Εφημερίδα "Τα Νέα"

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Βιβλιοδρόμιο :: Κριτική βιβλίου

( μαθήματα μάνατζμεντ και... βιολογίας :: 22-02-2003) 

Μαθήματα μάνατζμεντ και… βιολογίας

Όταν ένα βιβλίο που γράφεται από ανώτατο διευθυντικό στέλεχος μεγάλης πολυεθνικής εταιρείας φιλοξενεί ονόματα φιλοσόφων, μαρξιστών ιστορικών, ποιητών, ψυχολόγων και ψυχαναλυτών (όπως οι Sartre, Βraudel, Μachado, Ρiaget, Winnicott ), δεν μπορεί παρά να προκαλεί την περιέργεια ή να γεννά καχυποψία

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΕΣΜΑΖΟΓΛΟΥ

Πράγματι, το βιβλίο του Arie de Geus, που σταδιοδρόμησε επί 38 χρόνια στη Royal Dutch/Shell, κεντρίζει πολλαπλώς τον αναγνώστη: διότι αποτελεί απόσταγμα εμπειρίας και στοχασμού, αλλά και, υποπτεύομαι, μιας εντελώς κατανοητής ανθρώπινης ανάγκης έκφρασης του συγγραφέα. Στις διακόσιες σελίδες ο συνταξιούχος πλέον μάνατζερ ξεσπάει, ξεσπαθώνει, ίσως και να ξεδίνει.

«Business; Management; Πιφ-πιφ. Παρακατιανά πράγματα! Δεν είναι για μένα αυτά». Μέσα στη στενόμυαλη ανοιχτομυαλοσύνη μου, θα αντιπαρερχόμουν το εν λόγω βιβλίο αν δεν μου το επισήμαινε ένας φίλος και συνάδελφος οικονομολόγος. Διότι στα μάτια μου, οι ασχολούμενοι με τη διοίκηση επιχειρήσεων δεν ενδιαφέρονται να εμβαθύνουν στο οικονομικό γίγνεσθαι, αλλά να βγάλουν λεφτά. Ή, για την ακρίβεια, ενδιαφέρονται να το κατανοήσουν, στον βαθμό που αυτό τους βοηθάει να βγάλουν λεφτά.

Έχοντας θητεύσει στην ακαδημαϊκή μικρο-οικονομία, με τις καμπύλες προσφοράς και ζήτησης και τα υποδείγματα συμπεριφοράς των διαφόρων αγορών, αλλά και στη μαρξιστική πολιτική οικονομία, δεν μπορούσα παρά να βλέπω με καχυποψία έναν συνταξιούχο μάνατζερ πολυεθνικής εταιρείας. Ωστόσο, αυτή η διαφορετική ματιά, η εκ των έσω, στον κόσμο των επιχειρήσεων έχει ενδιαφέρον - αν και θα ήταν προτιμότερο ένα πιο σύντομο και συνεκτικό κείμενο, χωρίς τόσους πλατειασμούς και επαναλήψεις.

Κατά τον συγγραφέα, μια εταιρεία είναι ένας ζωντανός οργανισμός (μας το υπενθυμίζει δεκάδες φορές): απασχολεί ανθρώπους οι οποίοι έχουν γνώσεις, μαθαίνουν και τις εμπλουτίζουν στην πορεία. Ο δε στόχος της επιβίωσης μιας επιχείρησης αντιτίθεται στη στενή βραχυπρόθεσμη κερδοφορία. Με άλλα λόγια, το βιβλίο υπονομεύει την απλουστευτική αντίληψη της νεοκλασικής μικροοικονομίας όπου η εταιρεία δεν κάνει τίποτε άλλο (και δεν πρέπει να κάνει τίποτε άλλο) από το να μεγιστοποιεί τα κέρδη της. Τίθεται δηλαδή το θεμελιώδες ερώτημα του χρονικού ορίζοντα: Ποια κέρδη; Τα φετινά, της ερχόμενης πενταετίας, δεκαετίας ή σε ένα ακόμα μεγαλύτερο βάθος χρόνου; Βασιζόμενος σε έρευνα που χρηματοδοτήθηκε από την ίδια τη Shell και είχε ως αντικείμενο τη βιωσιμότητα των μεγάλων επιχειρήσεων, ο Ολλανδός συγγραφέας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι επιτυχημένες εταιρείες (δηλαδή αυτές που επέζησαν για δεκαετίες ή και αιώνες) κατάφεραν να αντεπεξέλθουν στις αλλαγές του περιβάλλοντός τους χάρη σε μια βιολογικού τύπου προσαρμοστικότητα και ικανότητα μάθησης, αφομοίωσης, αλλά και πρόβλεψης. (Τα κομμάτια που αναφέρονται στην ανάγκη της ανθρωπότητας - και ειδικότερα των επιχειρήσεων - για πρόβλεψη του μέλλοντος είναι εξόχως ζωντανά και διαφωτιστικά). Το κείμενο διαπνέεται από ένα είδος δαρβινικής προσέγγισης, απόρροια της οποίας είναι μια ανθρωποκεντρική ματιά όπου το λεγόμενο «ανθρώπινο κεφάλαιο» παίζει εξέχοντα ρόλο και, ως εκ τούτου, πρέπει να αντιμετωπίζεται με τη δέουσα προσοχή. Όλα αυτά δίνονται με μια γενναία δόση γλαφυρότητας, αλλά και φλυαρίας: μεταφορές, παραλληλισμοί, παντοειδείς παραβολές. Δημογραφικοί όροι όπως «παιδική θνησιμότητα» και «φυσικός μέσος όρος ζωής» για τις επιχειρήσεις. Μεταφορές από την κηπουρική (κλάδεμα τριανταφυλλιάς). Έννοιες όπως μικρόβια, μολύνσεις και παράσιτα για να περιγραφεί η εσωτερική δυναμική των εταιρειών και οι κίνδυνοι από τις εξαγορές ή συγχωνεύσεις.

Οι συγκεκριμένες πληροφορίες και τα παραδείγματα εντάσσονται στα ισχυρά σημεία του βιβλίου. Οι εμπειρίες της Shell στη Βραζιλία μέσα στο περιβάλλον μιας καχύποπτης κοινής γνώμης που απεχθανόταν τις πολυεθνικές, ή στη Νότιο Αφρική, μεσούντος του απαρτχάιντ, ή στην επαναστατική Αγκόλα και Αιθιοπία της δεκαετίας του 1970, είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικές: δείχνουν πώς σκέφτονται και αποφασίζουν τα ανώτατα κλιμάκια των πολυεθνικών εταιρειών.

Τέλος, στο βιβλίο παρεισφρέει η δύσκολη σχέση και ένταση ανάμεσα στους μάνατζερ και τους μετόχους των επιχειρήσεων: σημείο των καιρών. Πλανάται όμως, κατ' εμέ, και κάποιο άλλο φάντασμα που παραδόξως δεν κατονομάζεται: αυτό του Joseph Schumpeter, επινοητή του εύγλωττου όρου «δημιουργική καταστροφή», o οποίος περιγράφει την αέναη καπιταλιστική διαδικασία καταστροφής ολόκληρων κλάδων και θανάτωσης επιχειρήσεων που οδηγεί στη γέννηση άλλων, τεχνολογικά πιο σύγχρονων. Ο Α. de Geus δίνει την εντύπωση ότι αντιπαλεύει (ή πάντως προσπαθεί να εσωτερικεύσει) αυτήν ακριβώς τη νομοτέλεια, διερευνώντας τρόπους προσαρμογής των εταιρειών στο μεταβαλλόμενο περιβάλλον, με σκοπό την επιβίωσή τους.

«ΓΙΑΤΙ ΦΥΓΑΤΕ;»

«Είσαστε δειλοί» είπε ο στρατηγός επαναστάτης, «φύγατε από τη χώρα».

«Και βέβαια» τού απάντησα. «Κινδύνευαν οι άνθρωποί μας. Όταν εισβάλατε πυροβολώντας στην πρωτεύουσα, Λουάντα, ήμασταν αναγκασμένοι να φύγουμε». «Μπορεί», είπε, «αλλά είσαστε η Shell. Είσαστε μεγάλοι, ό,τι κάνετε γίνεται γνωστό. Κυρίως όμως δεν πρέπει να κάνετε πολιτική. Φεύγοντας, δώσατε το εναρκτήριο λάκτισμα για μια γενική φυγή από την Αγκόλα». Ήταν αλήθεια. Στη δεκαετία του 1970 υπήρξε ένα τεράστιο κύμα επιστροφής από την Αγκόλα στη Λισαβώνα. Από τη στιγμή που έφυγε η Shell, όποιος είχε πορτογαλικό διαβατήριο ήθελε να φύγει. Μέσα σε μια νύχτα, η μεσαία τάξη της Αγκόλα εξαφανίστηκε.