Εφημερίδα "Μακεδονία"

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

ΘΕΜΑΤΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΜΑΣ

Τα τονικά σημάδια

Γράφει ο Δημήτρης Λυπουρλής

Λέγαμε την προηγούμενη φορά ότι εδώ και μερικά χρόνια με απόφαση της πολιτείας καθιερώθηκε πλέον η γραφή της νεοελληνικής μας γλώσσας με το μονοτονικό σύστημα. Έτσι λέμε το σύστημα που στηρίζεται στη χρήση ενός μόνο τονικού σημαδιού -στην περίπτωσή μας το τονικό αυτό σημάδι καθιερώθηκε να είναι η παλιά οξεία.

Σύμφωνα λοιπόν με το σύστημα αυτό οι μονοσύλλαβες λέξεις δεν χρειάζονται τονικό σημάδι τονικό σημάδι χρειάζονται μόνο οι λέξεις που έχουν δύο ή περισσότερες συλλαβές.

Αυτός είναι ο βασικός κανόνας του συστήματος. Πέρα από τον κανόνα αυτόν μερικοί άλλοι δευτερεύοντες κανόνες ρυθμίζουν επιμέρους περιπτώσεις, ιδίως περιπτώσεις όπου θα μπορούσε να υπάρξει νοηματική σύγχυση. Τέτοια είναι π.χ. η περίπτωση των λέξεων που και πως, που έχουν στη γλώσσα μας διπλή χρήση. Για να ξεχωρίζουμε λοιπόν το αναφορικό που ("ο άνθρωπος που είδαμε") από το ερωτηματικό που ("πού τον είδαμε;"), ορίστηκε να γράφουμε το δεύτερο που, το ερωτηματικό, με τόνο, κι ας είναι μονοσύλλαβη λέξη. Το ίδιο έγινε και με τη λέξη πως, που τη μια φορά είναι ειδικός σύνδεσμος, έχει δηλαδή τη σημασία ότι ("ξέρεις πως δεν είναι αλήθεια"), ενώ την άλλη φορά είναι πάλι ερωτηματική λέξη ("πώς το ξέρεις;")( βάζουμε λοιπόν τόνο και στη δεύτερη αυτή περίπτωση, κι ας είναι η λέξη μονοσύλλαβη.

Απορία γεννήθηκε ύστερα από αυτά για την ερωτηματική λέξη τι: δεν θα πρέπει να βάζουμε και εδώ το τονικό σημάδι; Η απάντηση είναι "όχι, βέβαια", γιατί η λέξη αυτή υπάρχει στη γλώσσα μας μόνο ως ερωτηματική. Όπου αλλού υπάρχει η λέξη τι, δεν είναι πια ερωτηματική και είναι ενωμένη με την προηγούμενή της (π.χ. κάτιτι, θυμήσου με την ευκαιρία και τη λέξη τίποτε, όπου το τι είναι ενωμένο με την επόμενη λέξη).

Τώρα καταλαβαίνουμε γιατί η λέξη μια, όταν προφέρεται σαν μία συλλαβή, δεν θέλει τόνο- τόνο βάζουμε πάνω στο γιώτα της λέξης αυτής, όταν θέλουμε η λέξη αυτή να ακούγεται ως δισύλλαβη: μί-α. Το ίδιο και με τη λέξη δυο: το ύψιλον τονίζεται όταν λέμε δύ-ο.

Με την καθιέρωση του μονοτονικού συστήματος πολλές συζητήσεις προκλήθηκαν ενσχέσει με τους αδύνατους, όπως τους λέμε, τύπους των προσωπικών αντωνυμιών, τους τύπους δηλαδή μου - μας, σου - σας, του - της - τους κ.ά., που συχνά στο λόγο υπάρχει φόβος να συγχέονται με τις, ολόιδιες εξωτερικά, κτητικές αντωνυμίες. Πώς π.χ. να ξεχωρίσεις στον γραπτό λόγο τη φράση "ο πατέρας μου είπε" από τη φράση "ο πατέρας μου είπε" αφού το μου είναι -κατά τον βασικό κανόνα του μονοτονικού συστήματος- άτονο ως μονοσύλλαβο; Μολονότι τα συμφραζόμενα, όλος δηλαδή ο τριγυρινός λόγος, επιτρέπουν τις περισσότερες φορές να φανεί για ποια από τις δύο περιπτώσεις πρόκειται, εντούτοις σε κάποιες, έστω ελάχιστες, περιπτώσεις η ασάφεια παραμένει. Πώς θα έπρεπε λοιπόν να αντιμετωπισθεί το πρόβλημα; Η χρησιμοποιούμενη στα σχολεία μας Γραμματική προτείνει για τις περιπτώσεις αυτές να τονίζεται τελικά η προσωπική αντωνυμία- η Γραμματική δηλαδή μας συστήνει να βάζουμε τονικό σημάδι πάνω στο μου στη φράση "ο πατέρας μου είπε". Μερικοί ωστόσο, για να μην καταστρατηγήσουν τον βασικό κανόνα του μονοτονικού συστήματος, που λέει να μη βάζουμε τόνο γενικά στις μονοσύλλαβες λέξεις, προτιμούν να χρησιμοποιούν ένα ενωτικό για να συνδέουν την κτητική αντωνυμία με την προηγούμενή της λέξη: "ο πατέρας-μου είπε"- μια συνδετική λοιπόν γραμμούλα ανάμεσα στις λέξεις πατέρας και μου.

Η καθιέρωση του μονοτονικού συστήματος γραφής της γλώσσας μας δεν σήμαινε μόνο την κατάργηση των δύο από τα τρία τονικά σημάδια, της βαρείας δηλαδή και, κυρίως, της περισπωμένης- σήμαινε και την κατάργηση των λεγόμενων πνευμάτων. Ας πούμε δυο λόγια και γι' αυτά.

Ορισμένες από τις λέξεις τους που άρχιζαν με φωνήεν οι αρχαίοι Έλληνες τις πρόφεραν με έναν ιδιαίτερο τρόπο: μόλις άρχιζαν να προφέρουν αυτές τις λέξεις, έβγαζαν από μέσα τους μια πυκνή ποσότητα αέρα: hάλας, hέλος, hώρα, hίππος. Οι γραμματικοί που είπαμε ότι επινόησαν στα ελληνιστικά χρόνια τα τρία τονικά σημάδια, την οξεία, τη βαρεία και την περισπωμένη, χρειάστηκε να επινοήσουν και άλλα δύο σημάδια, ένα για να δηλώνονται με αυτό οι λέξεις που έπρεπε να προφέρονται με αυτήν την παχιά πνοή, και άλλο ένα για να δηλώνονται όλες οι υπόλοιπες λέξεις, που μολονότι άρχιζαν με φωνήεν, δεν έπρεπε να προφέρονται με αυτόν τον τρόπο. Φυσικά, ήδη η επινόηση των σημαδιών αυτών σήμαινε, όπως και στην περίπτωση των τριών τονικών σημαδιών, πως στα ελληνιστικά χρόνια είχε πάψει ο παλιός αυτός τρόπος προφοράς. Το ένα από τα σημάδια αυτά πήρε το όνομα δασεία (δασύς σήμαινε στα αρχαία ελληνικά "πυκνός", "παχύς"), ενώ το δεύτερο πήρε το όνομα ψιλή (ψιλός -με γιώτα- ήταν ένα αρχαίο επίθετο με το οποίο δηλωνόταν ο στερημένος, ο γυμνός από κάτι: στην περίπτωσή μας η λέξη που δεν είχε το δασύ πνεύμα κατά την προφορά της).

Όλα αυτά θα πουν πως η χρήση ως πριν από λίγα, ακόμη, χρόνια των δύο αυτών σημαδιών, των πνευμάτων, δεν ικανοποιούσε, στην πραγματικότητα, καμιά ανάγκη της νεοελληνικής μας γλώσσας: εμείς δεν προφέρουμε με δύο, διαφορετικούς μεταξύ τους, τρόπους τις λέξεις μας που αρχίζουν με φωνήεν- όλες τις προφέρουμε με ψιλή, με απουσία δηλαδή οποιουδήποτε δασέος πνεύματος. Να λοιπόν γιατί, μαζί με την κατάργηση των τονικών σημαδιών, το καινούργιο σύστημα γραφής της γλώσσας μας πρότεινε -και καθιέρωσε- και των πνευμάτων την κατάργηση.

Μια χρήσιμη σημείωση: Το μονοτονικό σύστημα γραφής είναι ένας τρόπος γραφής της νεοελληνικής μας γλώσσας. Φυσικά, καμιά δεν χωράει συζήτηση για τη γραφή με τον ίδιο τρόπο και του αρχαίου ελληνικού λόγου. Είναι λοιπόν αξιοκατάκριτοι όσοι εισάγουν το μονοτονικό σύστημα στη γραφή και των αρχαίων ελληνικών κειμένων -ακόμη και όταν σε δικό τους κείμενο αναγράφουν παραθέματα, έστω και σύντομα, από αρχαία ελληνικά κείμενα.