Εφημερίδα "Τα Νέα"

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Βιβλιοδρόμιο :: Κριτική βιβλίου

( μαιγκρέ: παγίδα made in usα :: 08-02-2003) 

100 χρόνια από τη γέννηση του Ζορζ Σιμενόν

Μαιγκρέ: Παγίδα made in USΑ

Ο Μαιγκρέ συνταξιούχος, κατά λάθος ΝεοΫορκέζος και λιγάκι μισογύνης. Όπως δηλαδή και ο Ζορζ Σιμενόν, ο δημιουργός του, που γεννήθηκε πριν από 100 χρόνια και έγραφε για πολύ καιρό, ένα μυθιστόρημα κάθε τρεις μέρες

ΜΑΝΩΛΗΣ ΠΙΜΠΛΗΣ

Τις περισσότερες πίπες του ήταν η γυναίκα του που τις αγόραζε, μία φορά τον χρόνο, στη γιορτή του. Εκείνος πάντως την ξεχνούσε εύκολα όταν εκτελούσε αποστολή. Όπως, για παράδειγμα, όταν ήταν στη Νέα Υόρκη. Είχαν συμβεί ήδη αρκετά - και συγκλονιστικά - πράγματα από τότε που είχε φτάσει. Είχαν περάσει μέρες. Και "ξαφνικά, έτσι, χωρίς λόγο, του ήρθε η επιθυμία να γράψει στην κυρία Μαιγκρέ και επέστρεψε στο ξενοδοχείο του".

Η σχέση του επιθεωρητή Μαιγκρέ με τις γυναίκες είναι αμφιλεγόμενη. Όπως και του δημιουργού του, του Βέλγου συγγραφέα Ζορζ Σιμενόν. Οι γυναίκες, τις περισσότερες φορές, παίζουν δευτερεύοντα ρόλο στο έργο του. Αυτό βέβαια δεν αλλοιώνει την αξία των ιστοριών του. Έχουν περάσει πια 13 χρόνια από τον θάνατό του, φέτος όμως τα φώτα στρέφονται ξανά στα γραπτά του, επειδή στους ανθρώπους αρέσουν οι αριθμοί. Σε λίγες μέρες, την Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου, κλείνουν 100 χρόνια από τη γέννησή του. Τα αφιερώματα στον ξένο Τύπο εκτενή, ο Gallimard αποφάσισε να εκδώσει τα βιβλία του στη σειρά Πλειάδες, εκεί που διαγκωνίζονται να μπουν, ζώντες ή τεθνεώτες, οι σπουδαιότεροι συγγραφείς του καιρού μας.

Στην Ελλάδα, το έργο του σκαλίσματος της μνήμης το ανέλαβε η "Άγρα". Προγραμματίζει έξι τίτλους, ο πρώτος από τους οποίους, "Ο Μαιγκρέ στη Νέα Υόρκη", ήδη κυκλοφόρησε στα βιβλιοπωλεία. Συνταξιούχος πια, ο επιθεωρητής Μαιγκρέ διακόπτει μια παρτίδα μπιλότ στο καφέ Σεβάλ Μπλαν, για να υποδεχθεί έναν απρόσμενο επισκέπτη. Ο Ζαν Μορά, ανήλικος γιος ενός Γάλλου που εγκατέλειψε τη Γαλλία ως βιολιστής και πήγε στην Αμερική όπου έγινε μέγας επιχειρηματίας, ανησυχεί για τον μεγιστάνα μπαμπά του. Πιστεύει ότι ο Λιτλ Τζον, όπως αποκαλούν οι Αμερικανοί τον πατέρα του λόγω έλλειψης ύψους, κινδυνεύει. Και πείθει τον Μαιγκρέ - πώς τα κατάφερε, άραγε; - να αφήσει την ήσυχη ζωή του στο Μενγκ σιρ Λουάρ για να πάει, στα 56 του χρόνια, σε μια Νέα Υόρκη που δεν έχει δει ποτέ του και με τα αγγλικά του σχολείου που έχει ξεχάσει. Μόλις το υπερωκεάνιο έφθασε στο λιμάνι της Νέας Υόρκης, ο μικρός Ζαν με τον οποίο συνταξίδευε, έγινε καπνός.

Ο Ζορζ Σιμενόν το 1954, φωτογραφημένος στο σπίτι του, στο Κονέκτικατ, από τον Έριχ Χάρτμαν

Στο ξενοδοχείο όπου έμενε ο Λιτλ Τζον, έπρεπε να περάσει πρώτα από έναν γραμματέα-τοίχο με ύποπτο ρόλο. Τα ψυχρά μάτια του μεγιστάνα επίσης δεν προοιωνίζονταν τίποτα το καλό. Ο Μαιγκρέ όμως έχει τον τρόπο του. Έχει τον αστυνόμο Ο' Μπράιαν, γνωστό του από παλιές, ένδοξες μέρες, έχει βοηθό ανάγκης έναν ντετέκτιβ που όταν πίνει βάζει τα κλάματα - τουλάχιστον μιλάει γαλλικά -, έχει βρει και ένα ξενοδοχείο που του θυμίζει Παρίσι. Επομένως τα έχει όλα. Σε λίγο έρχεται και ο πρώτος φόνος - να πάρει, θα τον είχε προλάβει αν δεν έμπαινε στον πειρασμό να αγοράσει μια πίπα. Όλοι τον σπρώχνουν να φύγει, όμως εκείνου κάτι μέσα του του λέει να μείνει…

Ο Ζορζ Σιμενόν πάντοτε εκνευριζόταν που τον ταύτιζαν με το νουάρ μυθιστόρημα. Και είναι αλήθεια ότι έχει γράψει περίπου τα πάντα. Αλλά για κάποιο λόγο που ούτε εκείνος έμαθε ποτέ, ο Μαιγκρέ έγινε δεύτερο πετσί του. Ξεκίνησε το γράψιμο στα δεκάξι. Είχε μόλις εγκαταλείψει το σχολείο διότι ένας γιατρός του είπε ότι ο πατέρας του θα πεθάνει σε κανα-δυο χρόνια και πρέπει να δουλέψει. Έγινε και δημοσιογράφος στην "Γκαζέτ" της Λιέγης, ψάχνοντας στις αστυνομικές αναφορές "αν κανένα αυτοκίνητο πάτησε σκύλο". Εκ των υστέρων θυμήθηκε, όπως είπε σε συνέντευξή του στο γαλλικό ραδιόφωνο, ότι ο Μαιγκρέ ταίριαζε σε μια ιδιαίτερη φιγούρα: όταν είχε κλείσει τα έξι του χρόνια, ο παππούς του άρχισε να τον παίρνει μαζί του στα καθημερινά του μπάνια - έξι το πρωί! - στο ποτάμι. Ανάμεσα στους φίλους της παρέας του ήταν και ένας αστυνομικός που έλεγε ιστορίες και ο μικρός Ζορζ άκουγε εκστατικός.

Ωστόσο τη συγγραφική του καριέρα την άρχισε με κοινωνικοαισθηματικά μυθιστορήματα του κιλού. Ακόμη και πολύ μετά, μιλούσε πολύ άνετα και σχεδόν υπερήφανα για εκείνη την εποχή της ζωής του. Έγραφε ένα κάθε τρεις μέρες - ο Σιμενόν υπήρξε ένα φαινόμενο ταχύτητας. Κάποτε μια εφημερίδα του ζήτησε να γράψει μυθιστόρημα σε κοινή θέα, μέσα σε γυάλινο κλουβί. Είχε δεχθεί και είχε υπογράψει, ωστόσο το σχέδιο δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ - όχι από δικό του φταίξιμο. Είχε γράψει κάπου 250 μυθιστορήματα με ψευδώνυμο, ωστόσο δεν θεωρούσε ακόμη τον εαυτό του ικανό συγγραφέα. Το αστυνομικό μυθιστόρημα το θεώρησε ένα λίγο ψηλότερο σκαλοπάτι στην πορεία του προς τη συγγραφή - φαίνεται και από το ότι στον κάθε Μαιγκρέ αφιέρωνε τουλάχιστον ένα δεκαήμερο! Εδώ θα πρέπει να πούμε ότι το "Ο Μαιγκρέ στη Νέα Υόρκη" ανήκει στα αστυνομικά του της ύστερης περιόδου. Αφού είχε περάσει μια τριετία (1929-1932) που έγραφε μόνο Μαιγκρέ, τον άφησε για κάποια χρόνια και όταν τον ξανάπιασε - την εποχή που έγραφε πιο… "σοβαρά" μυθιστορήματα -, δεν έγραφε πάνω από ένα τον χρόνο. Στη Νέα Υόρκη αποφάσισε να τον στείλει το 1969, όταν πια, για να μην τον σκοτώσει και αναγκαστεί να τον ξαναφέρει στη ζωή, όπως έκαναν με τους ήρωές τους ο Κόναν Ντόιλ και η Αγκάθα Κρίστι, τον παρουσίαζε συνταξιούχο και περιστασιακά μόνο ασχολούμενο με τα μυστήρια του εγκληματολογικού.

ΤΙ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ Ο ΜΕΤΡ;

"Πριν βρει το ξενοδοχείο που του ταίριαζε, είχε εγκατασταθεί στο Σεν Ρεζίς της 5ης Λεωφόρου, όπου έμενε και ο Τζον Μορά.

Τηλεφωνεί για το πρωινό του: - Δεσποινίς, θα ήθελα το πρωινό μου… Πρωινό, μάλιστα… Εε;… Δεν καταλαβαίνετε;… Καφέ… Του έλεγε κάτι που δεν κατάφερνε να καταλάβει. - Σας ζητώ το πρωινό μου! Νόμισε ότι έκλεισε, αλλά τον συνέδεσε με κάποια άλλη γραμμή όπου μια καινούργια φωνή ανήγγειλε: - Ρουμ σέρβις…

Μα φυσικά, ήταν πολύ απλό, αλλά βέβαια έπρεπε να το γνωρίζει και, προς στιγμήν, τα είχε βάλει με όλη την Αμερική που δεν είχε τη στοιχειώδη ιδέα να εγκαταστήσει κουδούνια στα δωμάτια των ξενοδοχείων. Και σαν να μην έφτανε αυτό, όταν χτύπησαν την πόρτα ήταν μέσα στο μπάνιο και δεν πάει να ούρλιαζε "Περάστε", αυτοί συνέχιζαν να χτυπούν. Δεν μπόρεσε να αποφύγει, μούσκεμα όπως ήταν, να φορέσει τη ρόμπα του, και να πάει ν' ανοίξει, γιατί είχε βάλει τον σύρτη. Τι περίμενε ο μετρ ντ' οτέλ; Μάλιστα, έπρεπε να του υπογράψει μια απόδειξη. Αλλά και τι άλλο; Γιατί ο μετρ ντ' οτέλ κοντοστεκόταν και περίμενε, κι ο Μαιγκρέ κατάλαβε επιτέλους ότι περίμενε το φιλοδώρημά του. Και τα ρούχα του πεταμένα στο πάτωμα!".