, είχαμε την εντυπωσιακή ωρίμανση του Μιχάλη Μιχαηλίδη (δεξιά) με το μυθιστόρημα Η σκύλα και το κουτάβι, που περιγράφει τις διάφορες μορφές ψυχικής βίας στην ιδιωτική ζωή των σύγχρονων Αθηναίων μεγαλοαστών, ισορροπώντας ανάμεσα στη διακωμώδηση και τη φρίκη. Αξιόλογο, παρότι άνισο, ήταν το καινούργιο μυθιστόρημα του Αλέξη Σταμάτη Σαν τον κλέφτη μες στη νύχτα, που συνεχίζει, αλλά σε μικρότερη κλίμακα, τον προβληματισμό του προηγούμενού του, του Μπαρ Φλωμπέρ, γύρω από τη σχέση τέχνης και ζωής. Ο Κλεπτομνήμων του Νίκου Παπανδρέου (αριστερά) είναι ένα μυθιστόρημα ασυνήθιστο για τα ελληνικά δεδομένα, μείγμα επιστημονικής φαντασίας και (αμερικανικού) campus novel με θέμα την εμπορευματοποίηση της ανθρώπινης μνήμης, αλλά θα πρέπει να περιμένουμε για να δούμε αν ο συγγραφέας του μπορεί να κατορθώσει στη μυθιστορηματική φόρμα όσα στο διήγημα.

Όπως θα πρέπει να περιμένουμε την εξέλιξη της πρωτοεμφανιζόμενης Λίλας Κονομάρα (δεξιά), που άφησε καλές εντυπώσεις με τις δύο νουβέλες του τόμου Μακάο.

Στο σύντομο μυθιστόρημα Εδέμ, που περιστρέφεται γύρω από έναν ερασιτεχνικό θίασο με πολυεθνική σύνθεση, ο Αντώνιος Ρουσοχατζάκης επιχείρησε μια σύγχρονη εκδοχή της Γένεσης, παράλληλη με τη θεατρική εκδοχή που ανεβάζει ο θίασος, αλλά φαίνεται καθαρά ότι ο συγγραφέας δεν είναι ώριμος για τέτοια φιλόδοξα σχέδια και κραυγάζει εκεί που θα έπρεπε να μιλάει πιο μετρημένα. Όπως θα αντιληφθήκατε, περάσαμε σιγά σιγά στη λιγότερο φωτεινή ζώνη του φάσματος των εντυπώσεων από τον χώρο των νέων πεζογράφων. Και στην άκρη της μας περιμένουν δύο μεγάλες απογοητεύσεις: τα μυθιστορήματα Λάλον ύδωρ του Αλέξανδρου Ασωνίτη και Πλανήτης Πρέσπα της Σοφίας Νικολαΐδου (αριστερά). Λέω απογοητεύσεις επειδή και οι δύο συγγραφείς είχαν αποσπάσει πολλά (και δίκαια) εγκώμια, ο πρώτος για το μυθιστόρημά του Η συνείδηση της αιωνιότητας (1995), η δεύτερη για τα διηγήματά της. Αυτή τη φορά όμως μια υπερβολική αυτοπεποίθηση, μια, πώς να την πω, συγγραφική αλαζονεία της εξουσίας έκανε και τους δυο να παίξουν με το θεματικό υλικό τους πολύ περισσότερο και πολύ ωμότερα από όσο αυτό άντεχε, ώς το σημείο του βιασμού του. Ωστόσο, και ο καλός συγγραφέας έχει δικαίωμα σε μια αποτυχία. Οι νέοι συγγραφείς μάλιστα, λέμε με ζήλια εμείς οι παλιότεροι, έχουν δικαίωμα σε περισσότερες από μία. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πρέπει και να το εξαντλήσουν…

Σασπένς και φαντασία

Η αστυνομική λογοτεχνία, που έχει πια δημιουργήσει μια σεβαστή παράδοση στην Ελλάδα, έδωσε και αυτή τη χρονιά το "παρών" με καθιερωμένους εκπροσώπους της.

Ο "σκληρός" Ανδρέας Αποστολίδης (φωτό) αγγίζει, με το Λοβοτομή, πλήθος νεοπλάσματα της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, αλλά το εντελώς γυμνό ύφος και η απόλυτη εξωτερικότητα των χαρακτήρων (ασφαλώς συνειδητές επιλογές του συγγραφέα) ενδέχεται να απωθούν. Λιγότερο πανοραμική, αλλά πιο ανθρώπινη, γιατί πιο προσηλωμένη στο προσωπικό δράμα, είναι η ματιά του Πέτρου Μαρτινίδη στο Δεύτερη φορά νεκρός. Όσο για τη συλλογή διηγημάτων του Αργύρη Παυλιώτη Ο φόνος θέλει τέχνη, επιβεβαιώνει ότι στη φόρμα του διηγήματος μια αστυνομική ιστορία τείνει να συρρικνωθεί σε άσκηση λογικής.

Η επιστημονική φαντασία στη χώρα μας δεν γνωρίζει ακόμη ανάπτυξη ανάλογη του αστυνομικού αφηγήματος.

Ωστόσο, τη χρονιά που πέρασε μας έδωσε δυο αξιοπρόσεκτα δείγματα: τη συλλογή διηγημάτων του Γιώργου Ζαρκαδάκη Η μέρα που η Αμερική εξαφανίστηκε και το μυθιστόρημα του Διονύση Καλαμβρέζου Μόσχα - Νέα Υόρκη. Ο αντεστραμμένος κόσμος - ένα φιλόδοξο έργο με ενδιαφέροντες προβληματισμούς, που όμως αδικείται αρκετά από την υπερβολικά μπαρόκ μορφή του και τη δυσκίνητη αφήγηση.