Εφημερίδα "Τα Νέα"

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Βιβλιοδρόμιο :: Κριτική θεάτρου

( κόκκος άμμου στην ουρήθρα :: 18-01-2003) 

Κόκκος άμμου στην ουρήθρα

Έχω κι άλλες φορές επισημάνει πόσο γόνιμο είναι θεατρικά, και κυρίως δραματουργικά, το μοτίβο του καταλύτη σ' ένα κείμενο του θεάτρου

ΚΩΣΤΑΣ ΓΕΩΡΓΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ

Όταν λέμε "καταλύτης", παραπέμποντας στο γνωστό φαινόμενο της Χημείας, εννοούμε στη μεταφορική του πλέον μεταμφίεση, τον τρόπο που ένας ξένος προς ένα σύστημα, μια ομάδα, μια πόλη, έναν ηθικό κώδικα εισβάλλει και αλλοιώνει, αλλάζει, ανατρέπει και πολύ συχνά διαλύει το παν. Τα μεγάλα έργα του θεάτρου λίγο-πολύ μια τέτοια καταλυτική δράση ενός προσώπου πάνω σ' ένα σύνολο ατόμων καταγράφουν και μελετούν τις μεταβολές που προκύπτουν. Για να μη μακρηγορώ με παραδείγματα, αναφέρω τον Οιδίποδα. Αυτός ο "ξένος" έρχεται σε μια φοβισμένη και τρομοκρατημένη πόλη, η οποία απειλείται και υποφέρει από ένα τέρας ανθρωποφάγο, το οποίο για να ηττηθεί πρέπει να λυθεί ένα αίνιγμα που θέτει, λύνει το αίνιγμα και παντρεύεται τη χήρα βασίλισσα, αφού ο βασιλιάς έχει πριν από λίγο δολοφονηθεί από έναν άγνωστο. Ο Οιδίπους - καταλύτης είναι ο φονιάς του πατέρα του, κοιμάται με τη μητέρα του και το μίασμά του σκορπίζει στην πόλη το θανατικό, για να αποδειχθεί στο τέλος πως ο "ξένος" ήταν ο πιο επίσημος οικείος!

Ο Μεφιστοφελής, εισβάλλοντας μέσα στο ερημητήριο ενός μεσαιωνικού σοφού, μεταμορφώνει το παν, ανατρέπει τον τρόπο ζωής του, το φιλοσοφικό του πιστεύω και τον ηθικό του κώδικα.

Ο Λέβμποργκ, μια αναρχίζουσα ιδιοφυΐα, εισβάλλει μέσα στον χώρο που ζει το ζεύγος Τέσμαν - Έντα Γκάμπλερ και το ρημάζει, εκμεταλλευόμενος τις ρωγμές και τα τραύματα, τα ψυχικά αδιέξοδα μιας τερατώδους επιμειξίας ενός διανοούμενου μικροαστού προτεστάντη και μιας ανδρόβουλης αμαζόνας. Ένα από τα σημαντικότερα και σαρκαστικότερα μοντέλα θεατρικού έργου με καταλύτη είναι βεβαίως "ο Επιθεωρητής" του Νικολάι Γκόγκολ. Ένας αδέκαρος φτωχοπρόδρομος δανδής καταφθάνει σε μια μικρή επαρχιακή πόλη, εκλαμβάνεται ως ο αναμενόμενος επιθεωρητής Διοικήσεως, εκείνος εκμεταλλεύεται τη σύγχυση, το γλεντάει και τραβάει το σκοινί έως τα άκρα, με αποτέλεσμα να σπάσει ο οχετός (δωροδοκίες, μίζες, ρουσφέτια, έκλυση ηθών, ασέλγειες) και να αποκαλυφθεί πως πίσω από την ένοχη αμοιβαιότητα άνομων συμφερόντων το παν ήταν σάπιο, ακόμη και το ιερότερο κύτταρο της αστικής ηθικής: η οικογένεια.

Το ίδιο αυτό σχέδιο, μεταλλαγμένο τολμηρότατα στα καθ' ημάς, ακολουθεί ο Παντελής Χορν στον αριστουργηματικό του "Σέντσα", που ανέβασε φέτος το "Εθνικό Θέατρο", 77 χρόνια από την πρώτη του παράσταση - που κατέβηκε βίαια το 1925, κάτω από καταιγισμούς αρνητικών και υποκριτικών αντιδράσεων.

Βέβαια, πριν από λίγα χρόνια το είχε πρωτοανεβάσει με ερασιτέχνες ο Δημ. Πανταζής και μόλις πέρυσι με επαγγελματίες στην Κηφισιά. Η θέση του σίγουρα ήταν στην κρατική σκηνή και νομίζω πως ήταν αποκαλυπτική η επαφή του έργου όχι μόνο από το κοινό, αλλά και από αγνοούντες το κείμενο ειδικούς (που ελάνθανε, άλλωστε, ώσπου το ανακάλυψε η Έφη Βαφειάδη, που επιμελήθηκε με επιστημοσύνη τα άπαντα του Χορν).

Ο Σέντσας (ο Άνευ) είναι ένας ζάπλουτος τραπεζίτης, ανίκανος ερωτικά, που καταφεύγει σ' ένα νησί του Αιγαίου για να κρύψει το "κάζο" του. Αφήνει να κυκλοφορήσει - και συντηρεί με κάθε τρόπο - τη φήμη πως είναι ακαταμάχητος εραστής. Κάθε παράνομη και "νόμιμη" ερωτική δραστηριότητα στο νησί αποδίδεται σ' αυτόν και ο ίδιος ξοδεύει αφειδώς χρήματα, ενισχύοντας το κοινωνικό σκάνδαλο. Επιστρατεύονται εναντίον του όλα τα μέσα και όλοι οι φορείς, οι τα "φαιά φορούντες": μικροαστοί, εκπαιδευτικοί ταγοί, εκκλησιαστικοί παράγοντες, έμποροι και το χρήμα τού καταλύτη τινάζει στον αέρα όλο το υποκριτικό και ηθικολογικό σαθρό και αμαρτωλό οικοδόμημα. Ο Χορν, με άρτια τεχνική, με ζυγιασμένη δοσολογία, με έξοχη χαρακτηρολογική παλέτα στήνει έναν μεσοπολεμικό ελληνικό μικρόκοσμο, μικρομοντέλο της ελληνικής κοινωνίας του καιρού και, δυστυχώς, όχι μόνο του καιρού. Ο συγγραφέας διαθέτει πλούσιες γνώσεις οικονομίας, κοινωνιολογίας και ψυχολογίας, γνώσεις βέβαια που μεταποιούνται ευφυώς σε θεατρική πράξη, η οποία δεν προδίδει τη θεωρητική αρματωσιά του συγγραφέα και ούτε την προβάλλει. Το έργο είναι τυπική σάτιρα ενδεδυμένη τη στολή της ηθογραφίας. Τονίζω άλλη μία φορά πως ηθογραφία δεν σημαίνει γραφικότητα. Αν πάμε στα ελληνικά θεατρικά πράγματα, τριάντα χρόνια πριν από τη συγγραφή του "Σέντσα" θα βρούμε τον έξοχο "Γενικό Γραμματέα" του Καπετανάκη, που κινείται στον ίδιο επαρχιακό και εν συνεχεία μικροαστικό μικρόκοσμο και ξεγυμνώνει με τρόπο ανελέητο την κομματική ρεμούλα, το ρουσφέτι, την κερδοσκοπία, τη δωροδοκία και τον πολιτικό εκβιασμό. Η διαφορά του τρόπου με τον οποίο ο Χορν αντιμετωπίζει το θέμα του είναι, σε αντίθεση με τον Καπετανάκη, το μοτίβο του καταλύτη.

Εκείνο που οφείλουμε να αναγνωρίσουμε είναι ό,τι ήδη υπαινίχθηκα. Πως, δυστυχώς, ύστερα από 77-80 χρόνια δεν άλλαξαν και πολύ τα πράγματα στη χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας.

Πρόσφατα ζήσαμε ένα μείζον πολιτικο-οικονομικό σκάνδαλο, όπου ένας μεταμφιεσμένος σε τραπεζίτη απατεώνας δωροδοκώντας, εξαγοράζοντας, κολακεύοντας φιλοδοξίες, ενισχύοντας και επενδύοντας σε ματαιόδοξους κατόρθωσε να διαβρώσει τον κοινωνικό μας ιστό, να αποκαλύψει αθλιότητες, να δείξει γυμνή την ηθική κενότητα και την εγκληματική διαθεσιμότητα μεγάλων ομάδων όλου του κοινωνικού φάσματος.

Ακόμη και οι ανεκδιήγητοι τρομοκράτες λειτούργησαν ως καταλύτες, πιθανόν εν αγνοία τους, αφού κάποιοι επιτήδειοι χρησιμοποιώντας τον "μύθο" τους πουλούσαν και αγόραζαν συνειδήσεις, εξέθεταν υπολήψεις και εκβίαζαν καταστάσεις.

Προσωπικά πιστεύω (και ας παρεξηγηθώ) πως οι εκβιασθέντες δεν κατέφυγαν στη Δικαιοσύνη ώστε να συλληφθούν οι εκβιαστές, όχι τόσο γιατί φοβήθηκαν, όσο γιατί ο εκβιασμός και η απόσπαση χρηματικών ποσών δίκην λύτρων είναι κάτι πολύ συνηθισμένο και σχεδόν αποδεκτό μέσο προώθησης συμφερόντων και σκοπιμοτήτων στην κοινωνία μας!

Λυπάμαι, αλλά η παράσταση του "Εθνικού", που σκηνοθέτησε - ομολογουμένως με κέφι και ρυθμό - ο Τσιάνος, δεν χρησιμοποιήθηκε ως καταλύτης που ξεγυμνώνει την εν γένει δρώσα και σήμερα κοινωνική μας συμπεριφορά. Πρόσφατα σεξουαλικά σκάνδαλα σε επαρχιακές πόλεις, με εκμαυλισμό νεαρών άφραγκων επιβητόρων εκ μέρους ματσωμένων ύπανδρων κυριών, ενυπάρχει ως μοντέλο στον "Σέντσα", όπου απομυθοποιείται η μικροαστική αλλά και η "λαϊκή" σεμνοτυφία και αποκαλύπτεται μια γενικευμένη ερωτική φαντασίωση. Ο τολμηρός Χορν κάνει σαφή υπαινιγμό στο έργο του, ακόμη και για την ευδοκιμούσα τότε (και τώρα) στην ύπαιθρο κτηνοβασία!

Δεν συμμερίζομαι την άποψη πως υπάρχουν σπέρματα Πιραντελισμού στον "Σέντσα". Ο ανίκανος που καμώνεται το κοκοράκι και παράλληλα ο γονιμότατος πραματευτής που θριαμβεύει παίζοντας το καπόνι είναι υλικό της παλαιότατης φάρσας. Δεν συμφωνώ επίσης και με τις τραβηγμένες καρικατούρες των καρατερίστικων ρόλων, παρ' όλο που οι πολύ καλοί ηθοποιοί (Δεγαΐτης, Καρακωσταντόγλου, Περζικιανίδης, Παπουτσής, Τζεβελέκος) σχεδίασαν διασκεδαστικές φιγούρες. Θέλω να επαινέσω το μέτρο τής Παντελάκη, την ευφορία τής Βλαβιανού, τον απόλυτο έλεγχο των μέσων τής Βιδάκη. Ο Σέντσας του Χρυσικάκου ήταν πρόσωπο σάτιρας, κυνικός, ψύχραιμος, τραυματικός. Μύγα μέσα στο γάλα που, έμεινε πιθανόν άσπρο, αλλά εξαιτίας της μύγας μη πόσιμο.