Εφημερίδα "Μακεδονία"

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Τέχνες-Πολιτισμός :: Κριτική εικαστικών

( αριστουργήματα μνήμης ) 

ΤΑ ΠΟΡΤΡΕΤΑ ΤΟΥ ΦΑΓΙΟΥΜ

Ταριχευμένο σώμα αγοριού με το πρόσωπό του ζωγραφισμένο σε ξύλο με εγκαυστική μέθοδο, 120-100 π.Χ., το κούρεμά του δείχνει ότι έζησε στην εποχή του αυτοκράτορα Τραϊανού.

Πορτρέτο νεαρής γυναίκας με χαραγμένο το όνομα Ερμιόνη, 50-40 π.Χ. Εικάζεται ότι είχε σχέση με τον ελληνικό πολιτισμό και πέθανε γύρω στα 25 της.

Πορτρέτο γυναίκας με χρυσά σκουλαρίκια. 70-55 π.Χ. Χρώματα που κόβουν την ανάσα και θυμίζουν τους μεγάλους Βενετσιάνους ζωγράφους.

Πορτρέτο γυμνού άνδρα, 120-80 π.Χ. Ηλιοκαμένος και με αραιό μουστάκι, που δείχνει την αρχή της ανδρικής ηλικίας.

Πορτρέτο νεαρού άνδρα, 120-100 π.Χ. Πέθανε γύρω στα 20 και λεγόταν Αρταμήδωρος. Το βλέμμα του αιχμαλωτίζει το θεατή.

Πορτρέτο γυναίκας με χρυσό περιλαίμιο, 120-100 π.Χ. Το μελαγχολικό της βλέμμα είναι τυχαίο και οφείλεται στην επίδραση της άμμου στην επιφάνεια του πίνακα.

Αριστουργήματα μνήμης

Ο σκοπός αυτών των πορτρέτων ήταν να διατηρήσουν ζωντανή την μνήμη του νεκρού χάρη με το ρεαλισμό της απόδοσης. Οι Αιγύπτιοι πίστευαν ότι η απεικόνιση των νεκρών, τους χάριζε την αθανασία.

Δυο χρόνια πριν η έκθεση των πορτρέτων του Φαγιούμ στο Βρετανικό Μουσείο ενθουσίασε τους φιλότεχνους και περίμενες ουρά για να μπεις. Σ' εμάς, χάρη στην πρωτοβουλία του αείμνηστου Νίκου Γιανναδάκη, εφόρου της Βικελαίας Βιβλιοθήκης στο Ηράκλειο της Κρήτης και στη θαυμάσια μελέτη της ζωγράφου Ευφροσύνης Δοξιάδη ''Τα πορτρέτα του Φαγιούμ'', διοργανώθηκε αυτή η έκθεση με θέμα ''Από τα πορτρέτα του Φαγιούμ στις απαρχές της τέχνης των βυζαντινών εικόνων'' με την επιστημονική επιμέλεια της κ. Δοξιάδη.

Η έκθεση πρωτοπαρουσιάσθηκε στο Ηράκλειο, στην συνέχεια στην Αθήνα και από την 1η μέχρι τις 31 Αυγούστου 1998, θα παρουσιασθεί στο Βυζαντινό Μουσείο της Θεσσαλονίκης. Περιλαμβάνει 60 πορτρέτα, εικόνες από το Σινά και αντίγραφα έργων που συνδέουν τα Φαγιούμ με τις βυζαντινές εικόνες. Τα έργα προέρχονται από το Βρετανικό Μουσείο, το Μουσείο Retrie του Λονδίνου, το Μουσείο του Κιέβου, το Μουσείο Μπενάκη, καθώς και από ιδιώτες συλλέκτες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.

Τα πορτρέτα του Φαγιούμ χρησίμευαν για την κάλυψη των προσώπων των μουμιοποιημένων νεκρών στην Αίγυπτο τους τρεις πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες.

Η συνήθεια της ταρίχευσης των νεκρών στην Αίγυπτο αναφέρεται στον Ηρόδοτο από τον 5ο αιώνα και θεωρείται βαρβαρική συνήθεια. Η κατάληψη της Αιγύπτου από τον Μ. Αλέξανδρο το 332 π.Χ. και η διακυβέρνηση της χώρας από τους Μακεδόνες επί τρεις αιώνες, δεν την άλλαξε, το ίδιο και η ρωμαϊκή κατάκτηση στη συνέχεια, από το 31 π.Χ.

Οι ταριχευτές, ιερείς και μη, με προστάτη τον θεό Άνουβι, δούλευαν οργανωμένοι σε συντεχνίες, με δεσμευτικές συμφωνίες με συγκεκριμένες οικογένειες, αυστηρά καταγραμμένες και μεταβιβάζονταν τα επαγγελματικά δικαιώματα στους κληρονόμους τους. Ζούσαν στις παρυφές της ερήμου, αν και υπήρχαν και πλανόδιοι, και εκεί έσκαβαν λακκοειδείς τάφους ή έκτιζαν υπέργειους με ωμές πλίνθους. Η ταρίχευση κρατούσε εβδομήντα μέρες και συνοδεύονταν από ιεροτελεστίες, ξόρκια που διαβάζονταν και φυλακτά. Χρησιμοποιούσαν λάδια και μυρωδικά και στο τέλος τύλιγαν όλο το σώμα με ταινίες λινού υφάσματος, μερικές φορές με περίτεχνο τρόπο. Στο τέλος έσκιζαν την ταινία και άνοιγαν το στόμα για να βγει η ψυχή. Το νέο στοιχείο που εισήχθη στην ταφή στη ρωμαϊκή περίοδο ήταν οι νεκρικές προσωπογραφίες, ενώ πριν χρησιμοποιούσαν τρισδιάστατες νεκρικές μάσκες επιζωγραφισμένες με την αιγυπτιακή συνήθεια.

Ο σκοπός αυτών των πορτρέτων ήταν να διατηρήσουν ζωντανή την μνήμη του νεκρού χάρη στο ρεαλισμό της απόδοσης. Οι Αιγύπτιοι πίστευαν ότι η απεικόνιση των νεκρών, τους χάριζε την αθανασία.

Σήμερα σώζονται 1.000 δείγματα τέτοιων πορτρέτων που παριστάνουν άνδρες, γυναίκες, παιδιά και γέροντες. Ονομάζονται πορτρέτα του Φαγιούμ, επειδή τα περισσότερα βρέθηκαν στην κοιλάδα του Φαγιούμ, 60 χλμ. νοτίως του Καίρου, στην δυτική όχθη του Νείλου. Η περιοχή ονομαζόταν Φαγιούμ ή Αρσινοίτης νομός με πρωτεύουσα την Αρσινόη και οι νεκροί θάβονταν στην νεκρόπολη Χαουάρα, όπου και βρέθηκαν με τις ανασκαφές του αρχαιολόγου W. M. Flinders Petrie. Αργότερα βρέθηκαν πολλά στη Φιλαδέλφεια μετά το 1887 και στην συνέχεια σε πολλά άλλα μέρη της Αιγύπτου.

Έγιναν γνωστά στην Ευρώπη με την έκθεση που οργάνωσε ο Τheodor Graf, Αυστριακός έμπορος τέχνης στη Βιέννη το 1887 και στις ΗΠΑ το 1893 στη Νέα Υόρκη. Παρόλο ότι αμφισβητήθηκε η αυθεντικότητα πολλών από αυτά, εν τούτοις ήταν η πρώτη παρουσίαση αυτών των ωραιότατων νεκρικών πορτρέτων που προέρχονταν από την Αίγυπτο.

Τα πορτρέτα έμειναν άγνωστα για πολλά χρόνια, ίσως γιατί ήταν ανυπόγραφα ή γιατί ήταν διάσπαρτα ή γιατί δεν μπορούσαν να τα εντάξουν επιστημονικά. Ενσωματωμένα σε αιγυπτιακές μούμιες με ρωμαϊκά χτενίσματα, ρούχα και κοσμήματα και ελληνική τεχνοτροπία της αλεξανδρινής σχολής, που διατηρούσε την παράδοση της ελληνικής τέχνης για την ρεαλιστική απεικόνιση των μορφών, ήταν φυσικό να δημιουργήσει προβλήματα στους επιστήμονες.

Πολλά απ' αυτά μεταφέρθηκαν στο Βρετανικό Μουσείο με την προσωπική φροντίδα του Petrie, που όχι μόνο έκανε την ανασκαφή αλλά και τη συσκευασία των πορτρέτων για να σταλούν με ασφάλεια στο Λονδίνο, αφού πρώτα οι αιγυπτιακές αρχές κρατούσαν ό,τι ήθελαν για το μουσείο του Καΐρου. Και δεν πήραν μόνον οι Άγγλοι αλλά και η γερμανική αρχαιολογική σχολή που έκανε κι αυτή ανασκαφές στον χώρο αλλά και ιδιώτες π.χ. εκδότης γερμανικής εφημερίδας που χρηματοδότησε τις αποστολές.

Η πρώτη επίσημη γνωριμία με αυτά τα πορτρέτα από την Αίγυπτο, ήταν στο Βερολίνο, τον χειμώνα του 1938, όπου εκτέθηκαν ευρήματα από την Αντινοόπολη. Ήταν τόσο ζωντανά και απέδιδαν τόσο φυσικά τις φυλετικές διαφορές, ώστε οι Γερμανοί αρχαιολόγοι που συμμετείχαν τότε στο σεμινάριο βυζαντινής τέχνης, αστειευόμενοι έβρισκαν ομοιότητες με Έλληνες συναδέλφους τους. Έλεγαν λοιπόν '' das so genante Pelekanidis portret '' και αναφέρονταν στον αείμνηστο μετέπειτα καθηγητή μας της βυζαντινής τέχνης στο πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Στ. Πελεκανίδη.

Ο Αντρέ Μαλρό έγραψε ότι στο βλέμμα των προσώπων που εικονίζονται στα πορτρέτα του Φαγιούμ μοιάζει να καίει καντήλι αιώνιας ζωής. Και πράγματι όποιος δει αυτά τα πορτρέτα με τη σοβαρή έκφραση και τα μεγάλα λυπημένα μάτια, αισθάνεται ότι ατενίζουν τον κόσμο από μακριά, όπως ταιριάζει σε νεκρικά πορτρέτα.

Είναι ζωγραφισμένο συνήθως μόνο το κεφάλι, ενώ υπάρχουν λίγα ολόσωμα. Συνήθως ζωγραφίζονταν αμέσως μετά τον θάνατο ενώ άλλα βασίζονταν στο ζωντανό μοντέλο και έμεναν κρεμασμένα στο σπίτι μέχρι τη στιγμή που θα χρειάζονταν να τοποθετηθούν στη μούμια. Ο Petrie βρήκε τέτοια προσωπογραφία με κορνίζα αλλά και πορτρέτα νέων ανθρώπων που αντιστοιχούσαν σε μούμιες γερόντων, όπως αποδείχθηκε. Τα περισσότερα πορτρέτα απεικονίζουν νέους ανθρώπους και παιδιά γιατί ξέρουμε ότι ο μέσος όρος ζωής δεν ξεπερνούσε τα 35 χρόνια και η παιδική θνησιμότητα ήταν πολύ μεγάλη. Πάντως αξονικές τομογραφίες (C.A.T ) που έγιναν σε οκτώ από τις μούμιες του Βρετανικού Μουσείου απέδειξαν ότι ο χρόνος θανάτου και ο χρόνος που ζωγραφίστηκε το πορτρέτο ήταν πολύ κοντινά.

Οι μούμιες μετά την ολοκλήρωση της ταρίχευσης έμεναν κάποιες μέρες εκτεθειμένες και επισκέψιμες, για να συνηθίσει η οικογένεια την απώλεια του προσφιλούς της μέλους.

Ποίοι ήταν οι νεκροί του Φαγιούμ, ήταν ένα πρόβλημα. Πίστευαν στους Αιγύπτιους θεούς και σίγουρα ανήκαν στην κοινωνική και οικονομική ελίτ, μερικοί δε ήταν σίγουρα απόγονοι των στρατιωτών του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των Πτολεμαίων. Υπό τη ρωμαϊκή κατοχή είχαν προνόμια και τοπικούς άρχοντες, υιοθέτησαν την ρωμαϊκή μόδα και κράτησαν την αιγυπτιακή τους πίστη.

Οι πρώτοι χριστιανοί στην Αίγυπτο αντιμετωπίστηκαν με ανοχή, η πρακτική της ταρίχευσης όμως εξακολουθούσε παρά τις αντιδράσεις των ιερέων, πράγμα που καταδίκαζε ο Άγιος Αθανάσιος, ο οποίος έλεγε ότι ο Άγιος Αντώνιος ζήτησε να μην τον μεταφέρουν στην Αίγυπτο για να μην ταριχευτεί και να τον θάψουν σε μυστικό τάφο.

Δεν εκτιμούμε μόνο την αισθητική απόλαυση που προσφέρει η εξαιρετική τέχνη των περισσοτέρων Φαγιούμ, αλλά αντλούμε και πληροφορίες για την εμφάνιση, κόμμωση, ενδυμασία, κοσμήματα, τη ζωγραφική, την τεχνοτροπία, αλλά και την κοινωνία, αφού βλέπουμε καθημερινούς ανθρώπους και όχι ήρωες ή θεούς. Πρόκειται για πάντρεμα δυο πολιτισμών, του αιγυπτιακού και του ελληνικού και δυο καλλιτεχνικών παραδόσεων.

Ο νατουραλισμός των πορτρέτων κατάγεται κατευθείαν από τον Απελλή, τον ζωγράφο του 4ου π.Χ. αι. και έφθασε στην Αίγυπτο με τους Μακεδόνες κατακτητές. Η ακριβής παρατήρηση και το ελεύθερο ύφος ήταν κατάλληλα για την γρήγορη εκτέλεση του έργου, εφόσον χρησιμοποιούνταν η εγκαυστική (ζωγραφική με ζεστό κερί) που απαιτούσε ταχύτητα. Δουλεύονταν πάνω σε ξύλο συκομουριάς που μπορούσε να καμπυλωθεί και να τοποθετηθεί στο πρόσωπο της μούμιας, βάζοντας πολλές φορές γύρω τους πλαίσιο από επιχρυσωμένο γύψο, ώστε να εναρμονίζονται με την αιγυπτιακή τεχνοτροπία.

Αποτελούν προδρόμους των βυζαντινών εικόνων γιατί οι νεκρικές προσωπογραφίες και οι πρώτες εικόνες συνυπήρχαν μέχρις ότου οι πρώτες εξαφανίστηκαν. Έτσι δεν είναι περίεργο που εικόνες από την Αγία Αικατερίνη του Σινά του 6ου και 7ου αι. έχουν ομοιότητες με τα Φαγιούμ.

Οι πρώτοι χριστιανοί ταρίχευαν τους μάρτυρες αγίους και στους διωγμούς άφηναν βιαστικά τη μούμια και έπαιρναν την προσωπογραφία. Έτσι, το πορτρέτο υποκαθιστούσε το σώμα του μάρτυρα και απετέλεσε την αρχή των εικόνων.

Είναι παρατηρημένο ότι στα περισσότερα πορτρέτα τα μάτια είναι ιδιαίτερα μεγάλα και οι ζωγράφοι ήταν επηρεασμένοι από την αιγυπτιακή παράδοση που τα τόνιζε. Σίγουρα όμως πετυχαίνουν μεγαλύτερη εκφραστικότητα.

Στην Ελλάδα υπάρχουν ελάχιστα κομμάτια σε ιδιωτικές συλλογές. Έχουμε δυο στο Μουσείο Μπενάκη, αγορασμένα από τον Αντώνη Μπενάκη στο Κάιρο το 1948 και χρονολογούνται στις αρχές του 3ου αι., πέντε στο Εθνικό Μουσείο από την συλλογή Δημητρίου, και άλλα 22 από την συλλογή του μουσείου. Ο ζωγράφος Γ. Μαυροείδης έχει δυο, ο ιστορικός τέχνης Στ. Λυδάκης ένα και δύο από την συλλογή Ιόλα. Σύνολο 34 κομμάτια.

Την εποχή που ανακαλύφθηκαν τα πορτρέτα ήταν δύσκολο να εκτιμηθούν, σήμερα όμως είναι παγκόσμια αποδεκτή η καλλιτεχνική τους αξία και επομένως η έκθεση που θα ανοίξει τις πύλες της την 1η Αυγούστου, πρέπει να έχει μεγάλο ενδιαφέρον.

Βιβή Καραγιάννη Σαλαπασίδου