Εφημερίδα "Μακεδονία"

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Οικονομία :: Ανάλυση

( οδηγεί σε αδιέξοδο οικονομία και χρηματιστήριο ) 

ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ

Οδηγεί σε αδιέξοδο οικονομία και χρηματιστήριο

Η γενίκευση και το βάθεμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης καθώς και η ορατή απειλή εξέλιξής της σε παγκόσμια ύφεση οδήγησε τις αναπτυγμένες και αναπτυσσόμενες οικονομίες στην απόφαση ριζικών μεταβολών των κατευθύνσεων της μακροοικονομικής τους πολιτικής. Στα πλαίσια της διαπίστωσης που έγινε πριν μερικές εβδομάδες από τον πλανητάρχη Μπιλ Κλίντον ότι η παγκόσμια οικονομία κινδυνεύει λιγότερο από αναζωπύρωση του πληθωρισμού και περισσότερο από ύφεση, άρχισαν να υιοθετούνται ένα προς ένα τα μοναδικά διαθέσιμα μέτρα διαχείρισης της κρίσης που είναι κευνσιανής προέλευσης. Πρόκειται για μείωση των επιτοκίων επιλογή ανετότερης νομισματικής πολιτικής, αναγνώριση ευρύτερου ρόλου στην κρατική οικονομική παρέμβαση, επιβολή περιορισμών στη διακίνηση του διεθνούς κεφαλαίου και υιοθέτηση υψηλότερων κοινωνικών παροχών. Πρόκειται, δηλαδή, για αναγνώριση μεγαλύτερης σημασίας στην πλευρά της ζήτησης από όσο σ' αυτήν της προσφοράς, όπως συμβαίνει πάγια σε περίοδο οικονομικής κρίσης.

Ωστόσο, με βάση τις πρόσφατες κυβερνητικές εξαγγελίες, η Ελλάδα διατηρεί αμετάβλητες τις προτεραιότητες επιλογών της καθώς και το μίγμα μακροοικονομικής πολιτικής με το οποίο τις επιδιώκει, σε πείσμα της κρίσης και της απειλούμενης ύφεσης. Αυτό σημαίνει ότι η ελληνική οικονομία έχει αποφασίσει να διαχωρίσει εντελώς την οικονομική της πολιτική από την αντίστοιχη ευρωπαϊκή, αλλά και από αυτήν της υφηλίου. Παρόλο ότι οι συνέπειες μιας τέτοιας απόφασης προδιαγράφονται τραγικές για την ελληνική οικονομία και το χρηματιστήριο (από το οποίο εξαρτάται η πορεία της σε μεγάλο βαθμό), δεν έχουν υποπέσει στην αντίληψή μου σχετικές αναλύσεις τους μέχρι στιγμής. Έτσι, θα επιχειρήσω στη συνέχεια, μια συνοπτική τους διερεύνηση.

Ι. Το αδιέξοδο στην ελληνική οικονομία

Σε πείσμα των ιστορικών μεταβολών που διενεργούνται στην παγκόσμια οικονομία, η ελληνική οικονομία παραμένει δέσμια των μονολιθικών της επιλογών και εξακολουθεί να προσπαθεί να ικανοποιήσει τα κριτήρια του Μάαστριχτ, για να γίνει δεκτή στην ΟΝΕ την 11.2001.

Αλλά στο μεταξύ, το γενικότερο οικονομικό πλαίσιο της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας οικονομίας έχει, δραματικά μεταβληθεί με συνέπειες να επιβαρυνθούμε με:

Εισαγόμενο πληθωρισμό υψηλότερο από πριν και μάλιστα σε περίοδο που έχει διαπιστωθεί ανοδική (έναντι της επιθυμητής καθοδικής) τάση στο εσωτερικό της οικονομίας μας,

Τη γενικότερη στροφή των επενδυτών, Ελλήνων και ξένων, από την προτίμηση ανάληψης κινδύνων προς τοποθετήσεις ασφαλείς που πλησιάζουν αυτές τις διατηρήσεις των διαθεσίμων τους σε κατάσταση ρευστότητας, στροφή που καθιστά ακόμη πιο προβληματική την ήδη προβληματική προσπάθεια αποκρατικοποιήσεων - ιδιωτικοποιήσεων.

Επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης που θα προέλθει από τη διατήρηση υψηλών επιτοκίων, καθώς και από την εισαγόμενη ύφεση.

Κίνδυνο βαθύτερης ύφεσης σε περίπτωση που η εμμονή στην ικανοποίηση των κριτηρίων του Μάαστριχτ θα απαιτήσει τη λήψη ακόμη σκληρότερων αντιπληθωριστικών μέτρων.

Το συνδυασμένο αποτέλεσμα των παραπάνω θα είναι η απομάκρυνση και όχι η σύγκλιση, της ελληνικής οικονομίας από τα κριτήρια του Μάαστριχτ εφόσον το ΑΕΠ μας θα περιορισθεί, η ανεργία που ήδη είναι υψηλότερη από τη μέση της ΕΕ θα αυξηθεί, τα δημόσια έσοδα θα περιορισθούν και υπό το κράτος στασιμοπληθωρισμού το δημόσιο έλλειμμα θα διευρυνθεί και ο πληθωρισμός θα αναζωπυρωθεί.

ΙΙ. Το αδιέξοδο στο ελληνικό χρηματιστήριο

Η κρίση θα αποκαλύψει τις εγγενείς αδυναμίες του αβαθούς ελληνικού χρηματιστηρίου και της αποφασιστικές διαφορές του από τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά, τώρα που το κίνητρο της κερδοσκοπίας δίνει τη θέση του στην αναζήτηση ασφαλούς καταφυγίου. Γιατί, ούτε η δραχμή ως νόμισμα ούτε οι ελληνικές μετοχές, αλλά δυστυχώς ούτε και τα ελληνικά ομόλογα είναι σε θέση να ικανοποιήσουν αυτήν την ανάγκη. Και όταν ο πανικός που παρασύρει στην πτώση τα χρηματιστήρια των οικονομικά ισχυρών κρατών κοπάσει, οι επενδυτές, με γνώμονα την ελαχιστοποίηση του κινδύνου, θα επιλέξουν γεωγραφία και είδος αξιών με ορισμένες εγγυήσεις (που να αποκλείουν κραυγαλέες αντιθέσεις ή τεχνάσματα), όπως:

Μακροχρόνια απόδοση τίτλων που να μην απέχει σημαντικά από το ρυθμό ανάπτυξης της περί της οικονομίας.

Ρυθμό απόδοσης που να μη συνυπάρχει με μηδενικό μέρισμα ή ανεπαρκείς πραγματικές επενδύσεις.

Απόδοση μακροχρονίων ομολόγων που, σε συνδυασμό με προβληματικές οικονομίες, να μην είναι αδικαιολόγητη.

Επιλογή αποθεματικού νομίσματος χώρας που δεν εξασφαλίζει την εξωτερική του αξία τεχνητά υψηλή και που δεν καταφεύγει στη διατήρηση υψηλών επιτοκίων, για να εξουδετερώσει τους υψηλούς κινδύνους που την περιβάλλουν.

Ο βαθμός της βραχυχρόνιας κερδοσκοπικής συμπεριφοράς των επενδυτών στο ελληνικό χρηματιστήριο ήταν, μέχρι πρόσφατα, επικίνδυνα υψηλός, αλλά ταυτόχρονα και εύκολα αντιληπτός. Πράγματι, το ελληνικό χρηματιστήριο ήταν το μοναδικό αναδυόμενης αγοράς που πραγματοποίησε κέρδη της τάξης του 60% από 1ης Ιουλίου 1997 - 19 Αυγούστου 1998, ενώ στην ίδια περίοδο όλα τα υπόλοιπα (εκτός του Ισραήλ με κέρδη 7%) είχαν καταγράψει ζημιές. Ένα χάσμα αυτής της έκτασης ανάμεσα στην πραγματική και τη νομισματική ελληνική οικονομία μπόρεσε να τροφοδοτηθεί μόνο χάρις στην εφαρμοζόμενη μακροοικονομική πολιτική που ήταν επικίνδυνη και που ήδη αποδεικνύεται αδιέξοδη.

Ασφαλώς, οι υπεύθυνοι για τη χάραξη της ελληνικής μακροοικονομικής πολιτικής δεν μπορούσαν να προβλέψουν την έλευση της παγκόσμιας αυτής κρίσης, που άλλωστε και ο διοικητής της αμερικανικής Κεντρικής Τράπεζας κ. Greespan την απέκλεισε πριν από μερικές εβδομάδες. Ωστόσο, έστω κι αν είχαν τη θερμή υποστήριξη ισχυρών παραγωγικών ομάδων, οι ίδιοι γνώριζαν το πόσο πολύ επικίνδυνο είναι για μία αναπτυσσόμενη οικονομία:

Η ανεξέλεγκτη εισροή βραχυχρονίων κεφαλαίων.

Η τυφλή υιοθέτηση της μακροοικονομικής πολιτικής της ΕΕ, που είχε πλεονασματικό εξωτερικό ισοζύγιο, ενώ η Ελλάδα ελλειμματικό.

Ο συνδυασμός επιτοκίων υψηλοτέρων από τα αντίστοιχα της αλλοδαπής με ελλειμματικό εξωτερικό ισοζύγιο και σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες.

Η μεταχείριση του διορθωτικού ελληνικού πληθωρισμού ωσάν να επρόκειτο για συγκυριακό.

Η διατήρηση, με τεχνητά μέσα, "σκληρής δραχμής".

Το χειρότερο είναι ότι η αδιέξοδη αυτή πολιτική που συνδυάστηκε με δυσβάστακτες και δυσανάλογες θυσίες κινδυνεύει να μην αποφέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα και για λόγους που είναι άσχετοι με την αδυναμία πλήρωσης των κριτηρίων του Μάαστριχτ. Πράγματι, μια σειρά από ενδείξεις αποκαλύπτουν.

Ανερχόμενο σκεπτικισμό της ΕΕ απέναντι στη διεύρυνση.

Δυσκολίες για την έναρξη και την επιτυχία του ευρώ σε κλίμα ύφεσης και μετά την πτώση του δολαρίου έναντι του ευρώ, που θα συρρικνώσει τις ευρωπαϊκές εξαγωγές.

Μικρότερη προθυμία ανάληψης των κινδύνων που προέρχονται από την ένταξη στην ΟΝΕ του ευρωπαϊκού Νότου.

Διάψευση, προς το παρόν, των προσδοκιών αντικατάστασης του δολαρίου από το ευρώ, ως ηγετικού διεθνούς αποθεματικού νομίσματος, μετά τη δημοσίευση της τελευταίας έκθεσης της Διεθνούς Τράπεζας Διακανονισμών που διαπιστώνει τη διατήρηση αυτού του ρόλου για το δολάριο.

Τάση της ΕΕ για σκληρότερη αντιμετώπιση των ελλειμμάτων μετά την ανάγκη υιοθέτησης λιγότερο σφικτής νομισματικής πολιτικής.

Υπάρχει, λοιπόν, ο κίνδυνος να γίνουν τα κριτήρια αποδοχής μέλους στην ΟΝΕ αυστηρότερα από όσο ήταν πριν από την κρίση, και πάντως απρόσιτα για την ελληνική περίπτωση.

Το γενικό όσο και αυτονόητο συμπέρασμα είναι ότι η θέση της Ελλάδας θα ήταν οπωσδήποτε δύσκολη σε περιβάλλον παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και ύφεσης. Ωστόσο, η κατάσταση θα ήταν πολύ καλύτερη, αν αντί να κυνηγάμε τα τελευταία χρόνια αριθμούς είχαμε φροντίσει, με θετικά μέτρα και όχι τεχνάσματα, να αυξήσουμε το βαθμό ανάπτυξης της πραγματικής ελληνικής οικονομίας.

ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΝΕΓΡΕΠΟΝΤΗ-ΔΕΛΙΒΑΝΗ, ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ-ΠΡΏΗΝ ΠΡΥΤΑΝΕΩΣ