Εφημερίδα "Τα Νέα"

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Βιβλιοδρόμιο :: Κριτική βιβλίου

( «η ιστορία γράφεται με σπέρμα» :: 15-03-2003) 

Το νέο μυθιστόρημα του Βασίλη Γκουρογιάννη

«Η Ιστορία γράφεται με σπέρμα»

ΣΕ ΠΟΙΟΝ ΘΑ ΑΡΕΣΕ ΝΑ ΔΕΙ ΚΑΤΑΜΑΤΑ ΠΟΥ ΟΔΗΓΟΥΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΡΟΞΥΣΜΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΑΤΡΕΙΑΣ ΜΑΣ, ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΜΜΟΝΕΣ ΜΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ, ΑΠΟ ΤΟ ΠΛΕΓΜΑ ΑΝΩΤΕΡΟΤΗΤΑΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΜΕ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟΥΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ; Ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΓΚΟΥΡΟΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΕΒΑΙΝΕΙ ΣΤΟΝ ΠΑΡΘΕΝΩΝΑ ΚΑΙ ΤΟΛΜΑ ΝΑ ΜΑΣ ΕΝΟΧΛΗΣΕΙ.

ΜΙΚΕΛΑ ΧΑΡΤΟΥΛΑΡΗ

Πάντα άρεσε στον Βασίλη Γκουρογιάννη να ακροβατεί σε τεντωμένο σχοινί πάνω από την άβυσσο, χωρίς δίχτυ ασφαλείας. Να μιλά για τη σύγκρουση παράδοσης και ιστορικής αλλαγής με αιρετικό τρόπο, μέσα από μια λογοτεχνία υψηλής αισθητικής. Αυτή τη φορά όμως, βάζει ένα ακόμα πιο δύσκολο στοίχημα. Διότι σκαλίζει τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις που μας ταλανίζουν σήμερα (και θα μας απειλούν αύριο) ως έθνος και ως κοινωνία. Και τα σκαλίζει τόσο βαθιά και καίρια, ώστε σχεδόν προκαλεί δυσφορία στον αναγνώστη.

Στο καινούργιο, τρίτο, μυθιστόρημά του όλα ξεκινούν αρκετά χρόνια μετά το 2004, όταν ένα μαχητικό αεροσκάφος πετά με ιλιγγιώδη ταχύτητα ξυστά πάνω από τον Παρθενώνα που… τον έχουμε σενιάρει σαν μπιμπελό, με γύψινες και τσιμεντένιες προσθήκες και χρωματάκια, να μοιάζει με την ιδανική του εικόνα. Η βέβηλη πτήση προκαλεί τέτοιους κραδασμούς, που αποκαλύπτονται όλα τα μπαλώματα. Και οι κίονες του ναού, που είχαν επίτηδες στοιχηθεί λοξά για να δείχνουν ίσιοι στο μάτι, ισιώνουν. Άρα δείχνουν κυρτοί, οπότε, (το εύρημα είναι ευφυέστατο), θα έπρεπε να τους ξαναστραβώσουμε! Οι Τούρκοι φυσικά αρνούνται οποιαδήποτε ανάμειξη στο γεγονός, παρ' ότι τις ίδιες ημέρες είχαν προβεί σε μια επίδειξη δύναμης αποβιβάζοντας καταδρομείς στην Κω. Η διεθνής κοινότητα μένει απαθής. Ο στρατός έχει εκτεθεί, οι Ελληναράδες ξεσαλώνουν, τα ΜΜΕ αναλαμβάνουν ρόλο εισαγγελέα γενικώς, το κοινό είναι αγανακτισμένο και σε σύγχυση. Και πάνω στον Παρθενώνα, αρχαιολόγοι, συντηρητές, εργάτες, στρατιώτες-φύλακες, συγκρούονται μεταξύ τους με αφορμή την αποκατάσταση των ζημιών.

Από τη μια είναι οι «Έλληνες εξ Ελλήνων» (οι νεολογισμοί του Γκουρογιάννη είναι χαρακτηριστικοί για τα ζητήματα που θέτει) και από την άλλη οι «αλλοεθνείς ομογενείς», τα «εγγονάκια του Αλή Πασά» που έχουν πια βγάλει ελληνικά Πανεπιστήμια, ελληνικές Στρατιωτικές Σχολές, σώζουν τα αρχαία μάρμαρα αλλά και διεκδικούν δικαίωμα στην αρχαία κληρονομιά, χωρίς ωστόσο να έχουν ακόμα αναπτύξει ελληνική συνείδηση. Και πώς να την αναπτύξουν όταν οι «εξ Ελλήνων» διαρκώς τούς ξεχωρίζουν…

Ο τραυματισμένος Παρθενώνας - και τα προβλήματα που θέτει η αποκατάστασή του (ο συγγραφέας τα γνωρίζει λεπτομερώς) -, είναι μια αλληγορία για τη γεμάτη ρωγμές, πια, ελληνική ταυτότητα. Όπως στην αναστήλωση του μνημείου το στοίχημα είναι να επιτευχθεί ξανά η οπτική ευθεία αντί της γεωμετρικής, έτσι και στην καινούργια Ελλάδα, το σημαντικό δεν είναι πια να είσαι Έλληνας αλλά να νιώθεις Έλληνας κι ας μην έχεις ελληνική καταγωγή. Το «μνημείο χρειάζεται εντατική ψυχοθεραπεία», λέει χαρακτηριστικά ένας αιρετικός αρχαιολόγος (που θυμίζει τον Μανώλη Κορρέ), εννοώντας ότι ο Παρθενώνας χρειάζεται ένα νέο νόημα. Όπως καινούργιο νόημα χρειάζεται και η ελληνική ταυτότητα, από τη στιγμή που το νέο αίμα των μεταναστών κόβει τη μαγιονέζα των εθνικών μας φαντασιώσεων και διαμορφώνει μια νέα κατάσταση.

Αυτή η νέα κατάσταση πρωταγωνιστεί τελικά στη «Βέβηλη Πτήση» και όχι οι επιμέρους ήρωες, που είναι καθημερινοί άνθρωποι, φορείς συγκρουόμενων επιχειρημάτων. Είναι μάλιστα τόσο ισχυρά και πειστικά τα επιχειρήματα και των δύο πλευρών (φαίνεται ότι ο Γκουρογιάννης είναι δικηγόρος), που ο αναγνώστης παγιδεύεται: Τι φαίνεται και τι είναι προοδευτικό, τι αντιδραστικό; Τι είναι ξενοφοβικό, τι όχι; Ποια είναι η ευθεία, ποια η απόκλιση; Τι είναι νοσηρό, τι υγιές;

Ο Ηπειρώτης συγγραφέας μάς ξεβολεύει, ακροβατώντας στην κόψη του ξυραφιού. Αυτή τη φορά έχει εγκαταλείψει τη γλώσσα του μαγικού ρεαλισμού που τον ξεχώριζε και έχει υιοθετήσει μια γλώσσα σαρκαστική και ειρωνική, που την τραβά μέχρι τα άκρα, μέχρι την αμφισημία, ρισκάροντας ακόμα και να κατηγορηθεί για εθνικιστικά ολισθήματα. Πετυχαίνει, ωστόσο, τον σκοπό του: μέσα από διαλόγους σαν μαχαιριές και γρήγορη, σφιχτή πλοκή προκαλεί έναν ουσιαστικό προβληματισμό για να καταλήξει στην άποψη ότι ερήμην νόμων, ρυθμίσεων, κυρώσεων, προπαγάνδας κ.λπ. η ζωή θα βρει μόνη της τον δρόμο της. «Η Ιστορία γράφεται με σπέρμα», όπως λέει μια ηρωίδα, όταν όλο το συνεργείο ξαναβρίσκεται σε έναν μεικτό γάμο…