Εφημερίδα "Μακεδονία"

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Πολιτική :: Ανεπτυγμένη είδηση-αφήγηση

( σκέψου συνολικά, δράσε τοπικά ) 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ

Σκέψου συνολικά, δράσε τοπικά

Σε κρίσιμη καμπή βρίσκεται το οικολογικό κίνημα, που καλείται να ενεργοποιήσει ξανά τους πολίτες, καταθέτοντας μια ολοκληρωμένη πολιτική πρόταση

Το παγκόσμιο περιβαλλοντικό κίνημα είναι άθροισμα από τα επιμέρους κινήματα βάσης, που ξεπήδησαν σ' ολόκληρο τον κόσμο μετά τα μέσα της δεκαετίας του '60, με αφορμή κάποιο οξυμένο τοπικό πρόβλημα. Τα κινήματα αυτά πολλαπλασιάστηκαν με τα χρόνια και συχνά έγιναν τόσο ισχυρά, ώστε ανάγκασαν αρκετές κυβερνήσεις να παραιτηθούν από κάποια σχέδιά τους.

Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των Ηνωμένων Πολιτειών, που εγκατέλειψαν τα σχέδια κατασκευής νέων πυρηνικών σταθμών, ή της Ουγγαρίας, που αναγκάστηκε να μην προχωρήσει στην κατασκευή του φράγματος του Ναγκιμάρος στο Δούναβη.

Με την πάροδο του χρόνου, τα περιβαλλοντικά κινήματα διαπίστωσαν ότι εκτός από τα τοπικά υπάρχουν και διεθνή ή ακόμα και παγκόσμια περιβαλλοντικά προβλήματα, καθώς και ότι η προστασία του περιβάλλοντος απαιτεί μια ριζική αλλαγή της σχέσης των ανθρώπων με τη φύση.

Οι διαπιστώσεις αυτές μεταμόρφωσαν πολλά κινήματα από περιβαλλοντικά σε οικολογικά, τα οποία άρχισαν να αρθρώνουν ένα ξεχωριστό πολιτικό λόγο, ή ακόμα και σε "πράσινα" κόμματα, που διεκδίκησαν και πέτυχαν την εκλογή εκπροσώπων τους στην τοπική αυτοδιοίκηση, τα εθνικά κοινοβούλια ή και το ευρωκοινοβούλιο.

Οι οικολόγοι ζητούσαν τη συνετή διαχείριση των φυσικών πόρων, τον περιορισμό της χρήσης των ορυκτών καυσίμων και την εγκατάλειψη της πυρηνικής ενέργειας, τη στροφή προς τις ήπιες και ανανεώσιμες ενεργειακές πηγές, την προστασία του φυτικού και ζωικού πλούτου, τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου και του περιβάλλοντος των πόλεων. Συνέβαλαν έτσι στο να συνειδητοποιήσουν πολύ ότι άνοδος του βιοτικού επιπέδου δε σημαίνει δεύτερο αυτοκίνητο ή αύξηση του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος, αλλά και καθαρό αέρα και νερό, καθαρές θάλασσες, τρόφιμα απαλλαγμένα από επικίνδυνα κατάλοιπα γεωργικών φαρμάκων.

Τόσο οι πολιτικές επιτυχίες των οικολόγων όσο και η παρέμβαση της επιστημονικής κοινότητας, που άρχισε να κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τις επιπτώσεις της αποψίλωσης των τροπικών δασών, της εξαφάνισης μεγάλου αριθμού ζωικών και φυτικών ειδών, της ρύπανσης της ατμόσφαιρας και των επιφανειακών και υπόγειων νερών, της μείωσης του πάχους της στιβάδας του όζοντος και του φαινομένου του θερμοκηπίου, ανάγκασαν πολλές κυβερνήσεις να υιοθετήσουν αρχικά κάποια μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος και να προχωρήσουν κατόπιν στη διαμόρφωση προτάσεων για μια ανάπτυξη περισσότερο "φιλική" προς αυτό.

Φθάσουμε έτσι στη διάσκεψη του ΟΗΕ για το περιβάλλον και την ανάπτυξη του 1992, που καθιέρωσε την πολυδιαφημισμένη "αειφόρο ανάπτυξη" ως πανάκεια για την αντιμετώπιση όλων των περιβαλλοντικών προβλημάτων. Από την άλλη μεριά, οι κυβερνήσεις των δυτικών κυρίως χωρών συμφώνησαν στο ότι αυτό που προέχει είναι η αντιμετώπιση των παγκόσμιων περιβαλλοντικών προβλημάτων, όπως το φαινόμενο του θερμοκηπίου και οι απειλούμενες κλιματικές αλλαγές, η "τρύπα του όζοντος", η μείωση της βιοποικιλότητας, η καταστροφή των τροπικών δασών και η ερημοποίηση, και ανέλαβαν να φέρουν σε πέρας οι ίδιες το έργο αυτό.

Η στάση αυτή των κυβερνήσεων, σε συνδυασμό με τη φτώχεια, την ανεργία και τα οξυμένα κοινωνικά προβλήματα σε μια σειρά από χώρες, είχε ως αποτέλεσμα να περάσουν σε δεύτερη μοίρα πολλά τοπικά περιβαλλοντικά προβλήματα και να εξασθενήσουν αρκετά περιβαλλοντικά και οικολογικά κινήματα ή να χάσουν μέρος της δύναμής τους τα "πράσινα" κόμματα, που δεν κατάφεραν να διατυπώσουν μια ολοκληρωμένα πολιτική πρόταση. Ταυτόχρονα, η έντονη δραστηριοποίηση των διεθνών περιβαλλοντικών οργανώσεων (π.χ. WWF, Greenpeace κτλ.). προσέφερε στους πολίτες το άλλοθι της συμμετοχής, έναντι μιας ετήσιας συνδρομής, και τους οδήγησε πιο γρήγορα στον εφησυχασμό.

Η αυγή του 2000 βρίσκει τα οικολογικά κινήματα σε ύφεση. Τα προβλήματα όμως εξακολουθούν να παραμένουν και συχνά να οξύνονται περισσότερο, ενώ οι προτάσεις της "αειφόρου ανάπτυξης" κρύβουν πολλά αδιέξοδα. Από την άλλη μεριά, οι κυβερνήσεις αποδείχτηκαν μέχρι στιγμής ανίκανες να επιβάλουν ριζικά μέτρα για τον περιορισμό των εκπομπών των χλωροφθορανθράκων και των "θερμοκηπικών" αερίων ή να σταματήσουν την υλοτόμηση των τροπικών δασών. Οι οικολόγοι πρέπει να αντιμετωπίσουν αυτή την πρόκληση και να στραφούν ξανά στους πολίτες, επιδιώκοντας να τους ενεργοποιήσουν όχι μόνο με την απαρίθμηση των κινδύνων που υποθηκεύουν το μέλλον τους, αλλά και με προτάσεις που θα στοχεύουν τόσο στην προστασία του περιβάλλοντος όσο και στη βελτίωση της ποιότητας της ζωής τους.