Εφημερίδα "Τα Νέα"

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Βιβλιοδρόμιο :: Κριτική θεάτρου

( τα μαλλιά αγγέλου είναι φιδές :: 01-03-2003) 

Τα μαλλιά αγγέλου είναι φιδές

Το θέατρο συχνά και μάλιστα από την αρχαία αττική του κοιτίδα χρειάστηκε να κάνει αυστηρή κριτική στους θεσμούς, στην εξουσία και στις ηθικές συμπεριφορές κυρίως των κυρίαρχων τάξεων.

ΚΩΣΤΑΣ ΓΕΩΡΓΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ

Και δεν αναφέρομαι μόνο στους μεγάλους κωμικούς ποιητές, τους σατυρικούς και όσους από τη φύση του θεατρικού είδους που καλλιεργούσαν ήταν υποχρεωμένοι να μαστιγώνουν τα παθολογικά συμπτώματα της κοινωνίας του καιρού τους. Αναφέρομαι και στους δραματικούς, λεγόμενους, ποιητές που προσέγγιζαν από άλλη πιο «σοβαρή» σκοπιά τα κοινωνικά ελλείμματα. Για να μείνω σε κορυφαία επιτεύγματα σταθμεύω στον Αισχύλο ο οποίος γράφει και παρουσιάζει την «Ορέστεια» (458 π.Χ.) λίγο μετά τις πολιτικές ταραχές που συντάραξαν την Αθήνα, αφού δολοφονήθηκε και ο ηγέτης της πόλης Εφιάλτης, εξαιτίας της απόφασής του να αλλάξει τελείως η στελέχωση και η δομή του θεσμού του Αρείου Πάγου, η οποία παραδοσιακά αποτελούσε συντηρητικό θεσμό στα χέρια των ολίγων. Ο Σαίξπηρ και στον «Οθέλλο» και στον «Έμπορο της Βενετίας» καταπιάνεται με τη συμπτωματολογία της ενσωμάτωσης φυλετικών μειονοτήτων σε συμπαγή φυλετικά σύνολα. Ένας μαύρος και ένας Εβραίος στη λευκή και χριστιανική κοινωνία μιας εμπορικής δημοκρατίας. Ο Ίψεν στη «Νόρα», στον «Εχθρό του Λαού», στον «Γιάννη Γαβριήλ Μπόρκμαν» αναλύει τον συμβατικό αστικό γάμο και τα ηθικά αδιέξοδα, τη λειτουργία του τύπου και την «ηθική» του τραπεζικού κεφαλαιοκρατικού συστήματος. Ο Στρίνμπεργκ επέμενε και διερευνούσε εις βάθος τις σχέσεις γυναίκας και άντρα μέσα σαφώς στα αστικά και μικροαστικά ηθικολογικά πλαίσια και τις κοινωνικές συντεταγμένες που προσδιορίζονταν από την προτεσταντική και καπιταλιστική ηθική.

Στην Ελλάδα το θέατρο τίμησε την αποστολή του αυτή. Ο Χουρμούζης, ο Σοφοκλής Καρύδης, ο Άγγελος Βλάχος, ο Ραγκαβής, ο Καπετανάκης στον 19ο αιώνα, ο Ξενόπουλος, ο Χορν, ο Μελάς, ο Τερζάκης, ο Λιδωρίκης, ο Μπόγρης, ο Ψαθάς, ο Ρούσσος και όλη η ομάδα της λεγόμενης φαρσοκωμωδίας, τα αστικά ήθη, τις μικροαστικές μιζέριες, τα κοινωνικά αδιέξοδα και τα ηθικά καρκινώματα, ατομικά και συλλογικά, μαστίγωσαν. Και μετά τον Καμπανέλλη όλοι οι σημαντικοί συγγραφείς του καιρού μας δεν άφησαν ούτε μία πτυχή του νεοελληνικού βίου χωρίς να διεισδύσουν με το νυστέρι, τον καυστήρα, το σπαθί και τον πέλεκυ.

Ο Παύλος Μάτεσις σε όλο του το έργο είναι ένας ανελέητος μαστιγωτής των μικροαστικών κυρίως ηθών. Από την αποκαλυπτική «τελετή» του έως το πρόσφατο και παιζόμενο τώρα στο θέατρο «Σημείο» «Ζητείται φύλακας άγγελος» έργο του δεν υπέκυψε ποτέ ούτε υφολογικά ούτε θεματολογικά στην ένδοξή μας ηθογραφία. Διαπνεόμενος από μια κάθετη άρνηση να δικαιολογήσει ακόμη και ιστορικά τη σύσταση του λεγόμενου νεοελληνικού ήθους ως μείγματος αρχαιοελληνικής, βυζαντινής, τουρκικής, αρβανίτικης και άλλης συνταγολογίας, αναζήτησε τα βαθύτερα ριζώματα της νεοελληνικής λεγόμενης ιδιοπροσωπίας σε στρεβλώσεις, αλλοιώσεις και φαλκιδεύσεις ποικίλης καταγωγής. Ο Μάτεσις θύει και απολύει στο αρχαίο ήθος, χωρίς σύνδρομα εθνολαγνείας, πατριδολαγνείας ή ρομαντικά. Απλώς πιστεύει πως το αρχαίο ήθος έχοντας φυτρώσει στη μαύρη πέτρα και στο ξερό χορτάρι του Σολωμού λειτουργούσε σε απόλυτη συμφωνία με το λιτό τοπίο, την αμεσότητα της επικοινωνίας, στη σωματικότητα του λόγου και στην αναφορικότητα των συμπεριφορών στο λόγο της φύσης. Κάθε ιστορική και κάθε άλλης φύσεως εγγραφή σ' αυτόν τον χάρτη δημιουργεί τερατώδη εκτρώματα. Σε ένα παλαιότερο έργο του, σπονδυλωτό, ο Μάτεσις είχε βαπτίσει αυτό το ηθικοϊδεολογικό παλίμψηστο «Μικροαστικό Δίκαιο». Πράγματι, σ' όλο του το έργο, υπονομεύει, εκθέτει, αναδομεί, γκρεμίζει, γελοιοποιεί, χλευάζει και καγχάζει μ' αυτό το σύστημα που εδράζεται στην υποκρισία, στην κρυψίνοια, τον φιλοτομαρισμό, το ταξικό μίσος, τη ματαιοδοξία, τη δίψα για εύκολο κέρδος και την απληστία που φτάνει ώς την αρπακτικότητα. Ο Μάτεσις από το «Φάντασμα του Ραμόν Νοβάρο», που ευτυχώς προσεχώς θα το απολαύσουν και οι νεώτεροι, έως τον «Φύλακα άγγελο» παρακολουθεί όχι με επιείκεια, όχι με συγκατάβαση, όχι με κατανόηση, αλλά με τιμιότητα ευσυνείδητου ανατόμου και παρατηρητικότητα μικροβιολόγου τις συμπεριφορές, τις αντιδράσεις, τα καμώματα, τις στρατηγικές που κατά καιρούς επιστρατεύει ο παγιδευμένος μέσα στα δίχτυα του συστήματος ανθρωπάκος για να τον δει εν τέλει χωρίς, πρέπει να το πώ, να προσπαθεί να τον θεραπεύσει ή να του δώσει διεξόδους διαφυγής.

Είναι σκληρή, ομολογώ, η δικαιοσύνη που επιβάλλει ο Μάτεσις στους αντι-ήρωές του. Δεν μπορεί να τους βρει ελαφρυντικά γιατί, και το αποδεικνύει στα έργα του, μόνοι τους πλέκουν το δίχτυ, μόνοι τους βγάζουν τα μάτια τους γιατί μισούν το φως της αλήθειας, κρυμμένοι στις φαντασιώσεις τους, τις ψευδαισθήσεις τους και στις ματαιόδοξες κατασκευές της πλαστής τους ιδεολογικής φενάκης.

Ιδού στο τελευταίο έργο του ένα χαζοχαρούμενο ζεύγος μικροαστών γυρίζοντας στο σπίτι του δεν το βρίσκει. Έχει δραπετεύσει, δηλαδή, το κέλυφος ασφαλείας τους, το σύμβολο ολόκληρης της μικροαστικής ηθικής. Χωρίς λοιπόν καταφύγιο, καταφύγιο θηραμάτων, αρχίζουν να χάνουν τμηματικά και συστηματικά όλα τα συστατικά στοιχεία της μικροαστικής τους ταυτότητας. Το παιδί τους, το οικείο τοπίο, τους γείτονες, την ασφάλεια των αρχών, τα μέλη τους. Γυμνώνονται, γδύνονται από τη στολή της μικροαστικής κοινωνικής αναγνωρισιμότητας. Παλιότερα, στο ρομαντισμό, οι συγγραφείς αναζητούσαν τη γύμνια της αθωότητας, αναζητούσαν την αγνότητα της παιδικότητας, έψαχναν μέσα στον άνθρωπο το χαμένο παιδί, παραπέμποντας στην ευαγγελική αφήγηση ενός θεανθρώπου που ζητούσε στήριγμα και ελπίδα στα «παιδία». Από τότε όμως και ο χριστιανισμός άλλαξε άξονα και μετατόπισε την ελπίδα στη μετά θάνατον ζωή. Παγιδευμένοι οι μικροαστοί του Μάτεσι στην ανάγκη, αναζητούν διέξοδο στη μελλοντική αγιότητα. Επικαλούμενοι τα μικροαστικά τους ήθη, αναζητώντας εύσημα της συνεπούς ηθικής τους προσαρμογής στα κατεστημένα ιδεολογήματα, απαιτούν την αναρρίχησή τους στο βάθρο της αγιοποίησης!!

Η σάτιρα, η χλεύη του Μάτεσι είναι και σκληρή αλλά ταυτόχρονα και καίρια. ΄Όταν κανείς για να κυριαρχήσει, να επιβιώσει, χρειάζεται να παραβιάσει τους νόμους της φύσης, να τους ξεζουμίσει, να καταστρέψει το περιβάλλον για να ταμπουρωθεί στο καβούκι του, στο μικρό του καταναλωτικό φρούριο και όταν όλα αυτά τα χάσει, δεν έχει παρά να εφεύρει μια δραπέτευση, μια άτακτη φυγή προς το μεταφυσικό άγνωστο.

Οι θλιβεροί μικροαστοί του Μάτεσι, απογυμνωμένοι από τη μικροαστική στολή, αναζητούν τα φωτοστέφανα και τα φτερά των αγγέλων, αλλά διαπιστώνουν πως η πτεροφυΐα καταντά μασκαραλίκι και η παραγγελία, συμφέρουσας κατά τα ήθη της μικροαστικής ζωής, μεταφυσικής βολής είναι ένας τραγικός Καρνάβαλος.

Εκείνο που είναι πάντως τραγικότερο στο έργο του Μάτεσι είναι η παρατήρηση πως η σωτηρία για τη μορφή ενός υιού του ανθρώπου είναι δίπλα μας και την προσπερνούμε, όπως δίπλα μας σωματικά είναι η μητρική κοιτίδα και την μετατρέπουμε σε θυσιαστικό συμβολισμό. Στο θέατρο «Σημείο», το έργο του Μάτεσι βρήκε σπουδαία υποδοχή. Ο σκηνοθέτης Νίκος Διαμαντής το διάβασε και το δίδαξε πιστά, χωρίς σκηνοθετισμούς και εντυπωσιακά ευρήματα. Τόνισε τον σαρκαστικό του πυρήνα, αποκάλυψε τις κωμικοτραγικές του πτυχές και κυρίως πρόβαλε τον καταιγιστικό ρυθμό του που οδηγεί τη δράση καλπάζοντας προς μια μη τραγική κάθαρση, καλύτερα προς μια τραγική μη κάθαρση. Ο Πάτσας με ευτελή υλικά έκανε ένα αισθητικό σκηνικό, απροσδιόριστο σκηνικό χώρο. Η Πρίτσα θεατρικότατα κοστούμια.

Ο Κώστας Καστανάς αποκάλυψε έναν κρυμμένο έξοχο και θλιβερό κλόουν μέσα στην εκπληκτική του τεχνική περιουσία. Η Ιωάννα Μακρή διέγραψε με θαυμάσιες αποχρώσεις το παγιδευμένο, χαζοχαρούμενο μικροαστικό θηλυκό σύμπαν του Μάτεσι. Η Σγουρδαίου με κύρος συμβόλισε τη Μητέρα. Ο Κώστας Κάππας ωραία φιγούρα και παρουσία και συνεπείς στη σκηνοθετική γραμμή οι παρεμβάσεις των Ρεμούνδου, Κυριακού και Βελέντζα.