Εφημερίδα "Τα Νέα"

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Βιβλιοδρόμιο :: Κριτική βιβλίου

( σκυλίσια γλυκιά ζωή :: 04-01-2003) 

Σκυλίσια γλυκιά ζωή

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ

Η "σκύλα" είναι η Νάντια Παλαιολόγου, άσημη ηθοποιός του θεάτρου, κόρη ξεπεσμένης αλλά ακόμη ευκατάστατης μεγαλοαστικής οικογένειας, μεγάλη γόησσα στα νιάτα της, αλλά μάλλον κακογερασμένη, διαζευγμένη, ουσιαστικά άεργη, μόνιμα εγκαταλειμμένη από τους εραστές της, αλαφιασμένη από το φάσμα της μοναξιάς, νευρωτική και με τάση προς τον αλκοολισμό.

Το "κουτάβι" είναι η κόρη της Μαρίνα, που μεγαλώνει μέσα σε οικονομική άνεση, αλλά χωρίς στοργή και συναισθηματική ασφάλεια, ζει μέσα στο διαρκώς τεταμένο κλίμα που δημιουργεί η μητέρα της, υφίσταται τα ξεσπάσματά της, χρησιμοποιείται από εκείνη σαν αλεξικέραυνο για τα δικά της άγχη και σαν όργανο για την επίλυση των δικών της προβλημάτων, επιτηρείται με ανταγωνιστική καχυποψία, ασφυκτιά, και στα δεκαοκτώ της, όσο είναι όταν την αφήνουμε στο τέλος του βιβλίου, δεν θέλει πια να ζήσει.

Αυτός είναι ο πυρήνας της ιστορίας που αφηγείται ο Μιχάλης Μιχαηλίδης στο Η σκύλα και το κουτάβι, και πρέπει να πούμε ότι δεν φαίνεται να υπόσχεται πολλά: άλλο ένα οικογενειακό ψυχόδραμα, άλλη μια διεκτραγώδηση της γονικής καταπίεσης, άλλη μια περιγραφή μιας δηλητηριασμένης σχέσης μάνας - κόρης. Ωστόσο, σ' αυτό το τρίτο μυθιστόρημά του, ο 33χρονος συγγραφέας υπερβαίνει κατά πολύ το άμεσο θέμα του. Έχοντας ως εστία τη σχέση Νάντιας - Μαρίνας, συνθέτει ένα πανόραμα ανθρώπινων τύπων της σύγχρονης αθηναϊκής κοινωνίας - ειδικά των στρωμάτων που διαβιώνουν στα πέριξ του Κολωνακίου και στα βόρεια προάστια - με κοινό χαρακτηριστικό της συμπεριφοράς τους τη βία: βία ψυχική, φραστική και πότε - πότε φυσική, βία από αναισθησία, από αδιαφορία, από συμπλεγματικότητα, από εγωπάθεια, από στρες, βία στον έρωτα, στις φιλίες, στις κοινωνικές συναναστροφές, στις επαγγελματικές δοσοληψίες, συσσωρευμένη στα ενδότερα του καθενός βία, που εκδηλώνεται σπασμωδικά ή συστηματικά, απροκάλυπτα ή ύπουλα, βία που πληγώνει, μουδιάζει, παραλύει τον άλλο - και καμιά φορά τον σκοτώνει μια και καλή.

Ο 33χρονος συγγραφέας Μιχάλης Μιχαηλίδης

Ο μηχανισμός της καθημερινής βίας στις πιο "εκλεπτυσμένες" και "εκσυγχρονισμένες" ομάδες της ελληνικής κοινωνίας είναι το πραγματικό θέμα αυτού του μυθιστορήματος.

Η ίδια η "σκύλα" Νάντια είναι προϊόν βίας: από τους γονείς της - ιδίως την άστοργη, ναρκισσίστρια μητέρα της -, από τον σεξουαλικά επιθετικό και ακόρεστο, αλλά ψυχικά άχυμο σύζυγό της, από τους ανεύθυνους εραστές της, που την εγκαταλείπουν απότομα με την πρώτη δυσκολία στη σχέση τους μαζί της, από το καλλιτεχνικό σινάφι, όπου η ματαιοδοξία, η οίηση και η επιτήδευση, συνδυασμένες με την κενότητα, οδηγούν στην πώρωση. Η Νάντια ζει σ' έναν κόσμο όπου ο καθένας, όταν δεν μπορεί πια να χρησιμοποιήσει τον άλλο σαν καθρέφτη που επιβεβαιώνει την αυτοεικόνα του, αισθάνεται την ύπαρξή του σαν ενόχληση. Η σκύλα δαγκώνει επειδή είναι δαγκωμένη από παντού.

Ανίκανη να παίξει τον ρόλο της μητέρας, η Νάντια μεταχειρίζεται το παιδί της πότε σαν ώριμη φίλη της, στην οποία κάνει εκμυστηρεύσεις με περιεχόμενο και λεξιλόγιο βάναυσα για την παιδική ψυχή, πότε σαν όργανο για να κερδίσει τους άνδρες που την ενδιαφέρουν και πότε σαν αντίζηλη, την οποία προσπαθεί να εξουδετερώσει ασκώντας τη γονική εξουσία. Σε μία περίπτωση γίνεται περίπου μαστροπός της δωδεκάχρονης κόρης της, μεταμφιέζοντάς τη σε σεξουαλική κούκλα για μια παράσταση την οποία σκηνοθετεί για να ικανοποιήσει (χωρίς να της ζητηθεί κάτι τέτοιο) το κρυφό βίτσιο του ετοιμοθάνατου οφθαλμοπόρνου πατέρα της και παππού τής μικρής.

Αλλά η βία που γνωρίζει η Μαρίνα δεν περιορίζεται στο οικογενειακό περιβάλλον της. Από νωρίς μαθαίνει ότι η βία αποτελεί γενικό πρότυπο συμπεριφοράς, ακόμη και ψυχαγωγίας, στον κόσμο όπου καλείται να ζήσει. Σε μια από τις συγκλονιστικότερες σκηνές του μυθιστορήματος, η εντεκάχρονη Μαρίνα παρακολουθεί μια συνομήλικη φίλη της να της κάνει, απαθής, επίδειξη ενός απίστευτα σαδιστικού βιντεοπαιχνιδιού, γεμάτου φόνους, ακρωτηριασμούς και σεξουαλικές διαστροφές.

Ο πρώτος εραστής της Μαρίνας είναι ένας επηρμένος ψευτοσυγγραφέας, που ξεχνάει γρήγορα και αυτή και τις συγγραφικές φιλοδοξίες του για να χωθεί στις επιχειρήσεις του πατέρα του. Ο οικογενειακός γιατρός της, ένας ωμός γυναικολόγος με καλλιτεχνικές αξιώσεις (ή μάλλον αυταπάτες), την προδίνει αμέσως στη μάνα της. Στα εφηβικά πάρτι κυριαρχούν τα ναρκωτικά και το βιαστικό, αναίσθητο σεξ. Οι εραστές τής μητέρας της την πληγώνουν, άλλος με τη χυδαιότητά του, άλλος με την ύποπτη τρυφερότητά του. Η Μαρίνα, που παρ' όλα αυτά φαίνεται να διατηρεί υγιέστερο ψυχισμό από τη φιλενάδα της με τα βιντεοπαιχνίδια, βλέπει μια τελευταία αχτίδα ελπίδας στην απρόοπτη γνωριμία της μ' έναν μοναχικό, ευαίσθητο νεαρό μουσικό. Αλλά η ρομαντική σχέση που διαφαίνεται ανακόπτεται από ένα τροχαίο…

Λεπτομέρεια από το "La lecon de guitare" του Balthus, που κοσμεί το εξώφυλλο του βιβλίου

Είναι ενδιαφέρουσα η τεχνική που εφαρμόζει ο Μιχαηλίδης για να διηγηθεί την ιστορία του. Τα πρόσωπα και η συμπεριφορά τους παρουσιάζονται με ελαφριά δόση υπερβολής, που τείνει να δώσει στην αφήγηση και μια κωμική διάσταση. Αλλά δεν είναι καρικατούρες, απεναντίας, ο συγγραφέας σέβεται την ανθρώπινη πολυπλοκότητά τους. Ανάλογα ισχύουν και για το ύφος, που ισορροπεί ανάμεσα στον ψυχρό τόνο μιας εντελώς πραγματιστικής, θα λέγαμε κλινικής έκθεσης και το πονηρό χαμόγελο της παρωδίας (πολλές δραματικές σκηνές οδηγούνται από τον συγγραφέα σε σουρεαλιστική κορύφωση με μια γλωσσικά ευρηματική απόδοση κάποιων λεπτομερειών τους). Τέλος, την ίδια στρατηγική υπηρετεί και η χρήση του παράγοντα χρόνος σ' αυτό το μυθιστόρημα: αφ' ενός ο Μιχαηλίδης χρονολογεί με σχολαστική ακρίβεια τα διάφορα επεισόδια της ιστορίας του, υποδηλώνοντας έτσι ότι καταγράφει σαν χρονικογράφος μια εντελώς συγκεκριμένη πραγματικότητα, αφ' ετέρου δεν τα αφηγείται κατά χρονολογική σειρά, αλλά με παλινδρομήσεις που υπαγορεύονται από την εσωτερική ζωή των χαρακτήρων του, από τις στιγμές στις οποίες η ανάκληση αυτών των επεισοδίων καθορίζει την επόμενη κίνηση ενός χαρακτήρα.

Μπορεί να ρωτήσει κανείς τι δουλειά έχουν η παρωδία, η ειρωνεία, το κωμικό στοιχείο σε μια ιστορία τόσο καταθλιπτική όσο αυτή της "σκύλας" Νάντιας και του "κουταβιού" Μαρίνας. Αλλά ο καλύτερος τρόπος να διηγηθεί ένας συγγραφέας κάτι δυσάρεστο δεν είναι να το διηγηθεί δυσάρεστα. Όταν μάλιστα, όπως συμβαίνει εδώ, η καταθλιπτική αλήθεια κρύβεται πίσω από μια εκτυφλωτική πρόσοψη ευμάρειας, "πολιτισμένων" τρόπων, ωραιοπάθειας και ανέμελου ευδαιμονισμού, μια έξυπνη τακτική είναι να προσποιηθεί ο συγγραφέας ότι θαμπώνεται από αυτή την εικόνα, ότι αφήνεται στην επίπλαστη σαγήνη της, και την ίδια στιγμή ν' αρχίσει να προεκτείνει τις γραμμές της, να διαστέλλει και να αλλοιώνει τα περιγράμματα των μορφών της ώσπου να την κάνει να συναντήσει την αθέατη, άσχημη πλευρά της. Αυτό είναι η παρωδία, όταν έχει ουσία. Αυτό κάνει ο Μιχαηλίδης στο Η σκύλα και το κουτάβι. Ο Καρλ Κράους έλεγε ότι η σύγχρονη λογοτεχνία είναι συνταγές γραμμένες από αρρώστους, εννοώντας ότι οι συγγραφείς δεν αναπαριστάνουν, αλλά αναπαράγουν το νοσηρό κλίμα της εποχής τους. Ο Μιχάλης Μιχαηλίδης, ο οποίος στα δύο πρώτα μυθιστορήματά του δεν έδειχνε να διαφοροποιείται από αυτό τον κανόνα, κάνει τώρα ένα βήμα προς τα πλάγια της πραγματικότητας που περιγράφει, δηλαδή ένα βήμα προς τα εμπρός: είναι ακόμη αρκετά κοντά της, ώστε να μην αισθάνεται ότι δεν μπορεί να τον αγγίξει, αλλά είναι ήδη και αρκετά μακριά της, ώστε να μπορεί να δει το glamour και το χάλι της να λοιδορούν το ένα το άλλο. Και να βρει σ' αυτό το αμοιβαίο γεβέντισμα τον δρόμο του οικτιρμού για τους ανθρώπους.