Εφημερίδα "Τα Νέα"

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Βιβλιοδρόμιο :: Κριτική βιβλίου

( ο έρωτας του ντ' αλαμπέρ και άλλα παθήματα :: 01-03-2003) 

Ο έρωτας του Ντ' Αλαμπέρ και άλλα παθήματα

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ

Στο πρόσφατο βιβλίο του Μεταμοντερνισμός και λογοτεχνία, ο Νάσος Βαγενάς υποστηρίζει ότι μπορεί να υπάρχει μεταμοντέρνα θεωρία της λογοτεχνίας, αλλά δεν μπορεί να υπάρξει μεταμοντέρνα λογοτεχνία, αυστηρώς ειπείν· γιατί λογοτεχνία σημαίνει οργανική μορφή, και αυτή την οργανικότητα ο μεταμοντερνισμός την απορρίπτει. Ο ισχυρισμός φαίνεται δικαιολογημένος. Τα περισσότερα έργα, άλλωστε, που κατατάσσονται στη μεταμοντέρνα λογοτεχνία υπονομεύουν μια οργανωμένη αφήγηση με μηχανισμούς που υποδεικνύουν την απατηλότητά της, με την παρώδηση κ.λπ. Βέβαια, πρόκειται για μια ανατρεπτική τακτική που δηλώνει μάλλον αδυναμία παρά δύναμη: ο μεταμοντέρνος συγγραφέας δεν πιστεύει πως οι διαθέσιμες, οι ιστορικές αφηγηματικές μορφές εκφράζουν κάτι αυθεντικό, γι' αυτό τις υπονομεύει, αλλά ταυτόχρονα νοσταλγεί την πίστη στην αυθεντικότητά τους, γι' αυτό τις αναπαράγει.

Μήπως, όμως, μπορεί να υπάρξει μια λογοτεχνία που, ας το πούμε έτσι, γεωμετρεί το χάος του μεταμοντέρνου, κατακερματισμένου σύμπαντος, που αντιπαραθέτει κομμάτια αυτού του σύμπαντος με τέτοιον τρόπο ώστε να προκύπτει η αίσθηση μιας, έστω δυσδιάκριτης, καινούργιας νοηματικής δομής; Ναι, μοιάζει να απαντάει με την Αρχή του Ντ΄ Αλαμπέρ ο Andrew Crumey (Κρούμι και όχι Κράμι, αφού πρόκειται για Σκωτσέζο), από τους νέους εκπροσώπους του «μεταμοντέρνου» στη βρετανική λογοτεχνία. Και όσο πιο πειστική, αφηγηματικά, φαίνεται η απάντησή του, τόσο ερεθιστικότερες είναι οι απορίες που γεννάει στο μυαλό τού αναγνώστη αυτό το παράξενο μυθιστόρημα.

Ο Σκωτσέζος συγγραφέας Άντριου Κρούμι

Η αρχή του Ντ' Αλαμπέρ αποτελείται από τρία εντελώς ανόμοια μέρη, που εκ πρώτης όψεως συνδέονται πολύ χαλαρά μεταξύ τους και μπορούν να διαβαστούν σαν τρία διαφορετικά αφηγήματα. Ωστόσο, το πρώτο και εκτενέστερο από αυτά, που δίνει και τον τίτλο του στο βιβλίο, μας επιβάλλει να διαβάσουμε τα επόμενα δύο κάτω από το δικό του πρίσμα. Γιατί; Έχουμε εδώ ένα από τα παράδοξα της μεταμοντέρνας λογοτεχνίας (ας διατηρήσουμε συμβατικά τον όρο, παρά τις εύλογες αντιρρήσεις του Βαγενά). Διότι αυτό το πρώτο μέρος, με την κλασικότροπη, συμπαγή αφήγηση και τους παλαιικά ρωμαλέους χαρακτήρες, αφ' ενός αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη, αφ' ετέρου τον κάνει να περιμένει μια ανατροπή, μια αλλαγή οπτικής γωνίας, που θα συμπληρώσει και θα «εκσυγχρονίσει» την εικόνα, θα την τοποθετήσει στον ορίζοντα των προβληματισμών της δικής μας εποχής.

Έχουμε, λοιπόν, σ' αυτό το πρώτο μέρος τον Ζαν Λε Ρον Ντ' Αλαμπέρ, ένδοξο μαθηματικό και φιλόσοφο, ψυχή της περίφημης «Εγκυκλοπαίδειας» μαζί με τον Ντιντερό, να αναπολεί, λίγες ώρες πριν πεθάνει, το τελευταίο του όνειρο, ένα όνειρο που ήταν η ανακεφαλαίωση της ζωής του. Απομονωμένος εδώ και χρόνια στο διαμέρισμά του μέσα στο Λούβρο, ψυχικά τσακισμένος, προσπαθεί να ξεδιαλύνει ένα αίνιγμα με μεγάλη προσωπική σημασία γι' αυτόν, για το οποίο όμως η φιλοσοφία του δεν τον είχε προετοιμάσει. Πατριάρχης του Διαφωτισμού, ακραιφνής ρασιοναλιστής, πεπεισμένος - ώς αυτή την ύστατη στιγμή - ότι τα πάντα λειτουργούν αιτιοκρατικά και μπορούν να αναχθούν σε μαθηματικούς τύπους, δεν κατάφερε να αντιληφθεί ότι η γυναίκα πλάι στην οποία έζησε ολόκληρα χρόνια, ο μόνος έρωτας της ζωής του, είχε δοσμένη αλλού την καρδιά της. Κι ενώ ο Ντ' Αλαμπέρ ψυχορραγεί πασχίζοντας να καταλάβει, ένας άγνωστος καταφθάνει στο σπίτι του, παραδίνει στην υπηρέτριά του ένα χειρόγραφο και της ανακοινώνει με τον πιο βάναυσο τρόπο ότι εκεί περιέχεται η ανασκευή της φιλοσοφίας του κυρίου της. Αυτό το χειρόγραφο, που επιγράφεται Κοσμογραφία, παρατίθεται στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, έπειτα από μια εισαγωγή του συγγραφέα. Υποτίθεται ότι είναι το μόνο σωζόμενο έργο ενός σκιώδους Σκωτσέζου φιλόσοφου του 18ου αιώνα, ονόματι Μάγκνους Φέργκουσον. Ο Φέργκουσον κήρυττε την ενδεχομενικότητα των πραγμάτων και πίστευε πως υπάρχουν κόσμοι στους οποίους οι επιλογές που δεν κάναμε, οι πορείες που θα μπορούσε να ακολουθήσει, αλλά δεν ακολούθησε η ζωή μας στις διάφορες καμπές της πραγματοποιούνται από παράλληλους εαυτούς μας. Στην Κοσμογραφία του, ο φιλόσοφος αποσπάται από το πλοίο του στη διάρκεια μιας καταιγίδας, ανυψώνεται και μεταφέρεται στο διάστημα. Επισκέπτεται πρώτα τη Σελήνη κι έπειτα τους πλανήτες του ηλιακού συστήματος, όπου όσα βλέπει επιβεβαιώνουν τη θεωρία του. Επιστρέφοντας στη Γη, διαπιστώνει ότι ο γήινος εαυτός του και το γήινο περιβάλλον του τού είναι ξένα, αφού ανήκουν σ' έναν άλλο κόσμο, όπου η ζωή του πήρε διαφορετική κατεύθυνση.

Στο τρίτο μέρος, με τίτλο «Ιστορίες από το Ράινσταντ», ένας ευυπόληπτος χρυσοχόος αυτής της φανταστικής πόλης κι ένας ζητιάνος καταλήγουν, από μια κωμική παρεξήγηση, στο κρατητήριο για προσβολή των ηθών. Για να περάσει η ώρα και, προπαντός, για να καταλαγιάσει η αγωνία του, ο χρυσοχόος βάζει τον ζητιάνο να του διηγείται ιστορίες από τη ζωή του, πρόθυμος μάλιστα να τον πληρώσει γι' αυτό. Ο ζητιάνος αποδεικνύεται ικανότατος, αλλά και δόλιος αφηγητής, γιατί αναιρεί κάθε τόσο την αυθεντικότητα και το νόημα των συναρπαστικών διηγήσεών του, πράγμα που εκνευρίζει τον χρυσοχόο, ο οποίος θέλει να ακούσει ατόφιες και «στρωτές» ιστορίες με ξεκάθαρο επιμύθιο. Αυτό το τρίτο μέρος θα ήταν ολωσδιόλου ασύνδετο με τα δύο προηγούμενα, αν δεν υπήρχε μια μικρή εμβόλιμη λεπτομέρεια: σε μια από τις διηγήσεις του ζητιάνου, ένας άνθρωπος που έχει χάσει τη μνήμη του περιφέρεται κουβαλώντας έγγραφα με μυστηριώδη προέλευση, και ανάμεσά τους βρίσκεται μια θυμωμένη επιστολή, που, όπως καταλαβαίνουμε αμέσως, είχε παραλήπτη τον Ντ' Αλαμπέρ και αποστολέα τον άγνωστο που επρόκειτο να παραδώσει στην υπηρέτριά του το χειρόγραφο της Κοσμογραφίας.

Ενώ ο Ντ' Αλαμπέρ πασχίζει να καταλάβει γιατί η γυναίκα που αγάπησε έδωσε αλλού την καρδιά της, ένας Σκωτσέζος φιλόσοφος ταξιδεύει στο διάστημα, όπου επισκέπτεται τους πλανήτες του ηλιακού συστήματος

Ο ψίθυρος του Μπόρχες ακούγεται ολοκάθαρα στις «Ιστορίες από το Ράινσταντ». Όπως, άλλωστε, η Κοσμογραφία απηχεί αφ' ενός τα Κοσμοκωμικά του Καλβίνο, αφ' ετέρου μια χαρακτηριστική τάση στη λογοτεχνία του 17ου και κυρίως του 18ου αιώνα: τα ταξίδια σε φανταστικούς κόσμους ως πρόσχημα για να αναπτύξει ο συγγραφέας με παραστατικότερο τρόπο φιλοσοφικές, ηθικές κ.λπ. απόψεις του. Αλλά μήπως και ολόκληρη η «τριλογία» της Αρχής του Ντ' Αλαμπέρ δεν μπορεί να διαβαστεί σαν σύνοψη της ιστορίας της νεότερης λογοτεχνίας; Από το αιτιοκρατικό αφηγηματικό σχήμα του κλασικού μυθιστορήματος στην ενδεχομενικότητα και την πολλαπλασιασμένη συνείδηση που χαρακτηρίζουν τη νεωτερική λογοτεχνία, και από εκεί στο μεταμοντέρνο σύμπαν αφηγήσεων που δεν έχουν νοηματικό κέντρο ή κέντρα και λοιδορούν κάθε αξίωση αυθεντικότητας.

Η ιστορία της λογοτεχνίας δεν είναι βέβαια ξεκομμένη από την ιστορία των ιδεών. Στο διάστημα των τελευταίων τριών αιώνων, το εκκρεμές της φιλοσοφίας, αλλά και του λεγόμενου «πνεύματος της εποχής», κινήθηκε από το ένα άκρο της ταλάντωσής του ώς το άλλο: από τον ορθολογισμό ώς την αποδόμηση, από τον μηχανοκρατικό υλισμό ώς τον πνευματισμό του New Age, από την αναγκαιότητα ώς την τύχη. Το μυθιστόρημα, ως είδος, κρίνει τις ιδέες πάντοτε με μέτρο την ανθρώπινη πραγματικότητα - αυτή είναι η δικαιοσύνη του, που γνωρίζει και από αυστηρότητα και από επιείκεια. Η ακραία ρασιοναλιστική φιλοσοφία του Ντ' Αλαμπέρ δέχεται ισχυρό πλήγμα από τη θλιβερή ερωτική ιστορία του. Αν, όμως, ο Ντ' Αλαμπέρ είναι μια τραγική και τελικά συμπαθητική μορφή, ο φιλοσοφικός αντίποδάς του, ο Μάγκνους Φέργκουσον, μάλλον διακωμωδείται για τις έσχατες συνέπειες των ιδεών του, όπως π.χ. στη συζήτησή του (ο Θεός, δηλαδή, να την κάνει συζήτηση) με τον γηραιό πυργοδεσπότη, όπου οι δυο τους αδυνατούν να συνεννοηθούν ακόμη και για τα προφανή, γιατί ο καθένας τους δέχεται ότι ο άλλος υπάρχει μόνο μέσα στο μυαλό του.

Και οι δύο φιγούρες στις «Ιστορίες από το Ράινσταντ», ο χρυσοχόος με τον απλοϊκό κοινό νου και ο «μεταμοντέρνος» ζητιάνος; Η κατάστασή τους θυμίζει εκείνη της Σεχραζάτ στις Χίλιες και μια νύχτες: ιστορίες που λέγονται για να απομακρύνουν μια φοβερή απειλή, στην προκειμένη περίπτωση την αίσθηση μιας τέτοιας απειλής. Να υποφώσκει άραγε εδώ ένα σχόλιο για τη μετανεωτερική κατάσταση της λογοτεχνίας, και γενικά του κόσμου μας; Μύθοι χωρίς αξία αλήθειας, στους οποίους εντρυφούμε με φαινομενική ελαφρότητα, στην πραγματικότητα όμως για να ξεχάσουμε τον τρόμο του κενού που άφησε πίσω του το τέλος των «μεγάλων αφηγήσεων»;

Ο κύριος Γκόλντμαν, ο χρυσοχόος του Ράινσταντ, αποφάσισε για μια φορά στη ζωή του να παραβεί τις καθημερινές του συνήθειες και ξεπόρτισε για να κάνει μια άσκοπη βόλτα στην πόλη. Το αποτέλεσμα ήταν να βρεθεί φυλακισμένος για προσβολή της δημόσιας αιδούς και αντιμέτωπος με τις σπαζοκεφαλιές του πανούργου ζητιάνου. Αυτά παθαίνουν όσοι δεν αρκούνται στην ασφάλεια του σπιτιού και της δουλίτσας τους…