Εφημερίδα "Μακεδονία"

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Ζέστανε το παγωμένο τοπίο η συναυλία αφιέρωμα (20/1) της Κρατικής Ορχήστρας σε τρεις συνθέτες, η δημιουργία και η δράση των οποίων συνυφαίνεται με τη σύγχρονη μουσική ιστορία της Θεσσαλονίκης. Ήταν ένα μουσικό γεγονός με ιδιαίτερη σημασία, που πέρασε όμως διακριτικά και ίσως στο περιθώριο των ετοιμασιών κάποιων άλλων, βαρύγδουπων παραγωγών.

Γι' αυτό δεν μπορούμε παρά να αρχίσουμε το δευτεριάτικο σημείωμά μας με μια διαπίστωση, η οποία θα έπρεπε να είναι σε κάθε περίπτωση ευνόητη. Η πολιτιστική πορεία μιας πόλης διαφοροποιείται και τονίζεται στο πέρασμα του χρόνου όταν υπάρχουν δημιουργοί. Εκείνοι είναι αυτοί που μπορούν να αποκαταστήσουν μέσα από την τέχνη τους μια ιδιαίτερη αμφισημία με το αστικό περιβάλλον που μας περικλείει. Μια σχέση που η καθημερινότητα του βίου χρωματίζεται και ζωοποιείται καλλιτεχνικά με έναν τρόπο ανεξήγητο όσο και μαγικό, μέσα από αλληλεπιδράσεις, ισορροπίες και πολλά άλλα ευμετάβολα ερεθίσματα. Είναι αυτοί, οι καλλιτέχνες και οι δημιουργοί, που τελικά ταυτοποιούν τη διαφορετικότητα και τονίζουν ταυτόχρονα την πολιτιστική ιδιοπροσωπία ενός τοπίου. Γι' αυτό και τους οφείλεται, πέρα από κάθε θεσμική πρόνοια και υποστήριξη, κάθε τιμή και προβολή στους ίδιους και στα έργα τους.

Η συναυλία

Την αυλαία άνοιξε η γνωστή συμφωνική εικόνα "Αυγή στον Παρθενώνα" του Σόλωνα Μιχαηλίδη. Κινούμενο γενικότερα σε απαλά ατμοσφαιρικά ηχοχρώματα, το έργο αναζήτησε προγραμματικά τις εκφραστικές του διεξόδους με τρόπους συντηρητικούς, δομώντας παράλληλα τονικά ένα ηχητικό περιβάλλον φωτός.

Ακολούθησε η συμφωνία σε ρε ελάσ. του Κυριάκου Πάτρα που είναι αφιερωμένη στον Μπετόβεν. Ο συνθέτης, αρνούμενος ιδεολογικά να συμπορευτεί με την εποχή του (το έργο γράφτηκε το 1970), επέλεξε την οπισθοπορεία προς τα ιδεώδη της εθνικής σχολής, την οποία μπόλιασε με σημαντικές δόσεις ενός όψιμου ρομαντισμού. Το τελικό ηχητικό αποτέλεσμα επεκτάθηκε σισύφεια σε τέσσερα μέρη, μάλλον όμως αδιάφορα προς τους ακροατές.

Με το επετειακό κοντσέρτο για φλάουτο και άρπα του Μότσαρτ άνοιξε το δεύτερο μέρος της. Έργο χαρακτηριστικού και αναγνωρίσιμου ιδιώματος ως προς τη γραφή του Βιεννέζου κλασικού, κινήθηκε ανάλαφρα, χαμογελαστά και υφολογικά πετυχημένα, με τη φλαουτίστα Sharon Bezaly να επιμένει τελειοθηρικά στην πιστή φραστική απόδοση και την αρπίστρια Κατερίνα Γίμα να υποστηρίζει με ευαισθησία και λεπτότητα τα δικά της μέρη. Μοναδική ακουστική σκιά υπήρξε η ατυχής τονική διχογνωμία των πνευστών της ορχήστρας.

Μια ανάμνηση, ένα έργο

Εν κατακλείδι ερμηνεύτηκε η "Εισαγωγή Μότσαρτ" του Χρήστου Σαμαρά. Εντελώς διαφορετικής υφής, παρά τον τίτλο που ίσως προετοιμάζει σχετικά, σύλληψης αλλά και μεταχείρισης, το έργο αυτό του Σαμαρά κινήθηκε αντισυμβατικά ως προς τα υπόλοιπα τονικά ακούσματα, χρησιμοποιώντας μια μουσική ιδέα ως αφορμή για το ξεδίπλωμα μιας ευφάνταστης ορχηστρικά και πρωτότυπης μελωδικά πλοκής, διευρύνοντας παράλληλα τη λειτουργικότητα της κλασικής φόρμας στη σύνταξη μιας ευανάγνωστης όσο και απαιτητικής, σύγχρονης μουσικής γραφής. Παρά τις ερμηνευτικές αδυναμίες που υπήρξαν, το έργο θεωρούμε πως υποστήριξε ιδεολογικά και απάντησε ταυτόχρονα με συνέπεια στο ερώτημα που εξαρχής έθετε. Ήταν μια θύμηση, μια ανάμνηση ενός θέματος του Μότσαρτ, που δραπέτευσε από το δικό του παρελθόν, ερχόμενο ως μια δημιουργική αύρα έμπνευσης να ισορροπήσει στο παρόν του συνθέτη. Το διάφωνο αλλά διαυγές υπόστρωμα που αναπτύχθηκε στον ορχηστρικό ιστό υπήρξε ανέλπιστα φιλόξενο στην επικοινωνία του με την κλασική μελωδία, παρά την αισθητική και διαχρονική τους διάσταση. Το τέλος επήλθε θριαμβευτικά και η διαφυγή στην πραγματικότητα πραγματοποιήθηκε με τον ίδιο φευγαλέο και ονειρικό τρόπο.

Την ευθύνη διεύθυνσης αυτής της σημαντικής συναυλίας είχε ο αρχιμουσικός της ορχήστρας Κάρολος Τρικολίδης.