Εφημερίδα "Μακεδονία"

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Απόψεις :: Χρονογράφημα

( υπάρχουν για πολλούς καλύτεροι τρόποι ζωής ) 

Υπάρχουν για πολλούς καλύτεροι τρόποι ζωής

Οι σφαίρες σφύριζαν γύρω μας κι εμείς, κουρνιασμένοι στον κρατήρα, που είχε ανοίξει το βλήμα ενός όλμου, προσπαθούσαμε να απαντήσουμε στα πυρά των απέναντι. Δίπλα μας, ο λοχίας δεν έπαυε να πατάει τη σκανδάλη του πολυβόλου κι ένας συνάδελφός μας να περνά τους γεμιστήρες. Κάποια στιγμή επικράτησε σιγή. Γυρίζω και βλέπω τον στρατιώτη ανάσκελα. Δίπλα του, ο λοχίας μ' ένα τραύμα στο μέτωπο. "Πιάσε το πολυβόλο…. ", μου φώναξες κι έπειτα σάλταρες κοντά μου, κι άρπαξες το κιβώτιο με τα πυρομαχικά. Δεύτερο σάλτο και βρέθηκα σ' ένα διπλανό κρατήρα. "Έλα, γρήγορα…. ", κραύγασες. Από απέναντι άρχισαν να μας ρίχνουν χωρίς διακοπή. Κρατώντας το πολυβόλο, βολεύτηκα στο λάκκο και προσπάθησα να σταθεροποιήσω το τρίποδο. Εσύ πέρασες μια καινούργια δεσμίδα. Πάτησα τη σκανδάλη και το όπλο πήρε φωτιά. "Προσέξτε απ' τα αριστερά σας…". Ήταν η φωνή του ανθυπολοχαγού. Ύστερα, όλα έσβησαν. Νόμισα πως έπεσε πάνω μου ολόκληρη πολυκατοικία κι έχασα τον κόσμο.

Συνήλθα σ' ένα νοσοκομείο της Αθήνας. Στο διπλανό κρεβάτι βρισκόσουν εσύ. Στην αρχή μας είχαν διακομίσει στα Ιωάννινα και από εκεί στην Αθήνα, λόγω της σοβαρότητας της κατάστασής μας. Η περίπτωσή μου ήταν απ' αυτές που τις καταχωρούν στα ιατρικά περιοδικά. Καθώς ήμουν σκυμμένος, η σφαίρα με βρήκε στον αυχένα, πέρασε παράλληλα από τη σπονδυλική στήλη, χωρίς να προκαλέσει βλάβη σε κανένα καίριο σημείο και σφηνώθηκε κάπου στη μέση μου. Εσύ έφερε δύο τραύματα στο στήθος σου. Το ένα λίγους πόντους από την καρδιά. Είχες συνέλθει πιο μπροστά από μένα. "Μου φαίνεται πως έχω κι ένα τρίτο στον ώμο, που το ξέχασαν.. .. ", μου είπες. Η υποψία σου επαληθεύθηκε. Είχες ακόμη ένα διαμπερές τραύμα, που άρχισε να επουλώνεται μόνο του. Όταν το είδαν οι νοσοκόμες, έτρεξαν αλαφιασμένες στους γιατρούς. "Δεν είναι τίποτα, πέρασε…. ", είπε ο αρχίατρος και γέλασε.

Βγήκαμε μαζί από το νοσοκομείο. Οι καιροί ήταν δύσκολοι. Δεν μπορούσαμε να ζήσουμε στη Αθήνα. Μας έπνιγε. Πήγαμε στο σιδηροδρομικό σταθμό κι ανεβήκαμε σε ένα βαγόνι εμπορευματικής αμαξοστοιχίας, που θα αναχωρούσε σε λίγο για τη Θεσσαλονίκη. Πριν μπούμε στο βαγόνι, προλάβαμε να διαβάσουμε στο πλάι του μερικά στοιχεία: Άτομα 32, ίπποι 8… Ξεκουραστήκαμε λίγες ημέρες στη Θεσσαλονίκη κι ύστερα βγήκαμε στην πιάτσα. Ήμασταν και οι δύο πλασμένοι από την ίδια πάστα. Θυμάσαι παλιόφιλε; Τι κυνηγητό, τι κούραση, τι αγώνας! Η επιτυχία δεν ήλθε γρήγορα, αλλά ήλθε… Εσύ βιομήχανος κι εγώ έμπορος. Στα σαράντα μας τα είχαμε όλα. Οικογένειες, παιδιά, επιχειρήσεις. Και η φιλία μας από τις πιο δυνατές. Αργότερα, σου έκανα κάποια νύξη για την κόρη σου. Κι αυτή κι ο γιος μου είχαν φθάσει σε ηλικία γάμου. Με κοίταξες λυπημένα. "Δεν κάνει για το γιο σου, είναι τρελάρα…". Έδειξες πως δεν ήθελες άλλη συζήτηση γι' αυτό το θέμα. Την ίδια λυπημένη έκφραση είχες στο πρόσωπο, όταν έχασες τη γυναίκα σου. Από καρδιά. Ήταν νέα ακόμη και την αγαπούσες. Από τότε άλλαξες. Άλλαξε και η κατάσταση στο σπίτι σου. Η κόρη κι ο γαμπρός σαν να μην τα πήγαιναν καλά. Ο γιος άφηνε τη γυναίκα του ολομόναχη, για να τριγυρίζει στο εξωτερικό. Ευτυχώς, η δουλειά πήγαινε καλά, γιατί είχες βάλει γερές βάσεις.

Πολλές φορές συζήτησα το θέμα σου με τη γυναίκα μου. Εκείνη δεν ξανοιγότανε. Συχνά αναστέναζε. Μια ημέρα τη ρώτησα να μου πει τι συμβαίνει. Μου απάντησε: "Ο γιος μας χωρίζει. Έχει φιλενάδα". Μπερδεμένος καθώς ήμουν τόσα χρόνια με τις επιχειρήσεις, δεν μου έμεινε πολύς καιρός για να δω τι γίνεται μέσα στο σπίτι μου. Είχα τη γυναίκα μου για μοναδική σύμβολο. "Και το εγγόνι μας;", ρώτησα. Μου είπε πως είχαμε υποχρέωση να το προστατεύσουμε, μέχρι να μεγαλώσει και να κάνει δική του δουλειά. Συμφώνησα. Δεν έπρεπε, επίσης, ν' αφήσουμε αβοήθητη τη νύφη μας. Συμφώνησα και για την περίπτωση αυτή. Τα δέχθηκα όλα με κρύα καρδιά… Μετά σου τηλεφώνησα, παλιόφιλε, και συναντηθήκαμε στο γνωστό μας ταβερνάκι.

Κάτι αναποδιές στην αγορά μας απομάκρυναν κάπου ένα χρόνο. Όταν συναντηθήκαμε ξανά, το πρόσωπό σου ήταν χαρούμενο. Καθίσαμε και παραγγείλαμε τα τσίπουρά μας. Κάτι ήθελες να μου πεις. Το καταλάβαινα. Σε ήξερα, άλλωστε. Τελικά, μου τα είπες όλα… "Πρόσφερα όλη την περιουσία μου στα παιδιά μου", είπες και μου έκλεισες το μάτι. "Βέβαια, κράτησα και για μένα αρκετά. Δεν έχω διάθεση να πεθάνω στην ψάθα. Καταλαβαίνεις. Αρκετά. Εξάλλου, δεν με πήραν ακόμη τα χρόνια! Και ξέρεις τι έκανα; Απέναντι, στην ακτή, δίπλα στο κύμα που λένε, χτίζω ένα σπίτι, αριστούργημα. Θα μείνω εκεί σε όλη μου τη ζωή. Θέλω να ξεκουραστώ…".

Η σκέψη σου μου φάνηκε θαυμάσια. Την είπα στη γυναίκα μου κι ενθουσιάστηκε κι εκείνη. Φώναξα τους δικηγόρους μου και κανόνισα τις διαδικασίες για τη μεταβίβαση του 60% της επιχείρησης στο γιο μου, του 20% στη νύφη μου και τον εγγονό μου και του 20% στον γενικό διευθυντή, έναν υπέροχο άνθρωπο. Αυτός θα διηύθυνε τα πάντα. Ούτε θα άφηνε τη νύφη μου και τον εγγονό μου στο δρόμο. "Κι εκείνα τα δικά μου χρήματα, τι γίνονται;", ρώτησα. "Είναι αρκετά και συνεχώς αυξάνονται".

Σου τηλεφώνησα, παλιόφιλε, ξαναβρεθήκαμε στο ταβερνάκι και χωρίς περιστροφές σε ρώτησα, μήπως υπάρχει κανένα καλό οικόπεδο κοντά στο σπίτι που χτίζεις στην ακτή. Με κοίταξες στην αρχή με απορία και μετά έσκασες στα γέλια. "Θα πάμε αύριο να ρίξεις μια ματιά", είπες. Κατόπιν θα καθίσουμε σε ένα κουτουκάκι, από όπου θα έχουμε όλο τον κόλπο της Θεσσαλονίκης μπροστά μας. και θα πιούμε ένα τσίπουρο, που δεν το έχεις πιει ποτέ στη ζωή σου".

Β.